Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Τεκμήρια της συνεργασίας του Τρότσκι με τη Γερμανία και την Ιαπωνία...

Σήμερα θα ξεκινήσω την παρουσίαση σε 20 περίπου συνέχειες μιας εργασίας (που μπορείτε να τη βρείτε ολόκληρη εδώ στα αγγλικά σε pdf) του καθηγητή Grover Furr που αποδεικνύει με συντριπτικά στοιχεία ότι ο Τρότσκι συνεργαζόταν με τους ναζί, την άρχουσα τάξη της Γερμανίας και με τους ιάπωνες μιλιταριστές ολόκληρη τη δεκαετία του 1930 και πιο πριν....

Ο leninreloaded πριν 4 περίπου χρόνια είχε μεταφράσει αρκετά αποσπάσματα [123456] αυτής της εργασίας.

Εγώ είπα να την μεταφράσω ολόκληρη επειδή α) έχει επιστημονικό-ιστορικό και πολιτικό ενδιαφέρον, β) επειδή ωρίμασε ο χρόνος να επανεξεταστεί η δήθεν τυραννική “σταλινική περίοδος” γ) για να καταλάβουμε τους λόγους που ο Τρότσκι αντιμετωπίζεται με στοργή και προδέρμ από τα παγκόσμια μουμουέ μέχρι σήμερα.

Το 1ο και 2ο μέρος των αναρτήσεων της σειράς αυτής, είναι η εισαγωγή της εργασίας όπου ενημερώνεται ο αναγνώστης για τη δεοντολογία και τη μεθοδολογία της ιστορικής ανάλυσης. Τα αποδεικτικά στοιχεία όπως μαρτυρίες, επιστολές, ομολογίες, καταθέσεις, έγγραφα και πολλά άλλα, θα παρουσιαστούν στη συνέχεια, στις επόμενες αναρτήσεις που θα κάνω.

Τεκμήρια της συνεργασίας του Τρότσκι με τη Γερμανία και την Ιαπωνία

«Αν ήταν να ξεκινήσει μια αντικειμενική έρευνα για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, ελεύθερη από ιδεολογικούς δογματισμούς, τότε πολλά θα άλλαζαν όσον αφορά τη στάση μας απέναντι σ’ εκείνη την περίοδο και τις προσωπικότητες εκείνης της εποχής. Θα ήταν κάτι σα βόμβα που θα δημιουργούσε ορισμένα προβλήματα…»
Σχης Victor Alsknis, 2000

«Είναι ουσιώδες για τους ιστορικούς να υπερασπίζονται το θεμέλιο λίθο της επιστήμης τους: 
την υπεροχή της απόδειξης. Αν τα κείμενά τους είναι μυθιστορήματα, αφού κάπως έτσι είναι, όπως είναι οι λογοτεχνικές συνθέσεις, το πρωτογενές υλικό γι’ αυτές δεν παύει να είναι αποδείξιμο γεγονός. Το αν υπήρχαν ναζιστικοί θάλαμοι αερίων ή όχι, μπορεί ν’ αποδειχτεί με στοιχεία. Κι επειδή αυτό έχει αποδειχτεί, όσοι αρνούνται την ύπαρξή τους, δεν γράφουν ιστορία, όποιες κι αν είναι οι αφηγηματικές τους τεχνικές»
Eric Hobsbawm 1994, σ.57

«… μπορούμε να καταρρίψουμε ένα μύθο, στο βαθμό μόνο που εξαρτάται από θέσεις τις οποίες μπορούμε ν’ αποδείξουμε εσφαλμένες»
Του ιδίου, σ.60
Grover Furr


Το δοκίμιο αυτό ερευνά τα διαθέσιμα στοιχεία που παρέχουν ενδείξεις ότι ο Λέον Τρότσκι [Lev Davidović BronsteinTrotskyЛев Дави́дович БронштейнТро́цкий – 07.11.1879 (Ελισάβετγκραντ, Ουκρανία, Ρωσ. Αυτοκρ.) – 21.08.1940 (Coyoacán, Μεξικό)] συνεργάστηκε κατά τη δεκαετία του 1930 με γερμανούς και/ή ιάπωνες αξιωματούχους, κυβερνητικούς ή στρατιωτικούς.

Ο Τρότσκι κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε ερήμην (in absentia) γι’ αυτή του τη συνεργασία στις τρεις δημόσιες Δίκες της Μόσχας, το 1936, το 1937 και το 1938 (Show or Public Trials)1. Ο Τρότσκι και ο γιoς του Λέον Σεντόφ2 [Lev Lvović SedovЛев Львович Седов – 1906 (Αγ. Πετρούπολη) – 16.02. 1938 (Παρίσι)] ήταν απόντες ως κατηγορούμενοι και κεντρικές μορφές σ‘ όλες αυτές τις δίκες.

Ο ίδιος ο Τρότσκι διακήρυξε ότι οι κατηγορίες ήταν ψευδείς, αλλά ως το 1956 αυτές οι κατηγορίες είχαν ευρεία αν όχι καθολική αποδοχή.

Νικήτα Χρουστσόφ
Το Φλεβάρη του ίδιου χρόνου, ο Νικήτα Χρουστσόφ [Nikita Sergeyević KhrustchevНикита Сергеевич Хрущёв – 15.04.1894 (Καλινόβκα, Ρωσ. Αυτοκρ.) – 11.09.1971 (Μόσχα, ΕΣΣΔ)] εκφώνησε τον περίφημο “Μυστικό Λόγο” του στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Πέραν από άλλα στοιχεία, που δε θα μας απασχολήσουν εδώ, ο Χρουστσόφ υπονόησε, χωρίς να το ισχυριστεί ανοιχτά, ότι τουλάχιστον ορισμένοι από τους κατηγορούμενους σ’ εκείνες τις δίκες, τιμωρήθηκαν άδικα.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι περισσότεροι από τους κατηγορούμενους, μαζί με χιλιάδες άλλους, “αποκαταστάθηκαν” και κηρύχθηκαν αθώοι.

Από τους διαδόχους του Χρουστσόφ, μεταξύ του 1965 και του 1985, το κύμα
“αποκαταστάσεων” σχεδόν διακόπηκε. Κατόπιν, κατά τη διάρκεια της ηγεσίας Γκορμπατσόφ μεταξύ του 1985 και του τέλους της ΕΣΣΔ το 1991, έλαβε χώρα ένα ακόμα μεγαλύτερο κύμα “αποκαταστάσεων”. Σε κάποιο επόμενο τμήμα της μελέτης αυτής, θα συζητήσουμε ουσιαστικά για την πολιτική και όχι τη νομική φύση που έχει η “αποκατάσταση”.

Ως το τέλος της δεκαετίας του 1980,
σχεδόν όλοι οι κατηγορούμενοι των Δικών της Μόσχας, μαζί με τους κατηγορούμενους της “Υπόθεσης Τουχατσέφσκι” του Μάη-Ιούνη 1937, και πολλοί άλλοι ακόμα, είχαν κηρυχθεί αθώοι.

Βασικές εξαιρέσεις ήταν πρόσωπα όπως ο Γκένριχ Γιαγκόντα και ο Νικολάι Γεζόφ, δύο επικεφαλής της NKVD1, που αναμφίβολα ήταν υπεύθυνοι για μαζικές καταστολές, όπως και πολλοί από τους υφισταμένους τους.

Στην ουσία, ο Τρότσκι κι ο Σεντόφ είναι οι μόνοι από την αντιπολίτευση εκτός NKVD που ποτέ δεν “αποκαταστάθηκαν”. Αλλά η διαγραφή των κατηγοριών κατά των συγκατηγορουμένων τους και οι διακηρύξεις πως όλες οι συνωμοσίες ήταν κατασκευασμένες σημαίνουν ότι και αυτοί στην πράξη έχουν κηρυχθεί αθώοι αν και δεν έχουν νομικά “αποκατασταθεί.”

Στάλιν
Στο μεταξύ, σήμερα υπάρχει ακαδημαϊκή ομοφωνία ότι οι Δίκες της Μόσχας ήταν δήθεν στημένες, ότι οι κατηγορούμενοι ήταν όλοι αθώα θύματα συνωμοσίας, και ότι οι συνωμοσίες για τις οποίες κατηγορήθηκαν οι ίδιοι ήταν επινοήσεις είτε της NKVD είτε του ίδιου του Στάλιν. [Iosif Vissarionović Djugashvili – Stalin – Иосиф Виссарионович Джугашвили – Сталин – 09.12.1879 (Γκόρι, Γεωργία, Ρωσ. Αυτοκρ.) – 05.03. 1953 (Κούντσεβο, ΕΣΣΔ)].

Αυτή η ομοφωνία είναι ένα στοιχείο που συγκροτεί το μοντέλο της κυρίαρχης άποψης της σοβιετικής ιστορίας, κυρίαρχο τόσο στην ίδια τη Ρωσία όσο και εκτός των συνόρων της. Παρόλ’ αυτά, καμία σημαντική ένδειξη δεν υπάρχει ότι οι δίκες ήταν στημένες ούτε ότι οι ομολογίες έγιναν κατόπιν εξαναγκασμού, ενώ την ίδια στιγμή η μεγάλη πλειονότητα του ανακριτικού υλικού που σχετίζεται με τις δίκες, παραμένει απόρρητη στη Ρωσία, μη διαθέσιμη ούτε σε έμπιστους ερευνητές.

Τα σοβιετικά αρχεία “μιλούν”

Κατά τη διάρκεια της ύπαρξης της ΕΣΣΔ και ειδικά από τότε που ανέβηκε στην εξουσία ο Χρουστσόφ το 1953, ελάχιστα έως κανένα ντοκουμέντο δε δημοσιεύτηκε στην ΕΣΣΔ σχετικά με τις Δίκες της Μόσχας και την καταστολή στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ώστε να γίνει διαθέσιμο στους ερευνητές. Ο Χρουστσόφ και οι έγκριτοι ιστορικοί και συγγραφείς έκαναν πάρα πολλές δηλώσεις για την ιστορική αυτή περίοδο αλλά ποτέ δεν έδωσαν πρόσβαση σε κανένα σχετικό στοιχείο σε κανέναν. 
 
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Σε ένα συνέδριο ιστορικών που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβρη του 1962, και μετά από πολλές παρουσιάσεις ομιλητών που προωθούσαν την επίσημη γραμμή Χρουστσόφ για τα ζητήματα της σοβιετικής ιστορίας, ο διοργανωτής του συνεδρίου και μέλος του Διευθυντηρίου (Presidium) Πιότρ Ποσπέλοφ [Pyotr Nikolayevich Pospelov Пётр Николаевич Поспелов20.06.1898 – 22.04.1979] είπε τα εξής:

Πιοτρ Ποσπέλοφ
«Ρωτούν οι φοιτητές εάν ο Μπουχάριν και οι άλλοι ήταν κατάσκοποι ξένων κυβερνήσεων και τι τους συμβουλεύουμε να διαβάσουν. Μπορώ να σας πω ότι αρκεί να μελετήσουν προσεκτικά τα ντοκουμέντα του 22ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ για να μπορέσουν να δουν ότι ούτε ο Μπουχάριν, ούτε ο Ρίκοφ ήταν φυσικά κατάσκοποι ή τρομοκράτες» (ВСЕСОЮЗНОЕ СОВЕЩАНИЕ, σ. 298).

Παρόλο που λέξη προς λέξη τα λόγια του Ποσπέλοφ είναι σωστά, δημιουργούν ωστόσο εσφαλμένες εντυπώσεις.

Στην δίκη του 1938, οι Μπουχάριν και Ρίκοφ δεν καταδικάστηκαν σαν κατάσκοποι οι ίδιοι, αλλά για το ότι ήταν ηγέτες του μπλοκ δεξιών και τροτσκιστών”, το οποίο πράγματι είχε κατασκοπευτική δραστηριότητα. Έτσι λοιπόν, τόσο ο Μπουχάριν όσο και ο Ρίκοφ καταδικάστηκαν επειδή στρατολογούσαν άλλους, εξωθώντας τους σε πράξεις βίας κατά τρίτων, χωρίς να φαίνονται άμεσα μπλεγμένοι οι ίδιοι.

Ο όρος πράξεις βίας” αποδίδεται στα ρώσικα με τον όρο “τρομοκρατίαπου έχει κάπως διαφορετική σημασία απ’ ότι στα αγγλικά.

Επομένως τα λόγια του Ποσπέλοφ είναι σωστά με την έννοια που αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι αναγνώστες – δηλαδή ότι “κατάσκοπος” είναι αυτός που κάνει ο ίδιος κατασκοπία, και “τρομοκράτης” αυτός που διαπράττει ο ίδιος πράξεις βίας.

Αλλά ο Ποσπέλοφ είναι ανακριβής, στο βαθμό που επιθυμεί να περάσει στο ακροατήριό του ότι οι ομολογίες τους καθώς και η ετυμηγορία του δικαστηρίου εναντίον τους ήταν ψευδείς. Επιπλέον, η ερώτηση αφορούσε τον “Μπουχάριν και τους άλλους” – προφανώς όλους τους άλλους κατηγορούμενους της δίκης του 1938 – ενώ ο Ποσπέλοφ περιορίστηκε στο ν’ απαντήσει μόνο για τον Μπουχάριν και το Ρίκοφ.

Στην παράγραφο που ακολουθεί αμέσως μετά απ’ αυτό το απόσπασμα, ο Ποσπέλοφ λέει καθαρά στο ακροατήριό του ότι το μόνο υλικό που πρέπει να διαβάσουν οι ιστορικοί είναι οι ομιλίες του 22ου Συνεδρίου:
«Για ποιο λόγο δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε φυσιολογικές συνθήκες για να δουλέψουμε στο κεντρικό αρχείο του Κόμματος; Δεν μας δίνουν το υλικό που αφορά την δραστηριότητα του ΚΚΣΕ.» Σας απάντησα ήδη.

Στην ουσία, ο Ποσπέλοφ εννοούσε: «Δεν πρόκειται να σας δώσουμε πρόσβαση σε καμία πρωτογενή πηγή».

Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε ως και την διάλυση της ΕΣΣΔ. Χάρη σε ντοκουμέντα που δημοσιεύτηκαν μετά το τέλος της ΕΣΣΔ, μπορούμε πλέον να δούμε ότι ορισμένες από τις ομιλίες του 22ου Συνεδρίου του Κόμματος περιείχαν ρητά ψέματα για την αντιπολίτευση του 1930 – γεγονός που εξηγεί πλήρως γιατί ο Ποσπέλοφ αρνήθηκε να αφήσει τον οποιονδήποτε να δει τα στοιχεία.

Σαν παράδειγμα του βαθμού παραχάραξης που έλαβε χώρα στο 22ο Συνέδριο του Κόμματος και γενικότερα επί
Χρουστσόφ, παραθέτουμε το απόσπασμα του Αλεξάντρ Σελέπιν1 [Alexander Nikolayević Shelepin – Алекса́ндр Никола́евич Шеле́пин 18.08.1918 – 24.10.1994] σε μια επιστολή προς τον Στάλιν, που έγραψε ο γενικός διοικητής του στρατού (Komandarm – βαθμός ακριβώς κάτω από τον στρατηγό) Ιωνάς Ιακίρ – με ημερομηνία 9 Ιουλίου 1937 – κατηγορούμενος για συνεργασία με τη ναζιστική Γερμανία. 
 
Το κείμενο που διάβασε [στο συνέδριο] ο Σελέπιν είναι με έντονη γραμματοσειρά. Το κείμενο που περιείχε η επιστολή (η οποία και δημοσιεύτηκε το 1994) αλλά το οποίο παρέλειψε να διαβάσει ο Σελέπιν είναι με πλάγια γραμματοσειρά.

Μια σειρά κυνικών αποφάσεων των Στάλιν, Καγκανόβιτς, Μολότωφ, Μαλενκόφ και Βοροσίλοφ σχετικά με τις επιστολές και τις δηλώσεις που έκαναν όσοι ήταν φυλακισμένοι, μαρτυρά πόσο σκληρά φέρθηκαν σ’ αυτούς τους ανθρώπους που βρέθηκαν σε προδικαστική έρευνα, ηγετικές μορφές συντρόφων. Για παράδειγμα, όταν ήρθε η σειρά του, ο Ιακίρ – πρώην διοικητής στρατιωτικής επαρχίας – απευθύνθηκε στον Στάλιν με μια επιστολή στην οποία ορκίστηκε για την πλήρη αθωότητά του.

Ορίστε τί έγραφε:
«Αγαπητέ και στενέ σύντροφε Στάλιν. Τολμώ να σου απευθυνθώ με τον τρόπο αυτό επειδή έχω πει τα πάντα, έχω παραιτηθεί από τα πάντα, όμως νομίζω πως είμαι ευγενής πολεμιστής, αφοσιωμένος στο Κόμμα, στο κράτος και στο λαό, όπως ήμουν για πολλά χρόνια. Όλη την ενσυνείδητη ζωή μου την πέρασα με αλτρουϊσμό κι έντιμη εργασία υπό τα βλέμματα του Κόμματος και των ηγετών του – μετά ήρθε η πτώση στον εφιάλτη, στον ανήκεστο τρόμο της προδοσίας…

Τώρα η έρευνα τελείωσε. Έχω κατηγορηθεί επίσημα για προδοσία του κράτους, έχω παραδεχτεί την ενοχή μου, έχω μετανοήσει πλήρως. Έχω απεριόριστη πίστη στη δικαιοσύνη και την ορθότητα της απόφασης του δικαστηρίου και του κράτους… Τώρα που είμαι ειλικρινής σε κάθε μου λέξη, θα πεθάνω με λόγια αγάπης προς εσένα, το Κόμμα και την Πατρίδα, και με απεριόριστη πίστη στην νίκη του κομμουνισμού.»

Ιωνάς Ιακίρ
Έτσι όπως διάβασε την επιστολή ο Σελέπιν, φαίνεται ότι προέρχεται από έναν ειλικρινή κι έντιμο άνθρωπο, που υπερασπίζεται την αθωότητά του. Στην πραγματικότητα όμως ο Ιακίρ [Jona Emmanuilović Yakir – Ио́на Эммануи́лович Яки́р15.08.1896 (Chișinău, Μολδαβία, Ρωσ. Αυτοκρ.) 12.06.1937 (Μόσχα)] , παραδέχτηκε πλήρως την ενοχή του.

(Υπάρχει βέβαια και το θέμα των δύο αποσιωπητικών. Ακόμα και σ’ αυτή τη δημοσιευμένη εκδοχή της επιστολής, υπάρχει παράληψη ενός τμήματος του κειμένου του Ιακίρ.

Εφόσον ο Ιακίρ ομολόγησε εσχάτη προδοσία προς στο κράτος, είναι πιθανό ν’ αναφέρεται σε συνεργασία με τη Γερμανία, με τον Τρότσκι ή πιθανόν με άλλες μυστικές υπηρεσίες. Αυτό το υποθέτουμε, αν κρίνουμε από τη δελεαστική πρόταση στην περίπτωση του Ουρίτσκι, την οποία θα συζητήσουμε εν συντομία λίγο αργότερα. Ο Ιακίρ ήταν ένα από τα πρόσωπα του στρατού που συνεργάστηκαν τόσο με τους Γερμανούς όσο και με τον Τρότσκι.)

Η παραχάραξη εκτείνεται πολύ πέρα από τις ομιλίες του 22ου Συνεδρίου. Τα αρχειακά αποδεικτικά στοιχεία που μας είναι πλέον διαθέσιμα, μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε ότι ο Χρουστσόφ κι αργότερα ο Γκορμπατσόφ, καθώς κι οι ιστορικοί που έγραψαν υπό τις οδηγίες τους, είπαν συστηματικά ψέματα για τα γεγονότα της σταλινικής περιόδου και σε σημείο σχεδόν απίστευτο.

Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, έχει δημοσιευτεί ένας μεγάλος αριθμός ντοκουμέντων από πρώην απόρρητα σοβιετικά αρχεία. Πρόκειται όμως, για πολύ μικρό ποσοστό αυτών που ξέρουμε ότι υπάρχουν. Κυρίως σε ό,τι αφορά την Αντιπολίτευση της δεκαετίας του 1930, τις Δίκες της Μόσχας, τις στρατιωτικές “εκκαθαρίσεις” και την μαζική καταστολή της περιόδου 1937-1938, η τεράστια πλειονότητα των ντοκουμέντων εξακολουθεί να παραμένει απόρρητη, κρυμμένη ακόμα κι απ’ τους προνομιούχους, επίσημους ερευνητές.

Αλλά δεν υπάρχει σύστημα λογοκρισίας χωρίς τις ρωγμές του. Πολλά έγγραφα δημοσιεύτηκαν. Ακόμα κι αυτός ο μικρός αριθμός, μας επιτρέπει να δούμε πως το περίγραμμα της σοβιετικής ιστορίας της δεκαετίας του 1930, είναι πολύ διαφορετικό από την “επίσημη” εκδοχή.

Το ζήτημα του Τρότσκι και της συνεργασίας του με τη Γερμανία και την Ιαπωνία

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας έχουν έρθει στην επιφάνεια πολλά στοιχεία από τα αρχεία της πρώην ΕΣΣΔ τουλάχιστον από την εποχή του Χρουστσόφ, που διαψεύδουν την κυρίαρχη άποψη, που λέει ότι οι κατηγορούμενοι στις Δίκες της Μόσχας και στη στρατιωτική συνωμοσία της “Υπόθεσης Τουχατσέφσκι” ήταν αθώα θύματα που εξαναγκάστηκαν να κάνουν ψευδείς ομολογίες ενοχής.

Έχουμε γράψει αρκετές εργασίες, που είτε δημοσιεύτηκαν είτε είναι υπό δημοσίευση, στις οποίες τονίζουμε ότι σήμερα έχουμε ισχυρά τεκμήρια πως οι ομολογίες δεν ήταν ψευδείς κι ότι οι κατηγορούμενοι στις Δίκες της Μόσχας φάνηκε πως ήταν ειλικρινείς όταν ομολογούσαν συνωμοσία κατά της σοβιετικής κυβέρνησης. Αυτά τα στοιχεία μας οδήγησαν στην παρούσα μελέτη.

Η υπόθεση
 
Λέον Τρότσκι
Ο Λέον Τρότσκι και ο γιός του Σεντόφ καταδικάστηκαν και στις τρεις Δίκες της Μόσχας ως απόντες κατηγορούμενοι. Εάν οι κατηγορίες εναντίον τους και οι ομολογίες των άλλων κατηγορουμένων ήταν κατά βάση ακριβείς, όπως έχει ως τώρα αποδείξει η έρευνά μας, συνεπάγεται ότι ο Τρότσκι βρισκόταν σε συμμαχία με τη φασιστική Γερμανία και τη μιλιταριστική Ιαπωνία.

Τα στοιχεία αυτά μας οδήγησαν στην εξής υπόθεση για την παρούσα μελέτη: ότι μια εξονυχιστική έρευνα των δημοσιευμένων ντοκουμέντων των αρχείων της πρώην ΕΣΣΔ θα εμφάνιζε ακόμα περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία για τη συνεργασία του Τρότσκι με τη Γερμανία και την Ιαπωνία, απ’ όσα παρουσιάστηκαν στις τρεις Δίκες της Μόσχας.

Φτάσαμε να υιοθετήσουμε αυτήν την υπόθεση με βάση το ίδιο πάνω-κάτω σκεπτικό, που ο ανθρωπολόγος Stephen Jay Gould [10.09.1941 – 20.05.2002] περιγράφει με ποιο τρόπο ο συνάδελφός του Peter Ward [1949 – σήμερα] αποφάσισε να δοκιμάσει την ισχύ της “Υπόθεσης Αλβαρέζ”, δηλαδή την καταστροφική εξαφάνιση πολλών ειδών κατά την κρητιδική τριασική περίοδο, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την ως σήμερα ευρέως αποδεκτή θεωρία της σταδιακής εξαφάνισης τόσων μορφών ζωής, πριν από περίπου 60 εκατομμύρια χρόνια.1

Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης πολλών πηγών από τα αρχεία της πρώην ΕΣΣΔ, για άλλα ερευνητικά εγχειρήματα, εντοπίσαμε αρκετά ντοκουμέντα, που φαίνεται πως μας παρέχουν επιπλέον στοιχεία ότι ο Τρότσκι πράγματι συνεργάστηκε με τη Γερμανία.

Ο γιος του Τρότσκι,
Λέον Σεντόφ
Φαίνεται πως μπορούμε να βρούμε πολλά περισσότερα στοιχεία αν επιχειρήσουμε να ψάξουμε πιο επισταμένα. Συνειδητοποιήσαμε ακόμα ότι αν δεν ξεκινήσει κάποιος ν’ αναζητά τέτοια στοιχεία, προφανώς δε θ’ αποκαλυφτούν ποτέ και δεν πρόκειται να μάθουμε ποτέ.

Το γεγονός ότι φτάσαμε να σχηματίσουμε αυτή την υπόθεση, δε σημαίνει καθόλου πως προκαθορίσαμε το αποτέλεσμα της έρευνάς μας. Κάποιου είδους υπόθεση ή “θεωρία” είναι απαραίτητη προϋπόθεση για έρευνα. Ο Gould μας υπενθυμίζει την οξυδερκή δήλωση που έκανε ο Δαρβίνος [Charles Robert Darwin 1809-1882] στον Henry Fawcett το 1861:

Πόσο παράξενο είναι να μην μπορεί να αντιληφθεί κάποιος ότι για να είναι χρήσιμη οποιαδήποτε παρατήρηση θα πρέπει να κινείται υπέρ ή κατά μιας υπόθεσης.

Η παρούσα μελέτη είναι μια “δοκιμασία-τεστ” με την έννοια που δίνει στον όρο ο Gould: “ένα ωραίο παράδειγμα θεωρητικής προσέγγισης” – ο Gould εννοεί εδώ “υπόθεση” – που επιβεβαιώνεται από στοιχεία, που κανένας πιο πριν δεν είχε σκεφτεί να συγκεντρώσει, προτού η ίδια η υπόθεση ζητήσει να τεθεί σε δοκιμασία.

Κρατάμε υπόψη μας την επιφύλαξη που μας συνιστά ο
Gould ότι η δοκιμασία δεν προκαταλαμβάνει την ίδια την έρευνα:
Ας έχουμε υπόψη μας παρακαλώ την ουσιώδη διαφορά μεταξύ του “ζητώ να τεθεί σε δοκιμασία” και του “εγγυώμαι το αποτέλεσμα”. Η δοκιμή κάλλιστα μπορεί ν’ αποτύχει καταδικάζοντας έτσι και τη θεωρητική υπόθεση. Οι καλές θεωρητικές υποθέσεις είναι πρόκληση, αλλά δεν προδικάζουν το αποτέλεσμα.

Καταρχάς, είναι αδύνατο ν’ αποδείξεις μια άρνηση. Αν ο Τρότσκι δεν συνεργαζόταν με τους Γερμανούς ή/και τους Ιάπωνες, τότε δε θα υπήρχαν στοιχεία ότι συνεργάστηκε. Σε αντίθεση με τη φυσική ιστορία, στην ανθρώπινη ιστορία υπάρχει η δυνατότητα της πλαστογράφησης και των ψευδών στοιχείων. Στην παρούσα μελέτη, δίνουμε μεγάλη προσοχή σ’ αυτό το ζήτημα.

Ξεκινήσαμε λοιπόν να δούμε αν μπορούμε να βρούμε κι άλλα στοιχεία που να δείχνουν ότι ο Τρότσκι συνεργάστηκε με τους Γερμανούς και τους Ιάπωνες. Σε κάποιο σημείο της έρευνάς μας, αφού συλλέξαμε πληθώρα τέτοιων στοιχείων αποφασίσαμε να τα μελετήσουμε για να δούμε τι δείχνουν τελικά. Η παρούσα μελέτη είναι το αποτέλεσμα.

Υπάρχουν πολλά στοιχεία που αναφέρονται σε μυστική εμπλοκή του Τρότσκι στις δραστηριότητες της Αντιπολίτευσης μέσα στην ΕΣΣΔ κατά τη δεκαετία του 1930, ξέχωρα από οποιαδήποτε άλλη συνεργασία με τη Γερμανία ή την Ιαπωνία.

Εκτός από τις καταθέσεις των κατηγορουμένων στις Δίκες της Μόσχας έχουμε επίσης αρχειακά έγγραφα από την ανακριτική έρευνα, που επιβεβαιώνουν αυτή τη δραστηριότητα. Η εξέταση όλων αυτών των στοιχείων, υπερβαίνει το σκοπό αυτής ή άλλης μελέτης. Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται αποκλειστικά στα αποδεικτικά στοιχεία της συνεργασίας του Τρότσκι με γερμανούς ή ιάπωνες [κατά περίπτωση] κυβερνητικούς ή στρατιωτικούς αξιωματούχους. 
 
Αφήνουμε στην άκρη, χωρίς να εξετάσουμε τις άλλες κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του Τρότσκι. Οι κατηγορίες για συνεργασία με Γερμανούς και/ή Ιάπωνες ήταν και οι πιο σοκαριστικές. Πάντα αντιμετωπίζονταν με πολύ περισσότερο σκεπτικισμό.

Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας αυτής αφιερώνεται στην παρουσίαση και την ανάλυση μόνο των άμεσων στοιχείων που αφορούν τον Τρότσκι και τους Γερμανούς ή τους Ιάπωνες. Πρόκειται για πολύ στενή προσέγγιση, που αποκλείει μεγάλο μέρος από άλλα, έμμεσα στοιχεία, που ενισχύουν επαληθεύοντας τα άμεσα στοιχεία για την ενοχή του Τρότσκι όσον αφορά την συνεργασία του με τους φασίστες.

Για παράδειγμα, ο Νικολάι Μπουχάριν Nikolai Ivanović Buharin – Никола́й Ива́нович Буха́рин – 09.10.1888 – 15.03.1938] πληροφορήθηκε λεπτομερώς για τις διαπραγματεύσεις και τις συμφωνίες που έκανε ο Τρότσκι με τη Γερμανία και την Ιαπωνία από τον Καρλ Ράντεκ. Ο Μπουχάριν δεν επικοινώνησε ποτέ απευθείας με τον Τρότσκι ή τον Σεντόφ για το θέμα αυτό. Δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος να αμφιβάλλουμε ότι ο Ράντεκ τον πληροφόρησε για την συνεργασία αυτή του Τρότσκι.

Νικολάι Μπουχάριν
Επιβεβαιώνοντας τη μαρτυρία του Ράντεκ στο θέμα αυτό – ο Μπουχάριν συμφωνεί ότι ο Ράντεκ του το είχε πει, όπως άλλωστε κατέθεσε κι ο ίδιος ο Ράντεκ, οπότε ο Μπουχάριν επιβεβαιώνει εδώ την ειλικρίνεια του Ράντεκ – ο Μπουχάριν εμμέσως δείχνει να επιβεβαιώνει όσα του είπε ο Ράντεκ για τον Τρότσκι και όσα ο Ράντεκ είπε πως έμαθε από πρώτο χέρι απ’ τον ίδιο τον Τρότσκι. Επομένως, η μαρτυρία του Μπουχάριν επιβεβαιώνει ότι ο Ράντεκ έλεγε αλήθεια σε αυτή την περίπτωση κι αυτό αυξάνει την αξιοπιστία του Ράντεκ και σε άλλα θέματα, περιλαμβανομένων των επαφών του με τον Τρότσκι και τι του είπε ο Τρότσκι.

Αλλά εδώ θα εξετάσουμε μόνο τη μαρτυρία του Ράντεκ και όχι του Μπουχάριν. Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται, μπορεί να συμβουλευτεί την προηγούμενη μελέτη μας για τον Μπουχάριν (Furr και Bobrov 2007). Σε κάποια σημεία παραθέτουμε τα συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία, κυρίως χάριν του ευρύτερου πλαισίου της άμεσης απόδειξης.

Αντικειμενικότητα και πειστικότητα

Η πολιτική προκατάληψη συνεχίζει να κυριαρχεί στη μελέτη της σοβιετικής ιστορίας. Συμπεράσματα, που έρχονται σε αντίθεση με την κυρίαρχη άποψη, συνήθως απορρίπτονται ως προκατειλημμένα ή ανεπαρκή. Συμπεράσματα, που αμφισβητούν τις κατηγορίες κατά του Στάλιν ή υπαινιγμοί που τον θέλουν “καλό” ή “λιγότερο κακό” από το μοντέλο της άποψης που έχει επικρατήσει, αποκαλούνται “σταλινικά”. Κάθε αντικειμενική μελέτη των στοιχείων που διαθέτουμε, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί “σταλινική” μόνο και μόνο επειδή φτάνει σε συμπεράσματα που δεν είναι πολιτικά αποδεκτά απ’ όσους έχουν μεγάλες πολιτικές προκαταλήψεις, είτε αυτές είναι γενικά αντικομμουνιστικές είτε εν προκειμένω τροτσκιστικές.

Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να εξετάσει, με βάση τα στοιχεία που διαθέτουμε σήμερα, τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν στην ΕΣΣΔ κατά τη δεκαετία του 1930, πως ο Λέον Τρότσκι συνεργάστηκε με τη Γερμανία και την Ιαπωνία εναντίον της ΕΣΣΔ. Η μελέτη αυτή δεν είναι “εισαγγελική ετυμηγορία” κατά του Τρότσκι. Ούτε είναι προσπάθεια ν’ αποδείξουμε την ενοχή του ότι συνωμοτούσε με τους Γερμανούς και τους Ιάπωνες. Ούτε είναι απόπειρα υπεράσπισης του Τρότσκι εναντίον τέτοιων κατηγοριών.

Προσπαθήσαμε πολύ να κάνουμε αυτό που κάνει κι ένας ανακριτής στην περίπτωση ενός εγκλήματος, που δεν είναι με το μέρος κανενός, δεν έχει δηλαδή ειλημμένη θέση (parti pris) και το μόνο που επιδιώκει είναι να διαλευκάνει το έγκλημα. Ακριβώς αυτό που κάνουν κι οι ιστορικοί που ερευνούν το απώτερο παρελθόν ή την ιστορία άλλων χωρών εκτός της Σοβιετικής Ένωσης.

Πραγματικά επιθυμούμε να πείσουμε τον αμερόληπτο, αντικειμενικό αναγνώστη ότι έχουμε διεξαγάγει μια έντιμη και επαρκή έρευνα. Ήτοι, ότι κάναμε τα εξής:
Συγκεντρώσαμε όλα τα στοιχεία που μπορέσαμε να βρούμε και που στηρίζουν τον ισχυρισμό ότι ο Τρότσκι συνεργάστηκε με τους Γερμανούς και τους Ιάπωνες.

Συγκεντρώσαμε όλα τα στοιχεία “διάψευσης” – οποιοδήποτε “άλλοθι” υπήρξε του Τρότσκι ή του γιου του και βασικού πολιτικού συνεργού του Λέον Σεντόφ. Και το κάναμε αυτό, πρωτίστως, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στην κατάθεση του Τρότσκι κατά την ακρόασή του στην Επιτροπή Dewey το 1937, όπου ο ίδιος ανέλαβε την υπεράσπισή του.

Μελετήσαμε όλα αυτά τα στοιχεία προσεκτικά και με ειλικρίνεια.

Αντλήσαμε τα συμπεράσματά μας βάσει αυτών των στοιχείων.

Επιθυμούμε να πείσουμε τον αντικειμενικό αναγνώστη ότι καταλήξαμε στα συγκεκριμένα συμπεράσματα βάσει των αποδεικτικών στοιχείων και της ανάλυσής τους και για κανέναν άλλο λόγο, όπως από πολιτική προκατάληψη. Δεν έχουμε σκοπό να δικάσουμε ή να καταδικάσουμε τον Τρότσκι. Απ’ την άλλη, παραμένουμε έτοιμοι να δεχτούμε ότι ο Τρότσκι δεν συνεργάστηκε με τη Γερμανία και την Ιαπωνία εάν, στο μέλλον, παρουσιαστούν περισσότερα στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι αυτές οι κατηγορίες ήταν εσφαλμένες.

Ο ρόλος του σωστού σκεπτικισμού

Σ’ αυτή τη μελέτη προσπαθήσαμε να προβλέψουμε τυχόν ενστάσεις επιφυλακτικής κριτικής. Ακριβώς ό,τι πρέπει να κάνει και κάθε προσεκτικός κι αντικειμενικός ερευνητής, και ακριβώς ό,τι πρέπει να κάνει τόσο η εισαγγελία όσο κι η υπεράσπιση σε κάθε ποινική έρευνα, με τα στοιχεία και την ερμηνεία τους.

Στην αρχή της μελέτης, παρουσιάζουμε εκτενή αναφορά των στοιχείων. Στο κύριο μέρος της μελέτης, ακολουθούμε κριτική εξέταση στην παρουσίαση κάθε στοιχείου. Στο τελευταίο τμήμα με τον τίτλο “Συμπέρασμα”, ο αναγνώστης θα βρει μια ανασκόπηση και μια αντίκρουση των πιθανών ενστάσεων, όπως ταιριάζει σε μια αιχμηρή αλλά αμερόληπτη κριτική.

Γνωρίζουμε επίσης, πως υπάρχει μια μικρή μερίδα αναγνωστών για τους οποίους τα αποδεικτικά στοιχεία είναι άνευ σημασίας, για τους οποίους – ας το θέσουμε ευγενικά – δεν είναι θέμα αποδείξεων αλλά πεποιθήσεων ή πίστης.

Θα συζητήσουμε τα επιχειρήματα που θα τεθούν απ’ αυτή τη μερίδα, στο κεφάλαιο με τίτλο “Αντικειμενικότητα και διάψευση”. Σε οποιαδήποτε ιστορική έρευνα καθώς και σε οποιαδήποτε ποινική υπόθεση, οι “πεποιθήσεις” και τα “πιστεύω” είναι άσχετα με την πραγματικότητα ή μη της υπόθεσης. Εξ ορισμού, μια πεποίθηση που δεν στηρίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία, δεν μπορεί ν’ ανατραπεί ούτε με καλά επιχειρήματα ούτε με αποδεικτικά στοιχεία.

Παρόλ’ αυτά, όσοι δεν είναι ικανοί ν’ αμφισβητήσουν τις ιδεοληψίες τους, μπορεί ωστόσο να προκληθούν από τις ίδιες τους τις προκαταλήψεις και να ρίξουν ιδιαίτερα κριτική ματιά στα στοιχεία βρίσκοντας τυχόν αδυναμίες στην ερμηνεία τους, οι οποίες πιθανόν να διαφεύγουν από το μάτι άλλων αναγνωστών, που δε βάζουν τέτοια ερωτηματικά. Μερικές φορές, τέτοιες ενστάσεις από άλλη οπτική γωνία είναι αξιοπρόσεχτες. Προσπαθήσαμε πάρα πολύ να προβλέψουμε και ν’ αντιμετωπίσουμε τέτοιες ενστάσεις με ικανοποιητικό τρόπο.

Περί αποδεικτικών στοιχείων

Προτού προχωρήσουμε στην παρουσίαση και τη μελέτη των νέων αρχειακών ντοκουμέντων, πρέπει να συζητήσουμε το ζήτημα της απόδειξης. Εφόσον τα έγγραφα είναι υλικά αντικείμενα – στην περίπτωσή μας γραμμένα σε χαρτί – ο όρος “απόδειξη” είναι σχετική έννοια. Μας απασχολεί η έρευνα του εξής ισχυρισμού: ότι ο Τρότσκι συνωμότησε με γερμανούς και/ή ιάπωνες αξιωματούχους. Ο σκοπός μας λοιπόν είναι να μαζέψουμε και να μελετήσουμε στοιχεία που δείχνουν ότι ο Τρότσκι ενήργησε φερόμενος ως ύποπτος συνωμοσίας.

Δεν υπάρχουν απόλυτες αποδείξεις. Οποιοδήποτε στοιχείο μπορεί να είναι παραποιημένο. Οποιαδήποτε δήλωση – ομολογία ενοχής, άρνηση ενοχής, ο ισχυρισμός κάποιου ότι βασανίστηκε ή ότι πιέστηκε με οποιονδήποτε τρόπο – μπορεί να είναι αληθής ή ψευδής, μια προσπάθεια του ομιλητή (ή του συγγραφέα) να πει την αλήθεια όπως τη θυμάται μπορεί και να είναι εσκεμμένο ψέμα. Έγγραφα ενδέχεται να είναι πλαστογραφημένα και στην περίπτωση της σοβιετικής ιστορίας, έχουν συχνά πλαστογραφηθεί. Ψεύτικα χαρτιά, μερικές φορές έχουν εισαχθεί σε αρχεία με σκοπό να “ανακαλυφθούν”. Ή μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι κάποιο στοιχείο βρέθηκε σ’ ένα αρχείο, ενώ δεν υπήρχε. Φωτογραφίες επίσης μπορούν να πλαστογραφηθούν. Αυτόπτες μάρτυρες μπορεί να ψεύδονται και ούτως ή άλλως, οι αυτόπτες μάρτυρες πλανώνται τόσο συχνά, που τέτοιες αποδείξεις κατατάσσονται στις λιγότερο αξιόπιστες. Θεωρητικά δεν υπάρχει αυτό που λέμε “όπλο που καπνίζει” (smoking gun)αποδεικτικό στοιχείο τόσο ξεκάθαρα αυθεντικό και ισχυρό που να μην μπορεί ν’ αμφισβητηθεί. 
 
Τα ζητήματα ταυτοποίησης, συλλογής, μελέτης κι εξαγωγής ορθών συμπερασμάτων από τα αποδεικτικά στοιχεία, είναι παρόμοια και στην έρευνα ποινικών υποθέσεων και στην ιστορική έρευνα. Κι αυτό αληθεύει πραγματικά, ειδικότερα όπως στην περίπτωσή μας που η έρευνα γίνεται για ένα έγκλημα που διαπράχθηκε στο παρελθόν. Αλλά υπάρχουν σημαντικές διαφορές και προέχει να είμαστε ξεκάθαροι.

Στο ποινικό δικαστήριο, ο κατηγορούμενος έχει συγκεκριμένα δικαιώματα. Το δικαστήριο έχει πεπερασμένο χρόνο για την απόφασή του, μετά την οποία ο κατηγορούμενος είτε καταδικάζεται είτε αθωώνεται οριστικά. Ο κατηγορούμενος θα πρέπει να χαίρει πιθανής απόφασης αθώωσής του καθώς και του οφέλους που μπορεί να έχει στην περίπτωση εύλογων αμφιβολιών.

Εν τω μεταξύ, οι δικαστές κι οι εισαγγελείς, θεωρητικά, θα ‘πρεπε να ενδιαφέρονται όχι μόνο να περατώσουν μια καταδικαστική ή μη απόφαση, αλλά να απονείμουν δικαιοσύνη. Από τη στιγμή που έχουν πειστεί επαρκώς ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος, το χρέος τους είναι ν’ αποσύρουν τις κατηγορίες και ν’ απαλλάξουν τον κατηγορούμενο, ακόμα κι αν είναι σε θέση να επηρεάσουν τους ενόρκους να τον καταδικάσουν. Οι πρακτικές αυτές στοχεύουν στην προστασία ενός αθώου κατηγορούμενου από άδικες ποινές και καταδικαστικές αποφάσεις.

Οι ιστορικοί βρίσκονται σε αρκετά διαφορετική θέση. Οι πεθαμένοι δεν έχουν τέτοιου είδους δικαιώματα (ή κάτι σχετικό) που πρέπει να υπερασπιστούν. Επομένως, ο ιστορικός δε χρειάζεται ν’ ανησυχεί μήπως καταδικάσει κάποιον αθώο ή απαλλάξει κάποιον ένοχο βάσει “λογικών αμφιβολιών” ή κάτι τέτοιο. Σε αντίθεση με τη δικαστική ετυμηγορία, κανένα συμπέρασμα δεν είναι οριστικό. Η ιστορική ανάγκη για έρευνα δεν τελειώνει ποτέ. Η έρευνα θα ξαναπιάνεται κάθε φορά που αποκαλύπτονται νέα στοιχεία ή όταν φτάνουμε σε νέες ερμηνείες των παλαιότερων στοιχείων. Και όντως, αυτό κάνουμε στην παρούσα εργασία. Ερευνούμε το εάν ο Τρότσκι συνεργάστηκε με γερμανούς και ιάπωνες αξιωματούχους υπό το φως νέων ιστορικών πηγών, ενώ την ίδια στιγμή επανεξετάζουμε τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας εδώ και πολλά χρόνια.

Η αναγνώριση στοιχείων, ο εντοπισμός τους, η συλλογή τους κι ακόμα η μελέτη και η ερμηνεία τους είναι δεξιότητες που μαθαίνονται. Η πιο δύσκολη ωστόσο και σπάνια δεξιότητα στην ιστορική έρευνα είναι η προσοχή στην αντικειμενική κρίση.

Ένας ερευνητής για να βγάλει σωστά συμπεράσματα – διαπιστώσεις που βρίσκονται πιο κοντά στην αλήθεια από άλλες διαπιστώσεις πάνω σ’ ένα θέμα – θα πρέπει πρώτα να θέτει ερωτήματα και ν’ αμφιβάλλει για όποιες προϋπάρχουσες αντιλήψεις και προκαταλήψεις μπορεί να έχει για το υπό εξέταση θέμα. Αυτές οι προϋπάρχουσες αντιλήψεις και προκαταλήψεις πιθανόν να τον κατευθύνουν σε υποκειμενική ερμηνεία των αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως, ο ερευνητής πρέπει να προσέχει ιδιαίτερα τα βήματά του, φροντίζοντας να μη γίνει κάτι τέτοιο.

Και μπορεί να τα καταφέρει. Οι τεχνικές είναι γνωστές κι εφαρμόζονται ευρέως στις φυσικές και τις κοινωνικές επιστήμες. Και μπορούμε να τις υιοθετήσουμε και στην ιστορική έρευνα. Αν δεν εφαρμόσουμε τέτοιες τεχνικές, ο ιστορικός αναπόφευκτα, θα παρασυρθεί πολύ μακριά από την αντικειμενική κατανόηση των πηγών, εξαιτίας των δικών του προϋπαρχουσών απόψεων και προκαταλήψεων.

Κάτι τέτοιο, δε μπορεί παρά να εγγυάται εσφαλμένα συμπεράσματα, ακόμα κι αν έχει στην κατοχή του τα καλύτερα αποδεικτικά στοιχεία κι όλες τις απαραίτητες δεξιότητες για την ανάλυσή τους.

Πουθενά αλλού η αφοσίωση στην αντικειμενικότητα δεν είναι τόσο ουσιώδης ή λιγότερο εμφανής όσο στη σοβιετική ιστορία της σταλινικής περιόδου. Καθώς είναι αδύνατο ν’ αποκαλύψουμε την αλήθεια χωρίς προσήλωση στην αντικειμενικότητα, αυτή η μελέτη προσπαθεί να είναι αντικειμενική. Τα συμπεράσματά της θα δυσαρεστήσουν, ακόμα και θα εξοργίσουν πάρα πολλούς, οι οποίοι αντί να προσηλώνουν τη σκέψη τους στην αντικειμενικότητα και την αλήθεια, υπερασπίζονται το μύθο του Τρότσκι ως έντιμου επαναστάτη ή την άποψη που κυριαρχούσε επί Ψυχρού Πολέμου – δηλαδή αυτή του αντικομμουνιστικού προτύπου της σοβιετικής ιστορίας.

Βεβαίως, δεν ισχυριζόμαστε ότι βρήκαμε όλες τις αποδείξεις που υπάρχουν. Είναι εξαιρετικά πιθανό να υπάρχουν πολύ περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία, αφού η μεγάλη πλειονότητα των πρωτογενών πηγών και των ντοκουμέντων που αφορούν την Αντιπολίτευση της δεκαετίας του 1930, δεν έχουν αποχαρακτηριστεί ακόμα ούτε στη Ρωσία ούτε στα μετασοβιετικά κράτη κι έτσι δεν είναι προσβάσιμα σε κανέναν ερευνητή.
Παρόλ’ αυτά σήμερα διαθέτουμε πάρα πολύ υλικό. Κατά την κρίση μας, τα αποδεικτικά στοιχεία είναι υπεραρκετά για να βγει το συμπέρασμα ότι πράγματι ο Τρότσκι συνεργάστηκε με τη Γερμανία και την Ιαπωνία, πάνω-κάτω με τον τρόπο που η σοβιετική κυβέρνηση του απήγγειλε τις σχετικές κατηγορίες, τη δεκαετία του 1930.
Τώρα, για ποιο λόγο το έκανε αυτό ο Τρότσκι, είναι ένα ερώτημα που αξίζει να το σκεφτούμε. Προσθέσαμε μερικές δικές μας σκέψεις γι’ αυτό, προς το τέλος της μελέτης μας.

 

Μέρος 2ο  →

——————————————————
Οι Δίκες της Μόσχας ονομάζονται συχνά και Show Trials ή Public Trials, αλλιώς Λαϊκά Δικαστήρια. Συχνά έπαιρναν τα ονόματα του ενός ή των δύο βασικών κατηγορουμένων. Έτσι, η δίκη της 19ης – 24ης Αυγούστου του 1936 συχνά αποκαλείται “Δίκη Ζηνόβιεφ-Κάμενεφ”. Εκείνη της 23ης – 30ής Γενάρη του 1937 “Δίκη Πιατακόφ-Ράντεκ”. Εκείνη της 2ης – 13ης Μάρτη του 1938 “Δίκη Μπουχάριν-Ρίκοφ”.Οι επίσημες ονομασίες αυτών των δικών είναι οι εξής: Του Αυγούστου του 1936: “Υπόθεση του τροτσκιστικού-ζηνοβιεφικού πυρήνα τρομοκρατίας”. Του Γενάρη του 1937: “Υπόθεση του αντισοβιετικού τροτσκιστικού πυρήνα”. Του Μάρτη του 1938: “Υπόθεση του αντισοβιετικού μπλοκ δεξιών και τροτσκιστών”
Ο Λέον Σεντόφ πέθανε στις 16 του Φλεβάρη 1938, λίγο πριν την τρίτη Δίκη της Μόσχας. Στις καταθέσεις ορισμένων κατηγορούμενων, είχε συνέχεια πρωταρχική θέση, όπως ακριβώς κι ο πατέρας του.
NKVD – Λαϊκή Επιμελητεία (Υπουργείο) Εσωτερικών Υποθέσεων, που ασχολούταν με την εθνική ασφάλεια και τις πολιτικές λειτουργίες της αστυνομίας.
Αλεξάντερ Σελέπιν. Επικεφαλής της KGB (Επιτροπή Κρατικής Ασφάλειας –Комитет государственной безопасности -КГБ). Η KGB διαδέχτηκε την NKDV.
Οι παρατηρήσεις του Σελέπιν είναι από το λόγο του στο 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, Πράβντα, 27 Οκτ. 1961. σελ. 10. § 3-4. XXII S”ezd Kommunisticheskoi Partii Sovetskogo Soiuza. 17-31 oktiabria 1961 goda. Stenograficheskii Otchet (Moscow, 1962). II, 403.
Τ
α αποσπάσματα της επιστολής που παρέλειψε ο Σελέπιν, εδώ με έντονη γραμματοσειρά, βρίσκονται στην πλήρη έκδοση της Σπράβκα (Справка) του δεύτερου μέρους της Έκθεσης Σβέρνικ (Шверник) το 1963-64 που πρωτοδημοσιεύτηκε στο военноисторически архив 1 (1993), σήμερα παρατίθενται κανονικά στον τόμο Ρεαμπιλιτάτσια (Ρеабилитация) Как это было (Πώς έγινε) τόμος 2 (2003) σ. 688
Stephen Jay Gould. Dinosaurs in the Haystack. Natural History 101 (March 1992): 2-13. Online at <http://www.stephenjaygould.org/library/gould_dinosaurs-haystack.html> and <http://www.sjgarchive.org/library/text/b16/p0393.htm<>.
Letter 3257 – Darwin, C. R. to Fawcett, Henry, 18 Sept [1861]. At <http://www.darwinproject.ac.uk/entry-3257>.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...