Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι των συριζαίων τους έπεσε βαρύ το εκλογικό
αποτέλεσμα.
Πολύ βαρύ.
Είναι χαρακτηριστικές οι αντιδράσεις τους το
βράδυ των εκλογών.
Κάποιοι δεν ήθελαν να παραδεχτούν ότι έχασαν
(Μπίστης, Σπίρτζης, Χριστοδουλοπούλου), άλλοι έλεγαν κρυάδες (ο
Τσακαλώτος με τη βλακεία περί λουκάνικων) και άλλοι απλά πετούσαν τη
μπάλα στην εξέδρα, μέχρι να ολοκληρωθεί η σύσκεψη της ηγετικής ομάδας
και να βγει ο Τσίπρας να αναγγείλει εθνικές εκλογές άμεσα....
Από τη στιγμή που βγήκε και μίλησε ο Τσίπρας, είχαμε πλέον την επίσημη θέση του κόμματος (το οποίο, φυσικά, ως αστικό κόμμα, ταυτίζεται με την ηγετική του ομάδα).
Και πειστήκαμε ότι τους έπεσε βαριά η ήττα, καθώς
δεν ακούσαμε μια πρώτη ανάλυση για τα αίτια της ήττας, αλλά ακούσαμε πως
ο λαός είναι άξιος της μοίρας του, αφού ψήφισε τον Μητσοτάκη.
Δε
θυμόμαστε άλλη φορά (και έχουμε παρακολουθήσει όλες τις εκλογικές
αναμετρήσεις μετά την πτώση της χούντας) αρχηγό και ηγετική ομάδα
αστικού κόμματος που χάνει εκλογές (και μάλιστα με συντριπτική διαφορά)
να μην ψελλίζουν κάποιες λέξεις για τα λάθη τους, που θα τα ξαναδούν
κτλ. κτλ.
Θεωρούμε σίγουρο ότι τις επόμενες μέρες, καθώς θα φουντώνει η
προεκλογική περίοδος-εξπρές για τις εθνικές εκλογές, θ' ακούσουμε και
διάφορα για τα «λάθη». Η σχετική λαθολογία θα τροφοδοτείται κυρίως από
την προσπάθεια ανακατανομής της εσωκομματικής ισχύος, αλλά και από τη
μάχη του σταυρού ανάμεσα στους υποψήφιους βουλευτές.
Οι μισοί συριζαίοι
δε θα επανεκλεγούν, οπότε κάποιοι θα προσπαθούν -με τη λαθολογία- να
κερδίσουν πόντους έναντι των συνυποψηφίων τους (ειδικά αν αυτοί έχουν
διατελέσει υπουργοί) και να καταλάβουν την πολυπόθητη βουλευτική έδρα
στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτή η λαθολογία, όμως, δε θα
έχει να κάνει με την ουσία, αλλά με τα επιφαινόμενα της πολιτικής (ο
Πολάκης, ο Βερναρδάκης, η Παναγοπούλου και η θαλαμηγός κτλ.).
Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να μπούμε στην ουσία των πραγμάτων, ξεκινώντας
καταρχάς από την ίδια τη θλίψη των συριζαίων για τη βαριά ήττα και τις
κατάρες κατά του αγνώμονα λαού. Είναι πραγματική αυτή η θλίψη ή
προσποιητή; Νομίζουμε ότι είναι 100% προσποιητή. Ρίχνοντας τις ευθύνες
στον αγνώμονα λαό (που πάσχει από το σύνδρομο της Στοκχόλμης και ψήφισε
τον βασανιστή του, όπως έγραψε ο Βαξεβάνης!), δεν επιδεικνύουν απλά την
αλαζονεία και τον πολιτικό κωλοπαιδισμό τους, αλλά αποφεύγουν και τη
συζήτηση επί της ουσίας.
Αλήθεια, αυτοί δεν έχουν αποδεχτεί την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία
ως το ύψιστο των πολιτευμάτων; Ο Τσίπρας δεν ήταν που ορκιζόταν με
εκκωφαντικό τρόπο, όταν διάβαζε τις προγραμματικές δηλώσεις της πρώτης
κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ότι «είμαστε κάθε λέξη αυτού του Συντάγματος»;
Αυτό το Σύνταγμα προβλέπει πολυκομματικό πολιτικό σύστημα, εκλογές και
ανάδειξη κυβέρνησης μέσω της πλειοψηφίας της Βουλής. Και η πολιτική
παράδοση που έχει διαμορφωθεί με την εφαρμογή αυτού του Συντάγματος εδώ
και περίπου μισό αιώνα έχει να μας επιδείξει πλείστες όσες κυβερνητικές
εναλλαγές.
Παλαιότερα, αυτές οι εναλλαγές γίνονταν σε μεγαλύτερο χρονικό
κύκλο (δύο βουλευτικές θητείες για κάθε κόμμα, συνήθως με τη δεύτερη
θητεία να μη φτάνει την τετραετία). Σε περιόδους κρίσης, όμως, ο κύκλος
σμικρυνόταν.
Ας θυμηθούμε το 1989-1993:
μία συμμαχική κυβέρνηση
ΝΔ-Συνασπισμού (ΚΚΕ+ΕΑΡ+πασοκογενείς), μία συμμαχική κυβέρνηση
ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Συνασπισμού, μία κυβέρνηση Μητσοτάκη που έπεσε πριν ολοκληρώσει
την τετραετία. Η «κανονικότητα» επανήλθε μετά το 1993, αλλά με το που ο
ελληνικός καπιταλισμός μπήκε σε βαθιά οικονομική κρίση, το 2009, ο πολιτικός κύκλος σμικρύνθηκε στο μισό περίπου μιας πλήρους κοινοβουλευτικής περιόδου.
Ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε προϊόν της πολιτικής κρίσης που προκάλεσε η
διαχείριση της οικονομικής κρίσης. Το ίδιο και ο κυβερνητικός του
εταίρος (κόμμα Καμμένου). Από ένα κόμμα που κινούνταν πέριξ του 4% και
κάποιες φορές δυσκολευόταν να μπει στη Βουλή, βρέθηκε να είναι κόμμα
εξουσίας, εκμεταλλευόμενος την κατάσταση που δημιούργησε το δεύτερο
Μνημόνιο, με τη συμμετοχή και της ΝΔ στη μνημονιακή διαχείριση.
Αυτή η
δυναμική φάνηκε στις δίδυμες εκλογές του 2012 και έδωσε καρπούς στις
ευρωεκλογές του 2014 και τις εθνικές του Γενάρη του 2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο
αριστερός «αντιμνημονιακός» πόλος, οι ΑΝΕΛ ο (ακρο)δεξιός και δε
δυσκολεύτηκαν καθόλου να συνεργαστούν κυβερνητικά.
Σε ένα εξάμηνο είχαν υπογράψει το τρίτο Μνημόνιο (παρέα με τα υπόλοιπα
μνημονιακά κόμματα, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι), ενώ ο Τσίπρας έσπευσε να
προκηρύξει εκλογές αιφνιδιαστικά, για να εκμεταλλευτεί τη σύγχυση και το
σοκ που είχε επικρατήσει σε εκείνο το τμήμα του λαού που είχε στηρίξει
μικρές ή μεγάλες ελπίδες στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η μνημονιακή πολιτική, όμως, δεν
είχε ολοκληρωθεί με τους πρώτους εφαρμοστικούς νόμους του τρίτου
Μνημόνιου, οι οποίοι προστέθηκαν στους προηγούμενους. Συνέχισε να
βαθαίνει με τις περιβόητες αξιολογήσεις, οι οποίες κατέληγαν σε
πολυνομοσχέδια με νέα αντιλαϊκά μέτρα.
Όταν τον Αύγουστο του 2018 οι συριζαίοι διακήρυξαν την «έξοδο από τα
Μνημόνια», αφού προηγουμένως είχαν κλείσει την τελευταία αξιολόγηση και
είχαν δεσμευτεί σε εφιαλτικά «ματωμένα πλεονάσματα» μέχρι το 2060 (!),
ουδείς πίστεψε το παραμύθι τους. Τα φιλανθρωπικού τύπου φιλοδωρήματα στο
τέλος κάθε χρόνου δεν ήταν έξοδος από τα Μνημόνια (τέτοια φιλοδωρήματα
είχαν δώσει και οι προηγούμενοι). Η «έξοδος στις αγορές», στην οποία
προσέδωσαν μεταφυσικές ιδιότητες, δεν συγκίνησε κανέναν, αφού δεν
οδήγησε σε κάποια -μικρή έστω- ανακούφιση από την εφαρμοζόμενη πολιτική.
Αλλωστε, «έξοδο στις αγορές» είχαν κάνει και οι προηγούμενοι.
Κοντολογίς, στα μάτια της πλειοψηφίας οι συριζαίοι δε διέφεραν σε τίποτα
από τους προηγούμενους. Είχαν εξαντλήσει όλη τη δυναμική τους στις
«σκληρές διαπραγματεύσεις» με την τρόικα, οι οποίες κατέληγαν πάντοτε σε
νέα αντιλαϊκά μέτρα (χωρίς να έχει καταργηθεί κανένα από τα παλιά), τα
οποία μάλιστα δεν παρουσίαζαν πλέον ως «προϊόν εκβιασμού», «με το
πιστόλι στον κρόταφο» και τα υπόλοιπα ηρωικά και πένθιμα που έλεγαν το
καλοκαίρι του 2015, αλλά ως προϊόν «έντιμου συμβιβασμού».
Είχε, λοιπόν, σχηματιστεί στο αστικό πολιτικό σύστημα ένας μνημονιακός
πολτός που περιλάμβανε τον ΣΥΡΙΖΑ, τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι, τους
ΑΝΕΛ. Στην πολιτική που είχαν εφαρμόσει ως κυβερνητικά κόμματα ή είχαν
στηρίξει δεν υπήρχε καμιά ουσιαστική διαφορά. Το ψευτοδίλημμα
«μνημόνιο-αντιμνημόνιο», που κυριάρχησε την περίοδο 2010-2015 είχε
εξαφανιστεί.
Άλλωστε, «βγήκαμε από τα Μνημόνια». Επομένως,
δημιουργούνταν μια κατάσταση ριζικά διαφορετική απ' αυτήν του 2012-2015,
με τα αστικά κόμματα να κολυμπούν πια στα ίδια νερά. Και να
χρησιμοποιούν την ίδια ρητορική: ανάπτυξη, έξοδος στις αγορές,
φοροελαφρύνσεις, προνοιακή ανακούφιση για τους εντελώς εξαθλιωμένους.
Τα υπόλοιπα ανέλαβε να τα λύσει η λογική του κοινοβουλευτικού
κρετινισμού. Η οποία στη βάση της είναι εξαιρετικά απλή. Τα αστικά
κόμματα εξουσίας έχουν μια συμπαγή μάζα υποστηρικτών. Υπάρχει και μια
μάζα ψηφοφόρων που κινείται από κόμμα σε κόμμα, πότε ακολουθώντας το
ρεύμα, πότε αναζητώντας κάποια «αλλαγή», πότε γιατί τη γοητεύει κάποιος
πολιτικός ηγέτης κτλ. κτλ. Αυτή η λογική, λοιπόν, καθόρισε το εκλογικό
αποτέλεσμα της 26ης του Μάη. Οι μετακινήσεις ψηφοφόρων έδωσαν στη ΝΔ μια
ασφαλή εκλογική νίκη και στον ΣΥΡΙΖΑ μια εκλογική συντριβή.
Χρειάστηκε να περάσει ένα τριήμερο, να «ζυμωθούν» μεταξύ τους σε
πολύωρες συσκέψεις, για ν' αρχίσουν οι συριζαίοι ν' αναγνωρίζουν ότι
αυτή είναι η λογική του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Τα άλλα κόμματα
που εφάρμοσαν Μνημόνια με το ζόρι έβγαλαν διετία. Αυτοί ξεπέρασαν την
τετραετία. Θα έπρεπε να είναι και ευχαριστημένοι! Και να ετοιμάζονται να
επιστρέψουν στην εξουσία όσο πιο σύντομα γίνεται. Κανένα αστικό κόμμα
δε μιλά, βέβαια, για τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Θα ήταν σαν να
πυροβολούσε τα πόδια του. Αρχισαν, λοιπόν, και οι συριζαίοι να μιλούν
για την… κόπωση των ψηφοφόρων.
Κάποιοι άρχισαν να πασπαλίζουν τη θεωρία
της κόπωσης με αριστερή χρυσόσκονη. Ακούσαμε για παράδειγμα την
Αχτσιόγλου να λέει ότι, «δεν είχε σημασία ίσως το γεγονός ότι η δική μας
προσαρμογή (σ.σ. έτσι ονομάζουν το Μνημόνιο και τους εφαρμοστικούς του
νόμους) δεν ήταν ούτε το 1/10 όσων έκαναν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ την περίοδο
2010-14.
Ίσως είχε σημασία το γεγονός ότι ένας πολύ κουρασμένος λαός,
μία επιβαρυμένη κοινωνία, δεν μπορεί να σηκώσει έστω και ένα μικρό
επιπλέον βάρος». Αυτή η κυρία και η εξουσιαστική κλίκα στην οποία
συμμετέχει είχαν την απαίτηση να δεχτεί ο λαός αγόγγυστα το τρίτο
Μνημόνιο και τη λαίλαπα των αντιλαϊκών πολυνομοσχεδίων της περιόδου
2015-2018, ως «ένα μικρό επιπλέον βάρος»!
Συνεχίζοντας στο ίδιο αλήτικο μοτίβο την ακούσαμε να λέει πως «παρότι
δεν ευσταθεί αυτό που λέει η ΝΔ, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φτωχοποίησε τη μεσαία
τάξη, γιατί τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι η φτωχοποίηση συνέβη την
προηγούμενη περίοδο, είναι γεγονός ότι περισσότερο τη σταθεροποιήσαμε
πάρα δώσαμε μία ενίσχυση που οπωσδήποτε την είχαν ανάγκη οι πολίτες».
Ο Δρίτσας, που είναι της «παλιάς σχολής», είπε το ίδιο με άλλα λόγια:
«Ο μεγάλος άθλος που κατάφερε αυτή η κυβέρνηση, να βγάλει τη χώρα από τη
χρεοκοπία, βρήκε την ελληνική κοινωνία κουρασμένη»! Οπως είπε, υπάρχει
φτώχεια, όμως όλ' αυτά θα άλλαζαν αν συνέχιζε να κυβερνά ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ
με τη ΝΔ κινδυνεύουν να γυρίσουν τούμπα!
Αυτή η κινδυνολογία δεν κατέστη δυνατή να πείσει εκείνους που είχαν
βαρεθεί, είχαν σιχαθεί τα συνεχή ψέματα των συριζαίων. Η ΝΔ στα μάτια
τους έπαψε να είναι μπαμπούλας και έδωσαν την ψήφο τους σ' αυτήν.
Είπαμε, αυτή είναι η λογική του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Ετσι
κυβερνιούνται τα αστικά κράτη. Ετσι εξασφαλίζει την κυριαρχία της η
κεφαλαιοκρατία, αποσπώντας -διά των εκλογών- τη συναίνεση ευρέων
εργατικών και εργαζόμενων στρωμάτων.
Γι' αυτό και το νέο ιδεολόγημα των συριζαίων, «κουρασμένος λαός -
ακάματη κυβέρνηση», δεν πρόκειται να έχει καμιά τύχη στο «δεύτερο γύρο»
στις 7 του Ιούλη. Όπως δε θα έχει η εξαφάνιση του Πολάκη από τη
frontline και η αντικατάστασή του με τους «ήπιους» Δραγασάκη, Σταθάκη,
Χαρίτση, Τσακαλώτο. Η δυναμική του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, έτσι
όπως διαμορφώνεται στη σημερινή συγκυρία, δείχνει ΝΔ και όχι ΣΥΡΙΖΑ.
Αν αξίζει να σχολιάσουμε κάτι είναι το αντιδραστικό περιεχόμενο και του
νέου ιδεολογήματος των συριζαίων. Ο «κουρασμένος» λαός που δεν μπόρεσε
να συμμεριστεί τον αγώνα και το όραμα της «ακάματης» κυβέρνησης, δεν
είναι παρά μια ακόμα χυδαία εκδοχή του αντιδραστικού ιδεολογήματος στο
οποίο στηρίζεται η αντιπροσωπευτικότητα του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Το αστικό πολιτικό προσωπικό, συγκροτημένο σε κόμματα, είναι ο πομπός, ο
φωτεινός οδοδείκτης, τον οποίο οφείλουν να ακολουθούν οι λαϊκές
μάζες-δέκτης, οι λαϊκές μάζες-ενεργούμενα.
Ανεξάρτητα, όμως, από τα καμώματα, τον πανικό και τα νέα ιδεολογήματα
που σκαρώνουν οι συριζαίοι, εκείνο που πρέπει να σημειώσουμε εμείς είναι
πως ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός αποτελεί δύναμη της αστικής εξουσίας
(ως σύνολο, ανεξάρτητα από τους νικητές και τους ηττημένους κομματικούς
σχηματισμούς της σε κάθε διαφορετική συγκυρία) και ταυτόχρονα αδυναμία
των εργατικών και εργαζόμενων μαζών.
Για ν' αλλάξει αυτή η ετεροβαρής σχέση, για ν' αρχίσει να καταπολεμάται ο
κοινοβουλευτικός κρετινισμός, δεν αρκεί το αυθόρμητο διεκδικητικό
κίνημα των μαζών, που σήμερα απουσιάζει, αλλά θα επανεμφανιστεί στο
κοινωνικό προσκήνιο.
Χρειάζεται η ανεξάρτητη πολιτική οργάνωση της
εργατικής τάξης, μέσω της οποίας θα δημιουργηθεί το αντίπαλο δέος στην
αστική εξουσία και στους φορείς άσκησής της.
Πέτρος Γιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου