Μέχρι
το 2007-08, πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση,
ο καπιταλισμός -και στον «αναπτυγμένο
βιομηχανικό» κόσμο -στηριζόταν στην
χρόνο με το χρόνο αύξηση της ζήτησης
και του καταναλωτισμού.
Οι
άνθρωποι τρέχανε πίσω από καινούργιο
αυτοκίνητο, καινούργια τηλεόραση ή
πλυντήριο, καινούργιο κινητό ή συνολάκι,
χωρίς βέβαια να αισθάνονταν μεγαλύτερη
ικανοποίηση....
Για παράδειγμα ο μέσος
γερμανός -που υποτίθεται είχε και έχει
τη μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη στην
Ευρώπη κατείχε τηλεόραση, βιβλία, έπιπλά,
κάμερα, ηλεκ. κουζίνα, πλυντήριο, κινητό,
αυτοκίνητο, κομπιούτερ κ.λπ., συνολικά
γύρω στα 10.000 αντικείμενα (σύμφωνα με
την εφημερίδα Die Zeit)[1].
Για
να μπορεί να λειτουργεί ο καπιταλισμός
στη Γερμανία, θα πρέπει οι επιχειρήσεις
να συνεχίζουν να παράγουν τα παραπάνω
αντικείμενα και οι άνθρωποι να
συνεχίζουν να τα αγοράζουν. Αλλά αν
οι περισσότεροι άνθρωποι στον αναπτυγμένο
κόσμο έχουν ήδη αγοράσει από μια φορά
αυτά τα αντικείμενα και αν αυτά ήταν
ανθεκτικά, όσο θα μπορούσαν να είναι,
τότε οι επιχειρήσεις στον καπιταλισμό
δεν θα είχαν μέλλον.
Κάνοντας έρευνα για την ταινία της «Η Ιστορία των Πραγμάτων», η Annie Leonard ανακάλυψε πως από τα υλικά που ρέουν μέσω της οικονομίας του καταναλωτισμού, μόνο 1% παραμένει σε χρήση έξι μήνες μετά την πώληση.
Ακόμα και τα αγαθά που θα περιμέναμε να
διαρκέσουν περισσότερο, σύντομα
καταδικάζονται σε αχρηστία είτε επειδή
είναι προσχεδιασμένη
η αχρήστευσή τους (χαλάνε
γρήγορα), είτε επειδή θεωρείται πως
βγαίνουν εκτός
μόδας.
«Ένα
προϊόν που αρνείται να πεθάνει είναι
καταστροφή για την επιχειρηματική τάξη»
Ο
Χάρης Ναξάκης (συγγραφέας και καθηγητής
οικονομικών στο ΤΕΙ Ηπείρου) στο κείμενό
του «Προγραμματισμένη Βραχυβιότητα - Το πραγματικό πρόσωπο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης»,
αναφέρει
κάποια παραδείγματα
προγραμματισμένου θανάτου προϊόντων:
1)
εκτυπωτές που έχουν ενσωματωμένο ένα
τσιπάκι, το οποίο μετρά τον αριθμό των
εκτυπωμένων σελίδων και δίνει εντολή
για μπλοκάρισμα του εκτυπωτή, όταν αυτές
υπερβούν έναν εκ των προτέρων καθορισμένο
από τον κατασκευαστή αριθμό.
Ένας
πολύ έξυπνος τρόπος αχρήστευσης του
εκτυπωτή, ώστε ο χρήστης του να αναγκασθεί
να αγοράσει καινούργιο.
2)
Στην οροφή ενός πυροσβεστικού σταθμού,
στο Λάιβερμορ της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ,
ανάβει μια λάμπα συνεχώς από το 1901 μέχρι
σήμερα. Γιατί αυτή η λάμπα δεν παράχθηκε
ποτέ μαζικά; Το καρτέλ των εταιρειών
παραγωγής λαμπτήρων, θορυβημένο από
την παρουσία της ενοχλητικής λάμπας,
σε μυστική συνάντηση του στη Γενεύη το
1924 αποφάσισε ότι ο λαμπτήρας αυτός ήταν
ένα επιστημονικό ατύχημα και γι’ αυτό
καθόρισε και επέβαλλε στις εταιρείες
παραγωγής λαμπτήρων ότι η μέση διάρκεια
τους δεν πρέπει να ξεπερνά τις 1.000 ώρες.
3)
Οι επιστήμονες της χημικής βιομηχανίας
Dupont ανακαλύπτουν στο εργαστήριο μια
άφθαρτη κλωστή, μια συνθετική ίνα νάιλον
και με αυτή κατασκευάζουν ένα νάιλον
καλσόν με μεγάλη διάρκεια ζωής. Η
καινοτομία αυτή ποτέ δεν θα πάρει τον
δρόμο της μαζικής παραγωγής ανθεκτικών
καλτσών. Η διοίκηση της εταιρείας έδωσε
την εντολή της απόκρυψης της και της
αντικατάστασής της με μια συνθετική
ίνα λιγότερο ανθεκτική, με προγραμματισμένη
την ημερομηνία θανάτου της.
Η
στρατηγική η οποία υπηρετεί καλύτερα
τον στόχο της μεγιστοποίησης των κερδών
των επιχειρήσεων που παράγουν, είναι
αυτή της αέναης
δημιουργίας νέων αναγκών –και
ταυτόχρονα της δημιουργίας της αίσθησης
του ανικανοποίητου των αναγκών- αλλά
και αυτή της δημιουργικής
καταστροφής, δηλαδή
της προγραμματισμένης απαξίωση των
προϊόντων που ικανοποιούν τις αντίστοιχες
ανάγκες.
Η
προγραμματισμένη
βραχυβιότητα και
ο προγραμματισμένος θάνατος
των
προϊόντων, σχεδιάζεται μέσα από τη
συντόμευση του κύκλου ζωής τους με από
τα πριν περιορισμένη ανθεκτικότητα,
παρόλο που υπάρχουν υλικά και τεχνολογία
που θα μπορούσαν να επιμηκύνουν πολύ
τη διάρκεια ζωής και χρήσης τους.
Η
συντόμευση της ημερομηνίας λήξης των
προϊόντων (βλ. Γ. Κολέμπας, Γ. Μπίλλας, Ο
ανθρωπολογικός τύπος της
αποανάπτυξης - τοπικοποίησης, Εκδόσεις
των Συναδέλφων), η αύξηση του ποσοστού
θανάτου τους, είναι η συνταγή
για να αυξηθεί η ζήτηση των προϊόντων, ζήτηση που ενισχύεται από
τα δάνεια του χρηματοπιστωτικού
συστήματος με στόχο την ανάπτυξη της
οικονομίας.
Και
αυτές τις εξελίξεις ο καπιταλισμός τις
ονομάζει ανάπτυξη
και
πρόοδο:
Να δανειζόμαστε χρήματα για να αγοράζουμε
προϊόντα που είναι προγραμματισμένα
να χαλάσουν σύντομα και να καταλήξουν
στα σκουπίδια. Σαν μέτρο δε της προόδου
να θεωρούμε τον όγκο των απορριμμάτων
που πετάμε στους κάδους, γιατί την εποχή
του καταναλωτικού ηδονισμού και της
κακώς εννοούμενης «ευμάρειας»[2], ο
μοντέρνος καταναλωτής καθορίζεται από
τον όγκο των εβδομαδιαίων του απορριμμάτων.
Στην ουσία, η ανάπτυξη, το ακαθάριστο
εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) των οικονομολόγων,
είναι η αξία των απορριμμάτων που παράγει
μια χώρα σε ένα έτος. Στην ουσία, σε
καπιταλιστικές συνθήκες παραγωγής,
ανάπτυξη
δεν υπάρχει χωρίς βραχυβιότητα. Ούτε
και πολιτισμός χωρίς απορρίμματα.
Και
επειδή «η προγραμματισμένη βραχυβιότητα
δεν είναι εξαίρεση αλλά κανόνας, στην
πολιτισμένη δύση το ανθρωπολογικό
υπόδειγμα είναι ο καταναλωτής που
καταναλώνει για να υπάρχει, που υπάρχει
για να απελευθερώνει όλες τις επιθυμίες
του και να τις καλύπτει με θνησιγενή
αντικείμενα. Για το αυτοαναφορικό άτομο
που δεν έχει υποχρεώσεις άλλα μόνο
δικαιώματα, με υπέρτατο το δικαίωμα να
κάνει πράξη τις ατομικές επιθυμίες του,
ο μόνος τρόπος για να αποκρύπτει από
τον εαυτό του την επίγνωση
της θνητότητας του
είναι να μετατρέπει σε άχρηστα σκουπίδια,
ό,τι κατασκευάζει, νομίζοντας ότι έτσι
αναστέλλει τη δικιά του προγραμματισμένη
βραχυβιότητα.
Και
για αυτό «οι
άνθρωποι ως απορρίμματα θα
είναι το ανώτερο
στάδιο της προόδου». Θα
φροντίσει για αυτό το ίδιο το πλανητικό
οικοσύστημα.
[1]
Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και
εδώ αρκετοί «νεόπτωχοι», που δε μπορούν
να αγοράσουν κάποια ή τίποτα από όλα
αυτά. Είναι οι «καταναλωτές με μειωμένη
αγοραστική δύναμη», όπως χαρακτηρίζονται.
[2]
Τέτοια υπήρχε και στην ελληνική κοινωνία
«προ κρίσης» και μνημονίων
Γιώργος
Κολέμπας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου