«Γερά, γερά, στα χνάρια του Μελά!»
Βασικό σύνθημα του συλλαλητηρίου της Αθήνας για το Μακεδονικό (4/2/2018)
Eνα φάντασμα πλανιέται πάνω από τη δημόσια συζήτηση των τελευταίων
μηνών για το Μακεδονικό.
Η μορφή του είναι γνωστή στους πάντες από το
σχολείο και τη δημόσια Ιστορία, σαν ενσάρκωση του κατ' εξοχήν εθνικού
ήρωα της μετεπαναστατικής Ελλάδας....
Κατά την τριήμερη συζήτηση του περασμένου Ιουνίου στη Βουλή για τη
συμφωνία των Πρεσπών, 14 αγορητές της Ν.Δ. και της Χ.Α. (ανάμεσά τους
και ο επίδοξος πραξικοπηματίας Μπαρμπαρούσης) επικαλέστηκαν τη μνήμη του
ως βασικό επιχείρημα κατά της αναγνώρισης της μακεδονικής ταυτότητας
και γλώσσας των γειτόνων μας.
Οι υπέρμαχοι της συμφωνίας θύμισαν πάλι (κυρίως μέσω Διαδικτύου, ο δε
Γιώργος Κατρούγκαλος και στη Βουλή) ότι στα γράμματά του ο εθνικός
αυτός ήρωας την επίμαχη γλώσσα την αποκαλούσε ορθά-κοφτά «μακεδονική».
Ποιος υπήρξε, όμως, στην πραγματικότητα ο Παύλος Μελάς, πέρα από τον
«ηρωικό» θάνατό του;
Μια οικογενειακή υπόθεση
Ο σχετικός μύθος χτίστηκε αμέσως μετά τον φόνο του Μελά, πριν από
ακριβώς 114 χρόνια, με καθοριστική -όπως θα δούμε- τη συμβολή των
πελατειακών κομματικών δικτύων της εποχής. Πάνω απ’ όλα, όμως, υπήρξε
προϊόν επιμελούς οικογενειακού σχεδιασμού: όλα όσα
γνωρίζει γι’ αυτόν το ελληνικό κοινό προέρχονται είτε από την πένα του
κουνιάδου του, Ιωνα Δραγούμη (και, μέσω αυτού, της Πηνελόπης Δέλτα),
είτε από τη βιογραφία του που δημοσίευσε η χήρα του, ανώνυμα το 1926
στην Αλεξάνδρεια κι επώνυμα το 1964 στην Αθήνα.
Εμπλουτισμένη με τμήμα της αλληλογραφίας του Μελά, η τελευταία δεν
απέβλεπε μονάχα στην εμπέδωση της υστεροφημίας ενός ήδη αναγνωρισμένου
εθνικού ήρωα, όσο στην ανάδειξη των εξ αγχιστείας συγγενών του -της
οικογένειας Δραγούμη- ως συλλογικού πρωτεργάτη του εθνικού βίου εκείνων
των χρόνων.
Στον βωμό αυτής της επιδίωξης, όχι μόνο η τότε πολιτική ζωή
μεταγράφηκε σαν οικογενειακή σαπουνόπερα, αλλά και οι επιστολές του Μελά
αλλοιώθηκαν σοβαρά κατά τη δημοσίευσή τους, όπως πιστοποιεί η
αντιπαραβολή με τα πρωτότυπα που φυλάσσονται στο Μουσείο Μπενάκη.
Η κοινωνική αντοχή αυτής της εικόνας υπήρξε τέτοια, ώστε ακόμη και οι
σοβαρότερες εκδοχές της ιστοριογραφίας του Μακεδονικού Αγώνα να
προσαρμόζονται κακήν-κακώς στα γραφόμενα της χήρας και του κουνιάδου,
παρακάμπτοντας το απείρως σοβαρότερο σχετικό αρχειακό υλικό.
Μολονότι ο όλος μύθος ελάχιστα αντέχει ακόμη και στην προσεκτική
ανάγνωση των ίδιων των ιδρυτικών αυτών κειμένων, τα εγχειρήματα μερικής ή
ολικής αποδόμησής του παραμένουν ακόμη μεμονωμένα:
◼ Στην εκατοστή επέτειο του θανάτου του Μελά, δύο σχεδόν ταυτόχρονα άρθρα του «Ιού» («Ελευθεροτυπία» 10/10/2004)
και του πανεπιστημιακού Βασίλη Γούναρη («Καθημερινή» 17/10/2004)
εξέθεσαν τα προβλήματα της επίσημης αφήγησης και παρέθεσαν τις
αντιφατικές εκδοχές γύρω τις συνθήκες του φόνου του. Από τη διασταύρωσή
τους προκύπτει πως ο Μελάς τραυματίστηκε κατά λάθος από τους συντρόφους
του, που τον αποκεφάλισαν κατόπιν για να μην προδοθούν από τις κραυγές
του στον τουρκικό στρατό. Για την Ιστορία προσθέτουμε εδώ πως η
πληροφορία αυτή συζητιόταν ανοιχτά τα επόμενα χρόνια στους κύκλους των
μακεδονομάχων, όπως πιστοποιεί η αμήχανη διάψευσή της στον αθηναϊκό Τύπο
(εφ. «Ελεύθερος Ανθρωπος», 4/8/1931, σ.4).
◼ Το
2005 η Περσεφόνη Καραμπάτη αποκάλυψε διακριτικά, σε επίσημη έκδοση του
Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, τον παράλληλο έρωτα του Μελά με την
(παντρεμένη) κουνιάδα του, Εφη Καλλέργη (αναλυτικά γι’ αυτό το ειδύλλιο σε δημοσίευμα του «Ιού», 13/7/2013).
◼ Για
την πολιτική διάσταση της εμπλοκής του στο Μακεδονικό, εξαιρετικά
διαφωτιστική είναι η πλήρης αλληλογραφία του Μελά με τον Ιωνα που
εξέδωσε ο πρόσφατα εκλιπών Γιώργος Πετσίβας («Τα Τετράδια του Ιλιντεν»,
Αθήνα 2000).
◼ Η
συστηματικότερη (και χρονικά προγενέστερη) αποδόμηση της εικόνας του
Μελά, με βάση την προσεκτική εξέταση της διαθέσιμης εθνικιστικής
βιβλιογραφίας, πραγματοποιήθηκε από τον Δημήτρη Λιθοξόου, αρχικά στο
περιοδικό του Ουράνιου Τόξου, «Зора» (1995-1996) και κατόπιν σε βιβλίο
(«Ελληνικός αντιμακεδονικός αγώνας», Αθήνα 1998).
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Τραμπουκισμός και βαθύ κράτος
«ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΙ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ» (2005)
Γεννημένος στη Μασσαλία το 1870 με πατέρα μεγαλέμπορο της διασποράς
κι αργότερα δήμαρχο Αθηναίων (1891-1894), ο Παύλος επέλεξε, όπως και δύο
ακόμη από τους τέσσερις αδερφούς του, τη στρατιωτική καριέρα.
Το 1891 αποφοίτησε από την Ευελπίδων και την επόμενη χρονιά
παντρεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη τού τότε υπουργού Εξωτερικών και
μετέπειτα πρωθυπουργού (την εποχή του Κιλελέρ).
Από τα αδέρφια του, ο Γεώργιος χρημάτισε ιδιαίτερος γραμματέας του
βασιλιά Κωνσταντίνου, ο Βασίλειος υπασπιστής του βασιλιά Αλέξανδρου, οι
δε Λέων και Κωνσταντίνος βουλευτές Αγυιάς και Ιωαννίνων· αυλάρχης του
πρίγκιπα Νικολάου υπήρξε και ο γαμπρός του, Εκτωρ Ρωμάνος. Πατρική
κατοικία, μετά την εγκατάσταση της οικογένειας στην Αθήνα το 1874, ήταν
το σημερινό μέγαρο της «Αθηναϊκής Λέσχης» στην Πανεπιστημίου. Ως τέκνο
του «πρώτου οικιστή» της Κηφισιάς, ο Παύλος θα χτίσει πάλι εκεί το 1894
την εξοχική έπαυλή του.
Το ψυχογράφημα του νεαρού αξιωματικού που αναδύεται από τα γραπτά του
είναι αυτό ενός ανθρώπου που μεγάλωσε σε αυταρχικό περιβάλλον,
εγκλωβίστηκε με τον γάμο του σ’ ένα ακόμη αυταρχικότερο κι έζησε στη
σκιά μεγαλεπήβολων οραμάτων.
Σαφώς λιγότερο ευφυής και απείρως συναισθηματικότερος από τον πεθερό,
τον κουνιάδο και τη σύζυγό του, μοιραζόταν μαζί τους τον ίδιο βαθύ
συντηρητισμό, την ίδια περιφρόνηση για τον απλό λαό (τους «μικρούς
ανθρώπους») κι ένα κοινό μίσος για τις «δημοκρατικές θεωρίες που
λυμαίνονται την Ευρώπη».
Θα συνδέσει δε άρρηκτα την εθνική του δράση με την οικοδόμηση του
εγχώριου βαθέος κράτους μετά τη χρεοκοπία του ελληνικού Δημοσίου το
1893· στο μυαλό του, όπως και σ’ αυτά των συνοδοιπόρων του, αυτά τα δύο
ήταν άλλωστε αξεδιάλυτα.
Για πρώτη φορά ο ανθυπολοχαγός Μελάς απασχόλησε τη δημόσια ζωή στις
20 Αυγούστου 1894, όταν μαζί με 85 συναδέλφους του πραγματοποίησε τον
πρώτο του πολεμικό άθλο − κατά του εσωτερικού, βεβαίως, εχθρού.
Ενοχλημένοι από ένα κύριο άρθρο της «Ακροπόλεως» (14/8/1894), το
οποίο συνέδεε ειρωνικά τις βιαιοπραγίες αξιωματικών κατά πολιτών με τη
δαπανηρότατη συντήρησή τους από τον καταχρεωμένο κρατικό κορβανά, οι 85
βαθμοφόροι με τους φαντάρους τους επέδραμαν στα γραφεία της εφημερίδας
και το σπίτι του ιδιοκτήτη της Βλάση Γαβριηλίδη και τα ρήμαξαν με
τσεκούρια, αξίνες και συναφή εργαλεία, τσεπώνοντας όσα χρήματα βρέθηκαν
στα κατεστραμμένα συρτάρια.
Παραπέμφθηκαν φυσικά στο στρατοδικείο με τη (μάλλον ήπια) κατηγορία
της φθοράς ξένης περιουσίας, αθωώθηκαν όμως πανηγυρικά δίχως την
παραμικρή αιτιολογία (24/9/1894). Η τιμή του επαγγέλματος είχε
αποκατασταθεί διά ροπάλου και εκ του ασφαλούς, με την κάλυψη των
ομοφρόνων προϊσταμένων.
Ενάμιση μήνα μετά, στις 12/11/1894, ορισμένοι από τους επιδρομείς
προχώρησαν στην ίδρυση της «Εθνικής Εταιρείας» («Ε.Ε.»), μυστικής
οργάνωσης με «αόρατον αρχήν» και καταστατικό σκοπό «την αναζωπύρωσιν του
εθνικού φρονήματος» διά του αλυτρωτισμού. Ηταν η πράξη γέννησης του
ελληνικού βαθέος κράτους: ο σκληρός πυρήνας του
κρατικού μηχανισμού, ο στρατός, επανέφερε τη δημόσια συζήτηση για την
οικονομική κρίση και το δημόσιο χρέος στη «σωστή» (για τα συμφέροντά
του) κοιτίδα. Ο Μελάς συγκαταλεγόταν στα πρώτα μέλη της μυστικής
οργάνωσης, με αριθμό μητρώου 25 σε σύνολο 500 στρατολογιών την πρώτη
διετία (Γιανουλόπουλος 1999, σ.50).
Λιγότερα στοιχεία διαθέτουμε για την ένταξή του σε μια άλλη μυστική δομή: τον τεκτονισμό (Ιωάννης Λουκάς, «Ιστορία της ελληνικής μασονίας», Αθήνα 1991, σ.220).
Προβοκάτσια στα σύνορα
ΝΑΤΑΛΙΑ ΜΕΛΑ, «ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ» (1964)
Μοναδική συνεισφορά της «Εθνικής Εταιρείας» στην πατρίδα υπήρξε, ως
γνωστόν, μια εθνική συμφορά: η πυροδότηση του καταστροφικού
ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 με την εισβολή 3.000 έμμισθων
«ανταρτών» της στο τουρκικό έδαφος (26/3/1897).
Παρά τους αρχικούς λεονταρισμούς, ο ελληνικός στρατός αποσυντέθηκε
μέσα σε μια βδομάδα στο άκουσμα πως «έρχονται οι Τούρκοι»· στις 7/5
εγκατέλειψε πανικόβλητος ακόμη και τη Λαμία, με τα στρατεύματα του
σουλτάνου να κατευθύνονται προς την Αθήνα.
Το κρατίδιο του 1830 επέζησε τελικά εκλιπαρώντας τις προστάτιδες
Δυνάμεις (οι ισορροπίες των οποίων δεν επέτρεπαν τόσο ριζικές
αναδιατάξεις του χάρτη της Βαλκανικής), καταβάλλοντας στους Οθωμανούς
μια καθόλου ευκαταφρόνητη αποζημίωση 4.000.000 λιρών κι αποδεχόμενο
Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο για την ικανοποίηση των (Γερμανών, κυρίως)
πιστωτών του.
Η προσωπική συμβολή του Παύλου Μελά σ’ αυτή την πανωλεθρία υπήρξε
κάτι παραπάνω από κομβική, όπως διαβάζουμε στην επίσημη βιογραφία του.
Με την κάλυψη των ανωτέρων του και του πρίγκιπα Νικολάου παρέλαβε
αυτοπροσώπως τους «εθελοντές» της Ε.Ε. στον Βόλο (13/3) και τους
μετέφερε στα σύνορα, με μια αμαξοστοιχία 55 βαγονιών και τη ρητή πρόθεση
να πυροδοτήσει τον πόλεμο.
«Θα επανέλθω ταχύτατα εις την θέσιν μου διότι έχω την πεποίθησιν ότι θ’ αρχίσωμεν αμέσως το τουφέκι», γράφει στις 16/3 στον πατέρα του, πρόεδρο του «φανερού τμήματος» της Εταιρείας (σ.79), για να επαναλάβει ανυπόμονα στις 25/3: «Κρίμα
εις τας ελπίδας του κόσμου. Τίποτε σήμερον· ούτε ένα τουφέκι» (σ.86).
Με την κήρυξη του πολέμου, πετάει πια στα σύννεφα: «Η φωτιά άναψεν επί
τέλους. Δεν ημπορώ να περιγράψω την ευτυχίαν και τον ενθουσιασμόν μου» (σ.95-6).
Για τη σοβαρότητα των σκέψεων που υπαγόρευαν τη δράση του, αποκαλυπτικές είναι οι παρατηρήσεις του για φίλους και εχθρούς: ενώ «οι λαμπροί μας εύζωνοι άλλοι εχόρευαν, άλλοι έριχναν το λιθάρι, άλλοι πηδούσαν, όλο ζωή και ενθουσιασμός», γράφει στη Ναταλία από τη Μελούνα, οι Τούρκοι του αντίπερα φυλακίου, «αξιολύπητοι, ρακένδυτοι, ξυπόλυτοι, με πανταλόνια διαφόρων χρωμάτων, μάλλον ζητιάνοι εφαίνοντο παρά στρατιώται» (σ.73).
Την ίδια οξυδέρκεια επιδεικνύει και για τους επαγγελματίες αντάρτες που μεταφέρει: οι αρχηγοί τους Νταβέλης, Ζέρμας και Αλαμάνος είναι «ωραιότατοι άνδρες, αληθινοί λεβέντες», «επικεφαλής ανδρών εκτάκτων καθ’ όλα»· «σε βεβαιώ», γράφει στον πατέρα του (24/3), «ότι θα κάνουν θαύματα» (σ.83-4).
Επιφυλάξεις έχει μόνο για κάποιους Ιταλούς γαριβαλδινούς: «πολλοί
απ’ αυτούς είναι τωόντι λαμπροί νέοι και πολύ ανεπτυγμένοι και καλών
οικογενειών, άλλοι είναι του λαού άνθρωποι καλοί και τίμιοι· είναι όμως
μεταξύ αυτών και κάτι αγριόφατσες αναρχικών, οι οποίοι δεν πιστεύω να
εννοούν καθόλου τας υψηλάς ιδέας που έφεραν τους συντρόφους των εις την
Ελλάδα» (σ.81-2).
Λίγες μέρες μετά, πληροφορεί ωστόσο τον μπαμπά του πως οι εξελίξεις δεν είναι καθόλου ευχάριστες: οι θαυματοποιοί του «έχουν επιστρέψει όλοι» στο ελληνικό έδαφος και πολλοί απ’ αυτούς «πωλούν δεξιά και αριστερά τα όπλα των» (σ.93).
Μπορεί να πυροδότησε τον πόλεμο, ο ίδιος τον έβγαλε όμως αβρόχοις
ποσί. Μια βδομάδα μετά την κήρυξή του, κι ενώ η μονάδα του βρίσκεται ήδη
στα σύνορα, αυτός παραμένει στη Λάρισα «εν υπηρεσία»· την κατάρρευση του μετώπου θα την πληροφορηθεί ενώ παρακολουθεί -αδειούχος- τον... Επιτάφιο (σ.102).
Η απραξία του δεν τον εμποδίζει, πάντως, να λοιδορήσει τους υποχωρούντες: «άτιμα όντα», «ελεεινοί άνθρωποι», «πρωτοπαληκαράδες που ετράπησαν εις άτιμον φυγήν» (σ.103-4). Κάποια στιγμή, διασταυρώνεται τυχαία με τη μονάδα του: «Ο επί κεφαλής αξιωματικός», γράφει, «με είδε, μ’ έρριψε βλέμμα κινών την κεφαλήν και παρήλθε χωρίς να με αποτείνη ουδέ λέξιν». Τι να πει στον βυσματία λουφαδόρο;
Το βάπτισμα του πυρός -τρόπος του λέγειν- θα το πάρει δυο βδομάδες αργότερα στα Φάρσαλα: μαζί με τον Σουηδό υπολοχαγό Ερλαντ αφ Κλέεν, γράφει, «καθόμεθα επί τινος υψώματος όπισθεν της πυροβολαρχίας και παρακολουθούμεν τον αγώνα» (σ.109).
Δίπλα στα κανόνια θα βρεθεί μόνο ένα δίωρο, υπό συνθήκες μάλλον ιδανικές: κανένα τουρκικό βλήμα «δεν εξερράγη, διότι εχώνοντο εις την μαλακήν γην της Θεσσαλίας» (σ.112). Από ασφαλή απόσταση θα παρακολουθήσει και τη μάχη του Δομοκού. Πέφτει μάλιστα με τον Κλέεν για ύπνο («ενωρίς, διά να εγερθώμεν και ενωρίς»)· στις 11 μ.μ. τον ξυπνά ωστόσο ο πρίγκιπας Νικόλαος, για να του ανακοινώσει τη νέα υποχώρηση (σ.117-8). Δυο μέρες μετά, «κουρασμένο
ηθικά περισσότερο παρά σωματικά, εξαντλημένο από την αϋπνία, τον έπιασε
τόσο δυνατός πυρετός, ώστε ανησύχησε ο γιατρός του συντάγματος και τον
έστειλε στη Λαμία, όπου τον περιποιήθηκαν πολύ» (σ.121).
Σε αντίθεση με άλλους πατριώτες, ο Μελάς δεν αποστασιοποιήθηκε από
την «Εθνική Εταιρεία» μετά τον εξευτελισμό του 1897. Τον Γενάρη του 1899
μπήκε μάλιστα στο Δ.Σ. της, σε μια συγκυρία σημαδεμένη από την
προσπάθεια της κυβέρνησης ν’ αποσπάσει τα κεφάλαιά της που οι πατριώτες
εταίροι είχαν εγκαίρως φυγαδεύσει στο εξωτερικό.
Μετά τη δημοσίευση του διαχειριστικού ελέγχου του υπ. Οικονομικών στο
ταμείο της, το όργανο αποφάσισε την 1η/12/1900 την αυτοδιάλυσή της. Με
μια αξιοσημείωτη, ωστόσο, εξαίρεση: «Κατά πρότασιν
του ανθυπολοχαγού του πυροβολικού Παύλου Μελά και του καθηγητού Νικολάου
Πολίτου, το Δ.Σ. της Εταιρίας δεν διελύθη. Απεφασίσθη να συνέρχεται από
καιρού εις καιρόν και να συζητή τα εθνικά ζητήματα, εισηγούμενον
αναλόγους λύσεις εις την εκάστοτε Κυβέρνησιν» (Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, «Ο Μακεδονικός Αγών», Αθήναι 1979, σ.124).
Το πραξικόπημα των κουνιάδων
«ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΙ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ» (2005) | «ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ» (17/10/2004)
↳Το κοινωνικό βάρος δυο οικογενειακών παραδόσεων
άφησε βαθιά ίχνη στις επιλογές του Μελά. Πάνω, ο ίδιος στο πατρικό του
με πέντε από τα έξι αδέρφια του και τον πατέρα του Μιχαήλ. Κάτω,
καθημερινό στιγμιότυπο της κατοικίας των πεθερικών του, σε δική του
λήψη. και η εξοχική έπαυλή του στην Κηφισιά.
Τα επόμενα χρόνια ο Μελάς είναι μια μάλλον γραφική φιγούρα της
αθηναϊκής καλής κοινωνίας. Ακρως ευέξαπτος, παρελαύνει στις εφημερίδες
ως πρωταγωνιστής δύο τουλάχιστον μονομαχιών, στις οποίες κάλεσε ο ίδιος
τους αντιπάλους του: τον φοιτητή της Νομικής Δ.Κ. Λεόντιο (3/7/1903) και
τον συνάδελφο και συνταξιδιώτη του στη Μακεδονία, Γεώργιο Κολοκοτρώνη
(27/5/1904). Η νευρικότητά του εξηγείται πιθανόν από τα οικονομικά
προβλήματά του μετά τον θάνατο του πατέρα του, που τον εξόρισαν από το
Κολωνάκι στην Κηφισιά.
«Η Νάτα έχει πολλάς χρηματικάς δυσκολίας και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα», ενημερώνει επ’ αυτού τον Ιωνα η Εφη Καλλέργη (21/10/1903).
«Οπερ δύσκολον διότι ήτο πάντοτε συνηθισμένη, καθώς και ο Παύλος, να
εξοδεύουν χωρίς να σκέπτονται. Τους λυπούμαι και τους δυο διότι δεν
φαντάζεσαι πόσον ο Παύλος είναι απελπισμένος με τον εαυτόν του και
ρίπτει όλα τα σφάλματα εις την ράχην του» (Αρχείο Ι. Δραγούμη, φ.ΙΒ/5, εγγρ.4).
Σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία, Μελάς και Δραγούμης με μια παρέα πρώην
εταίρων της «Ε.Ε.» βάζουν τα θεμέλια για την ένοπλη ελληνική επέμβαση
στη Μακεδονία κατά του αντιοθωμανικού αντάρτικου των κομιτατζήδων. Η
αλληλογραφία τους δεν αφήνει ωστόσο την παραμικρή αμφιβολία ότι
πραγματικό κέντρο βάρους του ενδιαφέροντός τους δεν ήταν τόσο ο
αλύτρωτος Ελληνισμός όσο οι υπουργικοί διάδρομοι της Αθήνας. Τα σχετικά
τεκμήρια έχουν δημοσιευθεί σε παλιότερο «Ιό» (9/11/2013), οπότε δεν χρειάζεται ν’ αναπαραχθούν εδώ.
Υπενθυμίζουμε, απλά, πως ο Ιων αποκαλεί τον τελικό στόχο τους «πραξικόπημα», με σκοπό την απαλλαγή από τη «σιχαμερή λάσπη [του] κοινοβουλευτισμού» και την κατάληψη της εξουσίας (με την πλάτη του στρατού) από «την δική μας Κυβέρνησιν». Ο Μακεδονικός Αγώνας δεν ήταν, σε τελική ανάλυση, παρά το όχημα για τον αυταρχικό μετασχηματισμό των εθνικών μετόπισθεν: «πρέπει
να κάνωμε ένα πραξικόπημα τη στιγμή που θα είναι αναγκαίο, είτε να
ριχτούμε επί των Βουλγάρων, είτε να καταλάβωμεν την χώραν που μας
ανήκει».
Αδιερεύνητη παραμένει η ακριβής εμπλοκή της Γερμανίας, την οποία
υπαινίσσεται εμμέσως πλην σαφώς στις δικές του αναμνήσεις ο βενιζελικός
ήρωας της Πηνελόπης Δέλτα, καπετάν Νικηφόρος («Ο ναύαρχος Ιωάννης
Δεμέστιχας», Αθήναι 1964, σ.24). Η ανάληψη από το ελληνικό κράτος
«αστυνομικής δράσης» στην οθωμανική επικράτεια, με σκοπό την προσωρινή
σταθεροποίηση του εκεί καθεστώτος που είχε κλονιστεί από την πρόσφατη
εξέγερση του Ιλιντεν, ταίριαζε πάντως γάντι με τη γερμανική πολιτική
εκείνων των χρόνων.
Ο μηχανισμός που οργάνωσε και καθοδήγησε τον Μακεδονικό Αγώνα
ταυτιζόταν επίσης σε επίπεδο προσώπων με τις τότε άκρες του Βερολίνου
στο ελληνικό βασίλειο: συντονιστής της όλης προσπάθειας ήταν ο διάδοχος
Κωνσταντίνος, το δε ημιεπίσημο όργανο του Μακεδονικού Κομιτάτου
(«Εμπρός») μνημονεύεται από τον Γερμανό πρέσβη ως «η εφημερίδα της
[πολεμικής βιομηχανίας] Κρουπ».
Σ’ ένα οικογενειακότερο επίπεδο, διερεύνηση χρειάζεται επίσης ο ρόλος
της Ναταλίας ως αφανούς καθοδηγήτριας τόσο του συζύγου όσο και του
μικρού της αδερφού, όπως διαπιστώνουμε από τη μεταξύ τους αλληλογραφία.
«Η Νάτα απαιτεί ξεμπέρδεμα Τσακαλάρωφ», ενημερώνει λ.χ. στις
26/4/1903 από την Αθήνα ο Μελάς τον Ιωνα, υποπρόξενο τότε στο
Μοναστήρι· ο λόγος για τον Βασίλ Τσακαλάροφ, τον επίφοβο οπλαρχηγό της
ΕΜΕΟ που αποτελούσε το τοπικό (και τοτεινό) ισοδύναμο του δικού μας
Βελουχιώτη.
Η απάντηση του παραλήπτη (13/5/1903) είναι ακόμη πιο εύγλωττη: «Διά
τον Τσακαλάρωφ προσπαθώ να εκτελέσω την επιθυμία της Νάτας, που είναι
και δική μου. Είχαμε μάθει πως τον σκότωσε ο στρατός αλλά δεν είναι
αλήθεια. Θα εξοδέψω χρήματα για τον φόνον του» («Τα Τετράδια του Ιλιντεν», σ.87 & 113).
Το «έπος» του Μίκη Ζέζα
Η δράση του Μελά στη Μακεδονία, που κατέληξε στον θάνατο και την
ηρωοποίησή του, περιλαμβάνει δύο «εισβολές», συνολικής διάρκειας 10
εβδομάδων, από τα σύνορα μέχρι την Πρέσπα και μια ολιγοήμερη ενδιάμεση
«ιδιωτική» επίσκεψή του στην Κοζάνη και τη Σιάτιστα − όλες μέσα στο
1904. Οσο για την πολεμική του δράση, αυτή περιορίστηκε σε μία και
μοναδική, άδοξη συμπλοκή.
◈ Στην
πρώτη, διερευνητική αποστολή (29/2-30/4) μετείχαν 4 αξιωματικοί μ’
επικεφαλής τον Αναστάσιο Παπούλα, μετέπειτα αρχιστράτηγο στη Μικρασία. Ο
Μελάς ήταν το νεότερο και λιγότερο σημαντικό μέλος της· στη μέση της
διαδρομής ανακλήθηκε μάλιστα στην Αθήνα (23/3), καθώς με την ενθουσιώδη
φλυαρία του είχε καρφωθεί στην τουρκική πρεσβεία. (Η επαγρύπνηση δεν
ήταν το φόρτε του: στις 19/9 θα εγκαταλείψει την κάπα
του με ενοχοποιητικές επιστολές του προξένου στο Μοναστήρι -και
μπατζανάκη του- Δημητρίου Καλλέργη, προκαλώντας την ανάκλησή του στην
Αθήνα.) Με οδηγούς τον πρώην κομιτατζή Κότε Ρίστοφ Σάροφσκι («καπετάν
Κώττα») και τους συντρόφους του, οι αξιωματικοί περιόδευσαν σε πέντε
ασφαλή σλαβόφωνα χωριά των Κορεστίων και της Πρέσπας, επιδόθηκαν σε
αντεπαναστατικά κηρύγματα, μοίρασαν δεξιά κι αριστερά 400 λίρες και
κατέληξαν σε διαμετρικά αντίθετα συμπεράσματα. Η διαφωνία τους
επισφραγίστηκε με τη μονομαχία Μελά-Κολοκοτρώνη, ύστερα από εκατέρωθεν
αλληλοδιαβολές στα ανώτατα κλιμάκια της εξουσίας.
◈ Η
δεύτερη και τελευταία αποστολή ξεκίνησε με τον διορισμό του από τον
πρωθυπουργό Θεοτόκη ως «γενικού αρχηγού» των μακεδονομάχων στο βιλαέτι
Μοναστηρίου (14/8). Επικεφαλής 30 ενόπλων πέρασε στις 27/8 τα σύνορα με
κατεύθυνση την περιοχή Καστοριάς-Φλώρινας. «Διά καλό και διά κακό», σημειώνει στην ημιτελή απολογιστική έκθεσή του, «έγραψα
εις τον καϊμακάμην Φλωρίνης επιστολήν, εν η τω εδήλωσα ότι σκοπός μου
μόνον ήτο η τιμωρία των δολοφόνων Βουλγάρων και η προστασία των αδελφών
μας από τας ορδάς αυτών. Οτι ουδένα άλλον θα πειράξω, ότι σέβομαι την
κυβέρνησιν των Οθωμανών και τον στρατόν προ του οποίου θα παραμερίζω,
εκτός εάν κυκλωθώ υπ’ αυτού» (ΔΙΣ 1979, σ.336).
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το πρώτο σκέλος της δράσης του αφορούσε
την οργάνωση του χώρου, με «διευθύνον κέντρο» τη Νέβεσκα (σημ. Νυμφαίο)
και στηρίγματα σε πέντε γειτονικά χωριά. Διόρισε έμμισθους αγγελιοφόρους
και φρουρούς κι ανέλαβε τη μισθοδοσία των «αρματολικών» σωμάτων που
δρούσαν ήδη στο Λέχοβο και τη Νεγκοβάνη με την άδεια των αρχών. Χρήμα
διέθετε άφθονο: στην Αθήνα είχε παραλάβει «επί αποδείξει» 1.400 χρυσά φράγκα και 2.100 ασημένιες δραχμές (Καραμπάτη 2005, σ.155).
Το δεύτερο σκέλος της δράσης του ήταν επιθετικό: «ένοπλη προπαγάνδα»
σε εξαρχικά χωριά, κλείσιμο των ρουμανικών σχολείων στα βλάχικα κι
εκκαθάριση των στελεχών της ΕΜΕΟ. Τα τελευταία αλλού δολοφονούνται
(Πρεκοπάνα), αλλού εξαναγκάζονται να δηλώσουν υποταγή (Σρέμπενο) κι
αλλού εγκαταλείπουν τα χωριά τους για ασφαλέστερα μέρη.
Σε αντίθεση με τη μεταγενέστερη αγιοποίησή του, η εικόνα που
αποτυπώνει στην έκθεσή του ελάχιστα αποκλίνει από τις τρομοκρατικές
πρακτικές των επιγόνων του:
«Διηυθύνθην εις Πρεκοπάναν, όπου εφονεύθησαν αμέσως οι διαβόητοι
Βούλγαροι ιερεύς και διδάσκαλος. [...] Συγκαλέσας τους χωρικούς, ιδία
τους δημογέροντας, συνέστησα εις αυτούς πρώην Ορθοδόξους (διά της βίας
αποσκιρτήσαντας) διά θερμοτάτης ομιλίας να επανέλθωσιν εις την
Ορθοδοξίαν. Τους ηρώτησα να μοι είπωσιν ελευθέρως εάν η συνείδησίς των
είναι Βουλγαρική και αι πεποιθήσεις των σχισματικαί, δηλών ότι θέλω
σεβαστή αυτούς, αλλ’ ότι δεν θα επιτρέψω εις κανένα να πιέζη τους
Ελληνας προς αποσκίρτησιν.
Οι δυστυχείς ούτοι, άλλοι υπό το κράτος του
φόβου, του εκ του φόνου των συγχωριανών των, άλλοι με αγαθήν διάθεσιν με
εβεβαίωσαν ότι η ψυχή των ουδέποτε ησπάσθη ούτε το σχίσμα ούτε τας
Βουλγαρικάς αρχάς και ότι προθύμως θα έκαμνον ό,τι τους διατάξω. Τότε
τοις είπον ότι απαιτώ πρώτον να ορκισθώσιν πίστιν και αφοσίωσιν εις την
Ορθοδοξίαν και δεύτερον να κάμωσι τοιαύτην αναφοράν εις τον Καϊμακάμην
και εις τον Μητροπολίτην. Προς τον τελευταίον δε να μεταβώσιν εντός δέκα
το πολύ ημερών και να ζητήσωσι την αποστολήν ιερέως και διδασκάλου
Ελλήνων. Εδήλωσα δε εις αυτούς ότι τον τυχόν δυστροπούντα εις τα
ανωτέρω, μετά τον όρκον ον μοι έδωσεν, θέλω θεωρήσει ως Βούλγαρον και
επίορκον και τιμωρήσει αναλόγως» (σ.332).
Στα λογοκριμένα αποσπάσματα των επιστολών του παραθέτει διαδοχικά σχέδια εκκαθαρίσεων: στην Μπελκαμένη ένας κομιτατζής «πρέπει να φονευθή» κι ένας «ρουμανίζων και βουλγαρίζων» κάτοικος «να φάγη ξύλο και να εκδιωχθή»· προγραμματίζει επίσκεψη «εις Νεγοβάνι όπως καθαρίσωμεν αυτό και το πλησίον αυτού κείμενον Λέσκοβετς από τα βουλγαρικά τέρατα»· συζητά με τον ηγούμενο της μονής Τσιριλόβου «περί
του τρόπου εξαφανίσεως ενός όστις μόνος τρομοκρατεί ολόκληρον το
Τσιρίλοβον, ενός ιερέως και διδασκάλου -φοβερών κακούργων- εν
Κομανιτσόβω και ενός ομοίου ιερέως εν Χολίστη», αποφαινόμενος ότι «φόνος Βουλγάρων = έργον δικαιοσύνης».
Στην τελευταία επιστολή προς τη γυναίκα του (2/10/1904) καμαρώνει, τέλος, πως «έγινε ο φόβος των Βουλγάρων» κι ότι οι χωρικοί «φοβούνται να έβγουν εις το κλαρί» εναντίον του (σ.405-6).
Ο τελικός απολογισμός ήταν ωστόσο μάλλον απογοητευτικός. Ακολουθώντας
την κλασική συνταγή του αντάρτικου, οι κομιτατζήδες απέφυγαν τη
μετωπική αναμέτρηση με τον Μελά, που περιφερόταν κυριολεκτικά στο κενό.
Αξιοποιώντας το δίκτυό τους στα χωριά, ήταν άλλωστε σε θέση να προχωρούν
σ’ επιλεκτικά χτυπήματα, εξαλείφοντας τις περιορισμένες προσβάσεις των
μακεδονομάχων στις διαφιλονικούμενες κοινότητες. Τα ντόπια πάλι στελέχη
της ελληνικής παράταξης δεν φαίνονταν ιδιαίτερα διατεθειμένα να
στηρίξουν μια ολομέτωπη σύγκρουση.
«Δυστυχώς από το πρόγραμμά μου το εκατοστόν μόνον έκαμα», ομολογεί έτσι ο Μελάς στο ίδιο γράμμα του. «Ερχονται
και μου προτείνουν μ’ ενθουσιασμόν πλήθος ωραίων και μεγάλων σχεδίων.
Εγώ ο δυστυχής κάμνω το σχέδιόν μου, ξεκινώ με βροχήν, με κρύο, με
πείναν και, όταν έλθη η στιγμή της εκτελέσεώς του, ή δεν έρχονται ή με
γελούν παντοιοτρόπως ή και ειδοποιούν τους Βουλγάρους να κρυφθούν» (σ.404-5).
Η απογοήτευση τον ωθεί να τα παρατήσει: ανακοινώνει στους άντρες του πως αποφάσισε «να αφήση μικράς φρουράς ανά 3-4 άνδρας εις τα χωριά της περιφερείας προς άμυναν αυτών μέχρι Μαρτίου», αυτός δε με τους υπόλοιπους «θα ανεχώρει εις Αθήνας και θα επανέρχετο τον Μάρτιον με νέο σώμα»· ζητά ως εκ τούτου να δηλώσουν «ποίοι δεχόμεθα να παραμείνουμε» (Ιωάννης Καραβίτης, «Απομνημονεύματα», Αθήνα 1994, σ.104).
«ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΙ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ» (2005)
Η απρόσμενη άφιξη ενισχύσεων από την Ελλάδα στις 9/10 θ’ αναβάλει
προσωρινά αυτή την άδοξη φυγή − με μοιραίο αποτέλεσμα για τον ίδιο τον
Μελά, η πρώτη μάχη του οποίου στη Μακεδονία (ουσιαστικά: σε όλη τη ζωή του) αποδείχθηκε και η τελευταία.
Στις 11/10 επιτίθεται με 60 ενόπλους στο Νέρετ (σημ. Πολυπόταμος) της
Φλώρινας, με στόχο χωρικούς προγραμμένους ως κομιτατζήδες. Σύμφωνα με
το ημερολόγιο του συμπολεμιστή του Λάκη Πύρζα, ενημέρωσε προηγουμένως
γραπτά τον Ιζέτ Μπέη της Φλώρινας για να καθυστερήσει η επέμβαση των
αρχών· σε αντίθετη περίπτωση, ορμήνεψε τους άντρες του να υποδεχθούν
τους στρατιώτες με τη δήλωση «μπεν Γιουνάν» (είμαι Ελληνας).
Ακολούθησε δίωρη συμπλοκή, με μοναδικό αποτέλεσμα τον φόνο ενός
εξαρχικού χωρικού και τον τραυματισμό ενός Κρητικού. Οταν οι άντρες του
δεν μπόρεσαν να βρουν αρκετό πετρέλαιο για να κάψουν το σπίτι που
πολιορκούσαν, ο Μελάς διέταξε ν’ αποχωρήσουν «για να μην τους πάρει η μέρα», παρά την αντίθετη γνώμη των υπολοίπων (Αρχείο Μελά, φ.3, εγγρ.221).
Η χήρα του λογοκρίνει όλα τα παραπάνω, επινοώντας ανύπαρκτους ανθρωπιστικούς λόγους: ο άντρας της, διαβάζουμε, δεν θέλησε να κάψει το σπίτι «γιατί άκουσε πως ήταν γυναίκες μέσα και παιδιά» (σ.409).
Εξω από το χωριό, οι μακεδονομάχοι δέχονται όμως επίθεση κομιτατζήδων
και το σκάνε κακήν-κακώς. Οι μισοί αποχωρούν και οι υπόλοιποι με τον
Μελά περιφέρονται στα δάση, για να καταλήξουν το επόμενο πρωί στη
Στάτιτσα, χωριό «που διετέλει υπό κομιτατζηδική οργάνωση».
Οι χωρικοί τούς υποθάλπουν κι εν συνεχεία τους καρφώνουν, σαν δήθεν
κομιτατζήδες, στις κοντινότερες τουρκικές αρχές. Τα υπόλοιπα είναι
γνωστά.
Ηρωας του παλαιοκομματισμού
Τον θάνατο του Μελά ακολούθησε ένα επικοινωνιακό ξεσάλωμα, όχι μόνο
του αθηναϊκού αλλά και του επαρχιακού Τύπου· με κάποια δόση υπερβολής,
το «Εμπρός» θα ισχυριστεί μάλιστα πως «η αρχαία Ελλάς και η Ρώμη δεν έσχον ήρωα αγνότερον και μεγαλοφρονέστερον» (19/10).
Ακολούθησαν πανηγυρικά μνημόσυνα σε δεκάδες πόλεις με συμμετοχή των
πολιτικών, στρατιωτικών κι εκκλησιαστικών αρχών, των σχολείων, κάθε
λογής σωματείων και κλείσιμο των καταστημάτων με διαταγή της αστυνομίας.
Η συμβολή των παραδοσιακών μικροκομματικών πρακτικών και πελατειακών
δικτύων σ’ αυτή την πανεθνική, «υπερκομματική» κινητοποίηση είναι ορατή
διά γυμνού οφθαλμού.
Οπως προκύπτει από το αρχείο του Στέφανου Δραγούμη, πάμπολλοι τοπικοί
παράγοντες και κομματάρχες έσπευσαν να του γνωστοποιήσουν τα υμνητικά
αφιερώματα ή την όποια άλλη συμβολή τους στο συλλογικό πένθος για τον
ένδοξο πλέον γαμπρό του. Ο φάκελος των συλλυπητηρίων περιλαμβάνει 521
τεκμήρια, ενώ αυτός των συνημμένων δημοσιευμάτων άλλα 93.
Ο,τι δεν είχε καταφέρει εν ζωή, ο αριστοκράτης ανθυπολοχαγός το πέτυχε με την κοινωνική εμβέλεια του θανάτου του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου