Σάββατο 19 Μαΐου 2018

Η επανάσταση του Ίλιντεν το 1903 - (Μακεδονική σαλάτα και οι μεγάλες δυνάμεις)

Στις 20 Ιουλίου 1903 (με το παλαιό ημερολόγιο), ημέρα εορτής του προφήτη Ηλία, ξέσπασε στη Μακεδονία η επανάσταση που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Ίλιντεν (Илинден).
Το Ίλιντεν προετοιμάστηκε μεθοδικά από την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ στα ελληνικά), γνωστή στους Μακεδόνες ως Внатрешна Македонска Револуционерна Организација....
  

(Βνάτρεσνα Μακέντονσκα Ρεβολουτσιόνερνα Οργκανιζάτσια ή ΒΜΡΟ) και στην Ευρώπη ως Internal Macedonian Revolutionary Organisation (IMRO). Η συμμετοχή του αγροτικού χριστιανικού πληθυσμού, τόσο του εξαρχικού όσο και του πατριαρχικού, ήταν σχεδόν καθολική στις περιοχές όπου ξέσπασε η επανάσταση (κυρίως στη Δυτική Μακεδονία).
Το ΄Ιλιντεν2 αντιμετωπίστηκε εχθρικά από το ελληνικό κράτος, τα προξενικά όργανα του οποίου συνεργάστηκαν με τους Οθωμανούς για την κατάπνιξή του. Η έκρηξη ενός επαναστατικού κινήματος που αγωνιζόταν για τη δημιουργία ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους τρόμαξε το ίδιο Οθωμανούς και Έλληνες. Οι πρώτοι έχαναν το ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας τους και οι δεύτεροι την κληρονομιά από πιθανή αποσύνθεση του μεγάλου άρρωστου αδελφού.
Η επανάσταση του Ίλιντεν πνίγηκε στο αίμα. Πατριαρχικός κλήρος και σπιούνοι της ελληνικής κυβέρνησης τέθηκαν στην υπηρεσία του οθωμανικού στρατού και των βαζιβουζούκων. Πυρπολήσεις χωριών, φόνοι άμαχων γυναικόπαιδων και πλιάτσικο των πάντων, ήταν η απάντηση του οθωμανικού κράτους. Όλη η Ευρώπη βρέθηκε στο πλευρό των μακεδόνων επαναστατών, εκτός της Ελλάδας που τους αποκήρυξε και τους συκοφάντησε.
Ο έλληνας αναγνώστης που θα προσφύγει σήμερα στην ελληνική περί μακεδονικού βιβλιογραφία, θέλοντας να σχηματίσει μια άποψη για το ΄Ιλιντεν, θα διαβάσει τα εξής ψεύδη:
α) Το Ίλιντεν ήταν ένα βουλγάρικο κίνημα που εκδηλώθηκε στη δυτική Μακεδονία το καλοκαίρι του 1903.
β) Πήραν μέρος σ’ αυτό κυρίως σλαβόφωνοι σχισματικοί (εξαρχικοί) αγρότες καθοδηγούμενοι από τους κομιτατζήδες.
γ) Ελάχιστοι πατριαρχικοί (σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι αλβανόφωνοι) συμμετείχαν στο ΄Ιλιντεν, κι αυτοί εξαναγκασμένοι από τα κομιτάτα, υπό την απειλή του θανάτου.
δ) Οι αντάρτες χτύπησαν βίαια τόσο τον άμαχο μουσουλμανικό πληθυσμό, όσο και τους πατριαρχικούς.
ε) Τα αιματηρά αντίποινα του οθωμανικού στρατού ήταν αναμενόμενα από την ηγεσία του κινήματος και μάλιστα επιδιωκόμενα, ώστε να προκαλέσουν την ανάμιξη των μεγάλων δυνάμεων της εποχής για την επιβολή μεταρρυθμίσεων.
στ) Σε τελευταία ανάλυση το κίνημα του Ίλιντεν δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επανάσταση ή λαϊκή εξέγερση.
Όλοι οι έλληνες συγγραφείς που έγραψαν κάτι για το ΄Ιλιντεν, συμφωνούν λίγο ως πολύ στα παραπάνω σημεία, τα οποία και συνιστούν την ελληνική θέση. Η θέση αυτή ωστόσο υπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες και είναι ενταγμένη στην ελληνική προπαγανδιστική συνολική άποψη του ελληνικού κράτους για το μακεδονικό ζήτημα.
Γιατί το Ίλιντεν πρέπει να είναι βουλγαρικό και ψευδεπανάσταση, το αποκαλύπτει ο κορυφαίος αντιμακεδόνας προπαγανδιστής και για δεκαετίες σύμβουλος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών Ευάγγελος Κωφός, σε εισήγησή του στο συμπόσιο για τα ογδόντα χρόνια του μακεδονικού αγώνα, που συνδιοργάνωσαν το 1984, το ΙΜΧΑ, η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα:
Η εξέγερση του Ίλιντεν έχει πάρει πλέον διαστάσεις στη γιουγκοσλαβομακεδονική ιστοριογραφία ανάλογες εκείνων της αμερικανικής, της γαλλικής και της ελληνικής επανάστασης, γράφει ο Κωφός. Έχει επίσης - συνεχίζει - περιβληθεί το μύθο συγκλονιστικού έπους, που συνδυάζει την παλλαϊκή εξέγερση ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία και την ιδεαλιστική ενατένιση μιας δημοκρατικής και ισόνομης κοινωνίας, με την ενεργητική προβολή της εθνικής ιδιαιτερότητας του "μακεδονικού" λαού. [Και όλα αυτά εξυπηρετούν] όχι μόνο τη σχετική φιλολογία για τη γέννηση του "μακεδονικού" έθνους, αλλά και προσπάθεια απάλειψης οποιασδήποτε βουλγαρικής σύνδεσης μ’ αυτό”.3
Αν επομένως ενοχλεί το ιστορικό γεγονός μιας λαϊκής μακεδονικής επανάστασης (γιατί εντάσσεται στη διαδικασία της μακεδονικής εθνογένεσης), το υποβαθμίζεις σε βουλγαρική ψευτο - εξέγερση. Στην περίπτωση δηλαδή του ΄Ιλιντεν, η ελληνική ιστοριογραφία εφαρμόζει για πολλοστή φορά το αγαπημένο της δόγμα: εάν τα γεγονότα δεν συμφωνούν μαζί μας, τότε τόσο το χειρότερο για τα γεγονότα.
Το Ίλιντεν είναι πράγματι για τους Μακεδόνες σημείο αναφοράς και σύμβολο αγώνα, συνδεόμενο με τον εθνικό αυτοκαθορισμό (σύμφωνα με τις σύγχρονες περί έθνους αντιλήψεις). Αποτελεί την κορυφαία πράξη του αντιοθωμανικού λαϊκού επαναστατικού μακεδονικού κινήματος, που προηγείται και προκαλεί τη μισθοφορική ελληνική αντεπαναστατική επέμβαση, τον ελληνικό δηλαδή αντιμακεδονικό αγώνα.
Ίωνας προς Στέφανο Δραγούμη:
Αγαπητέ μπαμπά έχομεν σλαυικήν επανάστασιν εν Μακεδονία

Στο κεφάλαιο αυτό, το Ίλιντεν ανασυντίθεται με βάση τα σχετικά ανέκδοτα ντοκουμέντα του ιστορικού αρχείου του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Το υλικό αυτό έχουν χρησιμοποιήσει με επιλεκτικές αναφορές και επιλεκτικότερες αποκρύψεις οι έλληνες πανεπιστημιακοί Νικόλαος Βλάχος4 και Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος5.
Οι προαναφερόμενοι συγγραφείς επεδίωξαν, εφαρμόζοντας την προκρούστεια μέθοδο, να φέρουν το Ίλιντεν στα μέτρα των αναγκών της ελληνικής προπαγάνδας. Οι ειδήσεις των ελληνικών πηγών αναδεικνύουν ωστόσο πράξεις και καταστάσεις που αναιρούν το ιστορικό έργο τους και επιβεβαιώνουν την αφερεγγυότητα του λόγου τους.
Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί σχετικά με το ΄Ιλιντεν, είναι τα αίτια που το προκάλεσαν. Ποιες ήταν δηλαδή, οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επαναστατικοποίησαν τον μακεδονικό αγροτικό πληθυσμό στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο πρόξενος στο Μοναστήρι (ή Bitola) Πεζάς, γράφει σχετικά ένα χρόνο περίπου πριν το Ίλιντεν, στις 2 Μαΐου 1902, σε έκθεση προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης:
Όπως πεισθή η Υμετέρα Εξοχότης ότι δεν παραλογίζομαι, αρκεί να λάβη υπ’ όψει ότι τα κύρια αίτια τα γεννήσαντα και αναπτύξαντα την κατάστασιν ταύτην παραμένουσι πάντοτε αμετάβλητα. Η Τουρκική διοίκησις ούτε εβελτιώθη ούτε υπάρχει ελπίς να βελτιωθή υπό το παρόν σύστημα. Η διαφθορά των υπαλλήλων θα εξακολουθήση ως και πρότερον, διότι ουδεμίαν βλέπω σοβαράν προσπάθειαν προς αναχαιτισμόν της οικονομικής του κράτους παραλυσίας, ήτις είνε η κυρία αφορμή της διαφθοράς των υπαλλήλων”.
Και συνεχίζει: “Αι καταπιέσεις των χριστιανών εκ μέρους των αγροφυλάκων, των βέηδων και των στρατιωτικών αποσπασμάτων είνε πάντοτε εις την ημερησίαν διάταξιν, αι ασχημίαι δ’ αύται, ας δεν δύναται να προλάβη η κεντρική διοίκησις, θα καθιστά πάντοτε προθύμους τους χωρικούς εις τας έστω και απατηλάς εισηγήσεις των συμμοριτών”.6
Η άθλια κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει πριν την επανάσταση του Ίλιντεν ο μακεδόνας χριστιανός αγρότης, αποτυπώνεται επίσης και στο πρόγραμμα δράσης του έτους 1903, των Τσεντραλιστών, της αυτονομιστικής πτέρυγας του ΒΜΡΟ:
Μέχρι τούδε η Τουρκική Διοίκησις αγνοεί τί εστί ευδαιμονία και πώς αυτή εξασφαλίζεται. Οι φόροι ους εξακολουθούσι πληρόνοντες οι χριστιανοί είναι φόροι δουλείας εξ’ ων ουδέ καν μέρος διατίθεται προς εξασφάλισιν της ευδαιμονίας αυτών. Οι δρόμοι κατασκευάζονται δι’ αγγαρείας και εκ τούτων επωφελείται το κυρίαρχον έθνος. 

Ο τρόπος της εισπράξεως των φόρων και της δεκάτης είναι εξ εκείνων οίτινες εις τα άλλα κράτη από πολλού κατεδικάσθησαν εις θάνατον. Ουδεμίαν βοήθειαν παρέχει εις την εκπαίδευσιν του έθνους, όπερ καίτοι δι’ ιδίων αυτού δυνάμεων αγωνιζόμενον εμποδίζεται πολλαχώς υπό της Αρχής, διότι η καταδίκη του έθνους εις αμάθειαν αποτελεί εν εκ των πολλών συμφερόντων του κυριάρχου έθνους. Ο προορισμός του στρατού είναι μάλλον η φύλαξις των υπηκόων εν υποταγή, παρά η υπεράσπισις της χώρας κατά των έξωθεν εχθρών. 

Ο δε των δικαστηρίων και της διοικήσεως δεν είναι η απονομή της δικαιοσύνης και η εξασφάλισις της τάξεως, αλλά μάλλον η εξυπηρέτησις των συμφερόντων του κυριάρχου έθνους και τρομοκράτησις του δουλεύοντος. Οι εντεταλμένοι την φύλαξιν της ζωής των υπηκόων αυτοί πρώτοι κρατούσι πάντοτε εν τρόμω και κινδύνω αυτήν. Τα δικαιώματα του ανθρώπου και η προσωπική αξία παρά τοις χριστιανοίς της Μακεδονίας ουδεμίαν κέκτηνται σημασίαν. 

Εκτός του ότι οι χριστιανοί της Μακεδονίας πανταχού γίνονται αντικείμενον εξευτελισμού και περιφρονήσεως, το να δύνανται μόνον να ζώσι θεωρείται παρά της Κυβερνήσεως εξαιρετική χάρις απονεμομένη αυτοίς παρά του Κυριάρχου κράτους. Η οικογενειακή τιμή και ζωή συνιστάμεναι μόνον εις ξηράς λέξεις, θεωρούνται ως μη υπάρχουσαι. 

Ταύτα ευρίσκονται εις την διάκρισιν των Τούρκων ως είδος παιγνίου. Θρησκεία, ήθη, έθιμα και θρησκευτικά αισθήματα χρησιμεύουν εις διασκεδάσεις τοις Μουσουλμάνοις. Δια ταύτα ούτε έλεγχος ούτε προστασία υπάρχει. Εις εκ των όρων της προόδου ενός έθνους είναι η διατήρησις της ευρωστίας αυτού. Εν Μακεδονία και Ανδριανουπόλει ουδέ καν λόγος περί αυτής δύναται να γίνη, διότι εις τας χώρας ταύτας ο λαός ευρίσκεται εις πολύ κατωτέραν θέσιν των ζώων απέναντι των κυρίων αυτού”.
Οι Τσεντραλιστές ηγούνται του Ίλιντεν το καλοκαίρι του 1903. Ας δούμε λοιπόν στο ίδιο έγγραφο το πολιτικό πρόγραμμα τους, για το οποίο μόνο μισόλογα ψελλίζουν οι έλληνες ιστορικοί.
Αφού πρώτον ο λαός διαφωτισθή περί της καταστάσεώς του, πρέπει να διδαχθή ότι, εν η περιπτώσει αλλάξη αύτη θα αντικατασταθή υπό νέου καθεστώτος παρέχοντος τελείας εγγυήσεις ασφαλείας ζωής και τιμής, αλλά προς επιτυχίαν τούτου πρέπει να κατηχηθή ότι έχει ανάγκην πολέμου καλώς ωργανωμένου και δυναμένου να διαρκέση πολύν χρόνον. 

Καθ’ ην ώραν γίνηται η κατήχησις, όταν υπάρχουσι και Τούρκοι πρέπει να εμπνεύσητε ότι αποβλέπετε προς εν καθεστώς συνταγματικόν παρέχον εγγυήσεις απονομής δικαιοσύνης εξ ίσου εις όλας τας τάξεις και φυλάς και να επιστήσητε την προσοχήν του λαού εις αυτό το σημείον. Καθ’ ον χρόνον διαφωτίζετε τα πνεύματα των πολεμιστών δεν πρέπει να παραμελήτε να επισύρητε την προσοχήν αυτών επί του Μακεδονικού ζητήματος υπό έποψιν διεθνήν. 

Πρέπει να εθίσητε αυτούς να μη αναμένωσι καμμίαν βοήθειαν παρά της Ρωσσίας, Αυστρίας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Ελλάδος, αλλά να βασίζωνται επί της ιδίας αυτών δυνάμεως. Πρέπει ν’ αναπτύξετε αυτοίς ότι η ελευθερία δεν δίδεται ως ελεημοσύνη εις τους λαούς αλλ’ αυτή αποκτάται δια των όπλων, και όταν το όπλον ευρίσκεται εις την χείρα τότε και η δύναμις αυξάνει”.
Οι Τσεντραλιστές ακολουθούν την επαναστατική αρχή ότι ο λαός πρέπει να στηρίζεται στις δικές του και μόνο δυνάμεις. Ο λαός, υπογραμμίζεται, “δεν πρέπει να εξαπατάται εκ των λόγων ότι θα δυνηθή να απαλλαγή του ζυγού, είτε διά της Βουλγαρίας, είτε διά τινος άλλης δυνάμεως, απ’ εναντίας πρέπει να έχη την πεποίθησιν ότι διά των εν δουλεία μεν διατελουσών, αλλ’ εσχάτως διοργανωθεισών ιδίων αυτού δυνάμεων θα δυνηθή ν’ ανακτήση την ανεξαρτησίαν αυτού”.
Η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους και η βαλκανική ομοσπονδία είναι ο τελικός στόχος των Τσεντραλιστών. “Πρέπει, σημειώνεται, να διαφωτισθή ο λαός περί του Μακεδονικού ζητήματος υπό διεθνή έποψιν και να πεισθή ότι η Μακεδονία ένεκα λόγων εθνολογικών είναι αδύνατον να προσαρτηθή εις οιονδήποτε άλλο κράτος. 

Είναι ανάγκη να διαφωτισθή ο λαός ότι σκοπός των ομόρων κρατών δεν αποβλέπει εις την απολύτρωσιν αυτού αλλ’ εις την διά προσαρτήσεως επαύξησιν της χώρας των διά διαμελισμού της Μακεδονίας. Η ιδέα της ενώσεως των Βαλκανικών κρατών θα χρησιμεύση ως βάσις προς ένωσιν αυτών, τα δε ειρημένα κράτη πρέπει να πεισθώσιν ότι η σωτηρία όλων εν τούτω έγκειται, η Μακεδονία θέλει χρησιμεύση ως κέντρον της Ενώσεως ταύτης”.7
Στα παραπάνω αποσπάσματα περιγράφεται καθαρά η επαναστατική κατάσταση που έχει δημιουργήσει η οθωμανική κακοδιοίκηση καθώς και ο αυτονομιστικός προσανατολισμός της τσεντραλιστικής μακεδονικής ηγεσίας.
Ας περάσουμε λοιπόν τώρα στον παράγοντα ελληνικό κράτος. Ποια δηλαδή ήταν η πολιτική του, μέσω της διπλωματίας και των πρακτόρων του, μπροστά στο ενδεχόμενο του ξεσπάσματος επανάστασης στη Μακεδονία.
Αποκαλυπτική απάντηση μας δίνει μια άλλη έκθεση του προξένου στο Μοναστήρι Κιουζέ Πεζά προς τον έλληνα πρωθυπουργό (Ιανουάριος 1902).
Στο Μοναστήρι έχει αναλάβει καθήκοντα νέος βαλής, ο Εδίπ Πασάς. Ο έλληνας πρόξενος ενημερώνει την ελληνική κυβέρνηση για τη συνάντησή του με το νέο βαλή και για τα όσα κουβέντιασαν. Απ’ όσα γράφει, προκύπτει πως υπάρχει διαταγή του μεγάλου βεζίρη προς τη γενική διοίκηση Μοναστηρίου για στενή συνεργασία με το ελληνικό προξενείο προς αντιμετώπιση των επαναστατών.
Την διαταγήν ταύτην εις μάτην ανεζήτησεν ο Εδίπ Πασσάς, ως ρητώς με διαβεβαίωσε, γράφει ο Πεζάς, δυστυχώς δε ούτε νεωτέραν τινά έλαβε μέχρι σήμερον περί του αντικειμένου τούτου διαταγήν, καίτοι η Β. Πρεσβεία διά του υπ’ αριθμ. 1195 από 28 Δεκεμβρίου παρελθόντος έτους εμπιστευτικού αυτής εγγράφου ανήγγειλε και εμοί ότι ο Μέγας Βεζύρης υπεσχέθη να δώση ρητήν διαταγήν προς τον νέον Γενικόν Διοικητήν”.
Ο Πεζάς προτείνει λοιπόν να ζητηθεί από τον έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, να ξαναρωτήσει τον μεγάλο βεζίρη αν έδωσε την εντολή στο νέο βαλή Μοναστηρίου. “Εάν υπεμιμνήσκετο, παρατηρεί, τω Μ. Βεζύρη υπό της Β. Πρεσβείας η εκτέλεσις της υποσχέσεως ταύτης μεγάλως θα διηυκολύνετο η θέσις μου, διότι ό,τι σήμερον πράττω ανεπισήμως και εξ αμοιβαίας φιλοφροσύνης μετά του Βαλή, θα περιβληθή τότε τον τύπον επιτακτικού καθήκοντος αμφοτέρωθεν και αναγκαίας υπακοής εις τας διαταγάς των ημετέρων Κυβερνήσεων. Τούτου ένεκα παρακαλώ και αύθις να γένηται επειγόντως η προσήκουσα υπόμνησις τω Μ. Βεζύρη”.
Ο Πεζάς ενημερώνει πάντως το βαλή για τις κινήσεις των επαναστατών, δίνοντάς του κάθε πληροφορία που έχει μαζέψει μέσω των πρακτόρων του.
Συμμορφούμενος, λέει, προς τας δοθείσας μοι διά του υπ’ αριθ. 3040 από 14 Δεκεμβρίου π.ε. Υμετέρου εγγράφου οδηγίας ανεκοίνωσα τω Εδίπ πασσά εντός των διαγραφομένων μοι ορίων πολλάς πληροφορίας, ας θεωρώ περιττόν ν’ αναγράψω ενταύθα, και επί πολλών σημείων επέστησα την προσοχήν αυτού. Έλαβε σημειώσεις και μοι υπεσχέθη ότι εντός ολίγου θα ενεργήση καταλλήλως”.
Στη συνέχεια ο Πεζάς εξηγεί στο βαλή γιατί οι Έλληνες αγαπούν τόσο τους Τούρκους και ενδιαφέρονται για το καλό της αυτοκρατορίας.
Εις τον Εδίπ Πασσάν, γράφει, δεν παρέλειψα να αναπτύξω την αλληλεγγύην των εν Μακεδονία ελληνοτουρκικών συμφερόντων καταστήσας αυτώ καταληπτόν ότι ημείς χάριν της εθνικής ημών αρτιότητος ενδιαφερόμεθα όσον ουδείς άλλος λαός υπέρ της ησυχίας και της ευημερίας της Τουρκίας, ως περικλειούσης εν τοις ορίοις αυτής την μεγίστην του ημετέρου έθνους μερίδα, ότι έδει να έχωσιν οι Τούρκοι ακράδαντον πεποίθησιν ότι ειλικρινώς θέλομεν να συνεργασθώμεν μετ’ αυτών, διότι ο απειλών κίνδυνος και ημάς εξίσου απειλεί. 

Είναι φυσικώτερον, τω είπον, να ενδιαφερόμεθα περί της τύχης των εν Μακεδονία ημετέρων ομοφύλων και ανησυχώμεν διά τα εν αυτή συμβαίνοντα, διότι ως γείτονες δεν δυνάμεθα ή να φροντίζωμεν περί της προφυλάξεως και της υμετέρας οικίας, αφού είνε γνωστόν ότι πυρπολουμένης της ιδικής σας κατ’ ανάγκην θα μεταδοθή το πυρ και εις την συνεχομένην ημών”.
Παρ’ όλα αυτά ο κίνδυνος της επανάστασης είναι ορατός, και το χειρότερο για το ελληνικό προξενείο είναι πως και οι πατριαρχικοί πληθυσμοί προσχωρούν στο επαναστατικό κίνημα:
Ότι πάντες οι σχισματικοί ασπάζονται νυν τας επαναστατικάς ιδέας του Κομιτάτου, περί τούτου ουδεμία επιτρέπεται αμφιβολία πλέον, αλλά το λυπηρόν είνε ότι και οι πλείστοι των ελληνιζόντων σλαβοφώνων, τούτο μεν ένεκα της Τουρκικής κακοδιοικήσεως, τούτο δε ένεκα της τρομοκρατίας, ην ενέπνευσαν αι συμμορίαι, φαίνονται και αυτοί προσχωρήσαντες κατά το μάλλον και ήττον εις τας αυτάς ιδέας παρά πάσας τας ημετέρας αντιδράσεις και νουθεσίας. 

Και είνε μεν ούτοι εφεκτικώτεροι οπωσδήποτε των σχισματικών, αλλά και αυτοί φιλοξενούσι τους συμμορίτας, απέχοντες από πάσης σχετικής ανακοινώσεως. Συμπεριφέρονται άλλως τε προς αυτούς οι πράκτορες του Κομιτάτου μετά πολλής επιτηδειότητος παραινούντες αυτούς να συμφιλιωθώσι μετά των σχισματικών αυτών αδελφών και να υποστηρίξωσι τον υπέρ των χριστιανών εν γένει αγώνα των χωρίς ν’ αποβλέπωσιν εις διακρίσεις μεταξύ σχισματικών και ορθοδόξων”.
Το τελικό συμπέρασμα του Πεζά είναι ότι έτσι που ήρθε η κατάσταση, καλύτερα να ξεσπάσει πρόωρα η επανάσταση, ώστε να κατασταλεί και πιο εύκολα.
Βαθμηδόν ήρχισα να σχηματίζω την γνώμην, γράφει, ότι όπου έφθασαν τα πράγματα συμφέρει ίσως ημίν να εκραγή όσον τάχιον το διοργανούμενον επαναστατικόν κίνημα, αν πρόκειται τούτο να επιφέρη μεταβολήν του καθεστώτος, διότι η ευχερής καταστολή αυτού άνευ άλλης τινός συνεπείας θα φέρη μόνη εις συναίσθησιν τους Μακεδόνας και πάντως θα ωφελήση τον ημέτερον αγώνα”.8
Η επανάσταση αρχίζει οργανωμένα το απόγευμα της Κυριακής 20 Ιουλίου 1903. Η μαζική συμμετοχή του πληθυσμού στην προετοιμασία της, έκανε φυσικά κοινό μυστικό την ημερομηνία της έναρξης.
Ο νέος έλληνας πρόξενος στο Μοναστήρι Κ. Κυπραίος είναι ενήμερος από τους πληροφοριοδότες του για την επερχόμενη επανάσταση. Δυο μέρες πριν αυτή ξεσπάσει, σημειώνει:
Τη προσεχεί Κυριακή 20 Ιουλίου την εσπέραν οι χωρικοί υποχρεούνται να λάβωσι τα όπλα και επιτεθώσι κατά Τουρκικών χωρίων μόνον προς το παρόν, καταστρέψωσι δε παν Τουρκικόν είτε πύργον, είτε οικίαν, είτε συγκομιδήν”.[9
Συμπληρώνει μάλιστα λίγες μέρες αργότερα, σε αναφορά του προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης, πως την πληροφορία αυτή τη μετέφερε αμέσως, όπως εξάλλου συνήθιζε πάντα να κάνει, στην οθωμανική διοίκηση:
Μοι εγνώρισαν εμπιστευτικώς ότι την εικοστήν του μηνός, ημέραν Κυριακήν και εορτήν του Προφήτου Ηλιού, κηρύσσεται αφεύκτως η επανάστασις, και μοι καθώρισαν τα σημεία της συγκεντρώσεως των επαναστατών. Τούτο δεν έλειψα ν’ ανακοινώσω τω Γενικώ Διευθυντή και συστήσω Αυτώ, ως και πάντοτε έπραττον, να λάβη τα απαιτούμενα προς προφύλαξιν ιδίως των ημετέρων χωρίων μέτρα. Ο Γενικός Διοικητής όμως δεν ηθέλησε να λάβη υπ’ όψει τας συστάσεις μου και τας ανακοινώσεις μου απέδιδεν εις απλάς διαδόσεις των οπαδών του Κομιτάτου”.10
Ο πρόξενος Κ. Κυπραίος περιγράφει, στις 24/7, αναφερόμενος στον υπουργό των Εξωτερικών Α. Σκουζέ, τις πρώτες στιγμές της επανάστασης, το απόγευμα της 20 Ιουλίου, στην πρωτεύουσα του βιλαετίου. Το σύνθημα δίνεται με μεγάλες φωτιές που ανάβουν σε προκαθορισμένα σημεία οι επαναστάτες. Έξω από τη Μπίτολα [Bitola]11 ανάβουν “δυο πυρκαϊαί εις θημωνιάς κατά τα δύο άκρα της πόλεως, ανατολικόν και δυτικόν, κειμένας, σημείον ενάρξεως του επαναστατικού κινήματος”. 
 
Περιγράφει επίσης τη μεγάλη πανηγυρική σημαία του κομιτάτου. Φέρει χρυσά κρόσσια και την επιγραφήν "Λαέ θάρρος ο Θεός μεθ’ ημών" ετέρωθεν "Ελευθερία ή Θάνατος" και τα ονόματα 11 πόλεων της Μακεδονίας, εν αρχή τα Βιτώλια, έπειτα Φλώρινα, Καστορία, Αχρίς, Στρώμνιτσα κλπ, έπειτα διά κεφαλαίων γραμμάτων "Β΄ Κομιτατικόν Τμήμα".12
Στο ίδιο έγγραφο διαβάζουμε πως εκείνο το βράδι η επαναστατική σημαία υψώθηκε στα χωριά Smilevo13 και Bukovo14 του καζά Μοναστηρίου. Επίσης, ότι “επυρπολήθηκαν χάνια τινά ανήκοντα εις Τούρκους βέηδες και ότι εκόπησαν άπαντα τα τηλεγραφικά σύρματα τα συνδέοντα την πόλιν μετά του λοιπού κόσμου”.
Τις επόμενες μέρες η επανάσταση γενικεύεται. Τα βουνά γεμίζουν με χιλιάδες ένοπλους μακεδόνες αγρότες. “Όλα σχεδόν τα χωρία αφήκαν και αλώνια και ζώα και οικίας και έφυγαν εις τα όρη οι δυνάμενοι να φέρωσιν όπλα. Εις πολλά χωρία έμειναν ολίγιστοι διότι έφυγαν και αυταί αι γυναίκες. Συμπλοκαί γίνονται εις πολλά μέρη”, διαβάζουμε σε τηλεγράφημα του προξενείου Μοναστηρίου.15 Στο ίδιο τηλεγράφημα γίνεται γνωστή η κατάληψη της κωμόπολης Krušovo.16
Στο έγγραφο ξαναγίνεται λόγος για την εγκατάλειψη των χωριών: “χωρία τινά εγκατελήφθησαν υπό των κατοίκων απάντων. Π.χ. ο Χριστόφορος [Kristofor]17, το Ζαμπύρδενι [Zabärdeni]18, η Ρόσνα [Rosna]19, η Μπάνιτσα [Banica]20, το Τσερέσοβον [Cerovo]21 και άλλα. Τα γυναικόπαιδα τινών εξ’ αυτών επέστρεψαν την 22 Ιουλίου. Ομοίως και χωρικοί επιστρέφουσιν εις τας εστίας αυτών, πιθανώς οι υπεράριθμοι”.
Η ανάγκη διακοπής της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας, προς αποφυγή μεταφοράς στρατιωτικών μονάδων και πολεμοφοδίων από τη Θεσσαλονίκη, ωθεί τους επαναστάτες να καταστρέψουν τις γραμμές του τρένου: “η σιδηροδρομική γραμμή δις εβλάβη υπό των ανταρτών, παρά το Εξή-σου [Ekši Su]22 την 21 Ιουλίου μετετέθησαν σιδηραί τινές ράβδοι, την 22 Ιουλίου ανετινάχθη μικρά τις γέφυρα. Την αυτήν ημέραν οι παρά την γραμμήν στρατιώται εν Πέτορακ [Petorak]23 προσέλαβον αντάρτας, επιχειρούντες να καταστρέψωσι την γραμμήν”.24
Ο Κυπραίος αποκαλεί περιφρονητικά τους επαναστάτες λησταντάρτας. Ομολογεί όμως με θλίψη ότι “σήμερον κατά χιλιάδας αριθμούνται”, και σημειώνει τις επιτυχίες τους:
Σχεδόν άνευ αντιστάσεως κατέλαβον εν των κυριοτέρων σημείων του τμήματος τούτου, το Κρούσοβον, Β. της πόλεως Μοναστηρίου, ΒΔ. δε το Σμήλεβον και πολλά χωρία του διαμερίσματος της Πρέσπας και Καστορίας, ως και πάντα τα ημέτερα Μοναστήρια, οίον του Παραλόβου, Δράγος, Βελουσίνης κ.α” .25
Στις 25 Ιουλίου φτάνει στο Μοναστήρι τηλεγράφημα του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών με σαφέστατη εντολή προς τον Κυπραίο: “Ανάγκη να καταβληθή διά πάσης θυσίας πάσα προσπάθεια ίνα μη ημέτεροι [δηλαδή πατριαρχικοί] συμμετάσχωσι κινήματος. Αφήνει δε στον πρόξενο την πρωτοβουλία κατανομής και αξιοποίησης των πρακτόρων. Προτείνει εάν κριθή παρ’ υμών χρήσιμος αποστολή πρακτόρων εις ύπαιθρον χώραν και διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει ζήτημα χρημάτων προκειμένου να προωθηθούν τα ελληνικά συμφέροντα. Η ελληνική κυβέρνηση, ως κατ’ επανάληψιν εδήλωσεν, αναλαμβάνει πάσαν απαιτηθησομένην δαπάνην. Μέχρι της αποστολής δε νέων ποσών δι’ απρόβλεπτα, σας εξουσιοδοτεί να δαπανάτε εκ των εκπαιδευτικών”.26
Την άλλη μέρα, 26 Ιουλίου, ο Κυπραίος απαντά στο τηλεγράφημα της ελληνικής κυβέρνησης. Πιστεύει πως δεν είναι “δυνατή η δι’ ημετέρων πρακτόρων αναχαίτισις των επαναστατών. Ενημερώνει ότι εφ’ όσον δυνάμεθα βοηθούμεν τας Τουρκικάς Αρχάς προς καταστολήν του κινήματος και προβληματίζεται μήπως θα έπρεπε, με κίνδυνο βέβαια την απώλεια και του μικρού υπολοίπου της ελληνικής επιρροής πάνω στους ορθόδοξους πληθυσμούς, να καταδιώξωμεν από κοινού μετά των Τούρκων τους ημετέρους (πατριαρχικούς) πληθυσμούς επαναστατήσαντας κατ’ αυτών”. Ενημερώνει δε το υπουργείο πως έχει δαπανήσει όλα τα σχετικά κονδύλια, ακόμη και τα εκπαιδευτικά.
Η σημαντικότερη ωστόσο διαπίστωση του Κυπραίου είναι πως άπασα η χώρα αύτη (από των τότε συνόρων του βουλγαρικού κράτους μέχρι την ελληνόφωνη ζώνη νότια της Καστοριάς) “ηκολούθησε το κίνημα εξαιρέσει των Βλαχοφώνων και Αλβανοφώνων των κωμοπόλεων των οποίων επιδιώκεται νυν κατάληψις υπό των επαναστατών όπως εξουδετερωθή η αντίδρασις αυτών”.
 Και συνεχίζει υπογραμμίζοντας πως οι “εξεγερθέντες πληθυσμοί είναι νυν πεπεισμένοι ότι μάχονται υπέρ της ελευθερώσεως αυτών και ουδέ είναι δυνατόν νυν να αναχαιτισθή το επαναστατικόν αυτών φρόνημα”. Αναγνωρίζει δε πως τελικά ακόμα “και Βλαχόφωνοι και Αλβανόφωνοι διάκεινται ευμενώς προς το κίνημα”.27
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επαναστατική κατάσταση που διαμορφώθηκε παρουσιάζει επίσης η αναφορά του βρετανού προξένου Μοναστηρίου Peter James McGregor προς το βρετανό γενικό πρόξενο Θεσσαλονίκης Robert W. Graves, στις 21/7/1903:
Είναι αδύνατο, γράφει, αυτή τη στιγμή να υπολογιστεί το ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού που εγκατέλειψε τα χωριά, είτε μερικά είτε εξ ολοκλήρου, και αποσύρθηκε στα βουνά υπακούοντας στο κάλεσμα της Κυριακής, αλλά θα πρέπει να αριθμούν αρκετές χιλιάδες”. Στο επαναστατικό στρατόπεδο δεν βρίσκονται μόνο εξαρχικοί Μακεδόνες αλλά και Πατριαρχικοί και Βλάχοι, που μέχρι τώρα θεωρούνταν πιστοί οπαδοί της ελληνικής προπαγάνδας.
Και λίγο παρακάτω δίνει πληροφορίες για την επανάσταση στην περιοχή Φλώρινας - Καστοριάς:
Ο Βαλής με πληροφορεί ότι τα χριστιανικά χωριά στην περιοχή γύρω από το Μπούφι [Buf]28 και τη Φλώρινα [Florina]29, όπως η Ρόσνα, η Ζαμπύρδενη, το ΄Αρμενσκο [Armensko]30, η Μπάνιτσα, το Χασάνοβο [Hasanovo]31, έχουν εγκαταλειφθεί και το ίδιο συμβαίνει και στην περιοχή Κορεστίων ανάμεσα στις λίμνες της Πρέσπας και της Καστοριάς, όπου παραμένουν μόνο παιδιά και ηλικιωμένοι”.32
 
H αντίστροφη μέτρηση για τους επαναστάτες αρχίζει το απόγευμα της Τετάρτης 30 Ιουλίου με την πτώση της πόλης του Κρουσόβου, της πρωτεύουσας του ΄Ιλιντεν. Το ελληνικό προξενείο στο Μοναστήρι μαθαίνει το γεγονός τρεις μέρες μετά. Το Κρούσοβο κατελήφθη και λεηλατήθη υπό του στρατού, ως λέγεται, διαβάζουμε σε αναφορά της 2ας Αυγούστου. “Ότι ελεηλατήθη το Κρούσοβον είναι βεβαιότατον διότι στρατιώται και μπαζιμπουζούκοι εδώ και εις το Περλεπέν έφεραν και πωλούσι διάφορα πράγματα και σκεύη και φορέματα και διάφορα διαμαντικά”.
Στο ίδιο έγγραφο μαθαίνουμε επίσης την καταστροφή του πατριαρχικού μακεδονικού χωριού Ράκοβου [Rokovo]33: “Ψες ήλθαν από Ράκοβον περί τα 130 γυναικόπαιδα και παραπονέθησαν διατί να καύσωσι το χωρίον των, ενώ οι άνδρες είνε ξενητεμένοι εις την Αμερικήν και αυταί είνε όλαι αθώαι”.34
Την απίστευτη ωμότητα της αντεπαναστατικής βίας περιγράφει και ο Ίων Δραγούμης σε έκθεσή του, εκείνων των ημερών. “Οι στρατιώται, γράφει, συναντούντες χωρικούς φονεύουσιν αυτούς και απογυμνούσιν, καταδιώκοντες δε τους επαναστάτας λεηλατούσι και καίουσι χωρία και σφάζουσι όσους άνδρας, γυναίκας ή παιδία εύρωσιν εν αυτοίς”.35
Τέλη Αυγούστου, ο πρόξενος Κ. Κυπραίος με αναφορά του προς την ελληνική κυβέρνηση γίνεται πιο συγκεκριμένος: “Κατά πληροφορίας ληφθείσας πλαγίως προ 10 ημερών εν τοις επισήμοις καταλόγοις των λεηλατηθέντων και πυρποληθέντων υπό του στρατού χωρίων, αναφέρονται 34 της Αχρίδος, 16 χωρία της Πρέσπας, 4 του Δεμίρ Χισσάρ, 4 του Κρητσόβου, 12 του καζά Μοναστηρίου, 6 του καζά της Φλωρίνης, ήτοι εν όλω 76. Μέχρι της αυτής εποχής είχον πυρποληθή 17 χωρία εν τη περιφερεία Καστορίας. Σήμερα ο αριθμός των πυρποληθέντων χωρίων θα είνε πολύ ηυξημένος”. Στο ίδιο έγγραφο ο Κυπραίος διευκρινίζει ότι ουδεμία διάκρισις γίνεται μεταξύ ημετέρων [:πατριαρχικών] και σχισματικών [:εξαρχικών] χωρίων, όταν πρόκειται περί πυρπολήσεως και διαρπαγής.36
 
Εκτός από τις προξενικές αναφορές και τα τηλεγραφήματα, στους φακέλους του προξενείου Μοναστηρίου βρίσκονται εκθέσεις για την εξέλιξη της επανάστασης (κυρίως για την κατάπνιξή της), γραμμένες από το δεδηλωμένο εχθρό της, το μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη.
Ο Καραβαγγέλης εκθέτει τα γεγονότα έχοντας βαθύ μίσος για τους επαναστάτες τους οποίους χαρακτηρίζει “βάρβαρο στοιχείο”, “ψευδελευθερωτές”, “άνανδρους δολοφόνους”, “λύκους”, “κύνες”, “κακούργους”, “ανθρωπόμορφα τέρατα”.
Για την επανάσταση, μας πληροφορεί πως κηρύχθηκε επίσημα στον καζά Καστοριάς στις 21 Ιουλίου. Στόχοι των επαναστατών υπήρξαν το μουσουλμανικό χωριό Ζέρβενι [Žerveni]37, το βλάχικο κεφαλοχώρι Κλεισούρα [Klisura]38 και η βλάχικη Νέβεσκα [Neveska]39. Του πρώτου η πολιορκία λύθηκε με τη συνδρομή του στρατού, τα δε άλλα δύο τα κατέλαβαν για λίγες μέρες οι επαναστάτες.
Ο οθωμανικός στρατός, υπό τη διοίκηση του Χουσνή Πασά πέρασε γρήγορα στην αντεπίθεση. Στις 23 Ιουλίου σφάζει 30 χωρικούς μέσα στην Καστοριά [Kastorja]40. Στις 24, μετά τη λύση της πολιορκίας στο Ζέρβενι, γυρίζοντας στην πόλη, περνάει από το χωριό Σεστέοβο [Šešteovo]41 και βάζει φωτιά σε δεκαπέντε σπίτια. Στις 31 Ιουλίου βγαίνει και καίει το κεφαλοχώρι Ντάμπενι [Dämbeni]42. Στις 4 Αυγούστου επιτίθεται ταυτόχρονα στα χωριά Ζουπάνιστα [Županišta]43 και Κόσινετς [Kosinec]44, τα οποία και καταστρέφει. Στην εκστρατεία κατά του δεύτερου χωριού παίρνει μέρος ο συνεργάτης του Καραβαγγέλη και των Οθωμανών καπετάν Βαγγέλης Στρεμπενιώτης με τους άντρες του και τους Κρητικούς μισθοφόρους.
Δεκαπέντε μέρες μετά την έκρηξη της επανάστασης, η κατάσταση στην Καστοριά σύμφωνα με τα λεγόμενα του Καραβαγγέλη έχει ως εξής: “εκ των χωρίων ουδείς δύναται να έλθη εις Καστορίαν εκ φόβου το μεν προς το Κομιτάτον, το οποίον αυστηρώς επ’ απειλή θανάτου απηγόρευσε το τοιούτον, το δε προς τον εν Καστορία στρατόν, όστις διέπραξε πολλούς φόνους χωρικών εν τη πόλει. Ενώπιον τοιαύτης καταστάσεως εκρύθμου, οίαν δεν δύναταί τις να παραστήση, οι μεν επαναστάται ανενόχλητοι οργιάζουσιν ανά τα όρη, ο δε στρατός περιωρίσθη μόνον εις πυρπολήσεις και σφαγάς αδιακρίτως φυλής και ομολογίας”.
 
Στην πρώτη αυτή έκθεσή του ο μητροπολίτης Καστοριάς κάνει γνωστό ότι υπέδειξε “την ανάγκη της διακρίσεως των ορθοδόξων από των σχισματικών”, μια και αδιαφορούσε ή μάλλον χαιρόταν για τη σφαγή των εξαρχικών Μακεδόνων, και ότι ζήτησε από τον γενικό στρατιωτικό διοικητή “την σύντονον καταδίωξιν των συμμοριών”. Τέλος σε υστερόγραφο ζητάει “επί τέλους τα καθυστερούμενα χρήματα γιατί έχει καταξοδευθεί στον αγώνα του κατά του καταραμένου Κομιτάτου”. 45
Σε επόμενη έκθεσή του, προς το μητροπολίτη Πελαγωνίας, ο Καραβαγγέλης εξιστορεί τη συνέχεια των αντεπαναστατικών στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Στις 13 Αυγούστου τέσσερα τάγματα με δύο τηλεβόλα υπό την αρχηγία του Μιραλάι Αδέμ Μπέη επιτίθενται στα μακεδόνικα χωριά Τσερέσνιτσα [Čerešnica]46 και Πρεκοπάνα [Prekopana]47, τα οποία και γίνονται “παρανάλωμα του πυρός”. Στις 14/8 ο στρατός χτυπάει το αρχηγείο των επαναστατών στην κορυφή του όρους Βίρμπιτσα και τους διώχνει προς τα Κορέστια. Τις δύο αυτές μέρες περίπου 150 επαναστάτες σκοτώνονται.
Στις 15 Αυγούστου ο οθωμανικός στρατός καίει τα μακεδόνικα χωριά Μπόμπιστα [Bobišta]48 και Ζαγκορίτσανη [Zagoričani]49 και στις 16 τα Μπόμποκι [Bomboki]50 και Κοντόρομπι [Kondorobi]51.
Το χρονικό αυτό διάστημα ο στρατός ανακαταλαμβάνει τη Νέβεσκα στις 13/8 και την Κλεισούρα στις 15/8. Στις 21/8 καίει τα μακεδόνικα χωριά Βίσενι [Višeni]52 και Μπλάτσα [Blaca]53 και στη συνέχεια την επόμενη μέρα τα Γκόρνο Ντρενόβενι και Ντόλνο Ντρενόβενι [Gorno & Dolno Drenoveni]54, Ποζντίβιστα [Pozdivišta]55 και Τσερνόβιστα [Černovišta]56.
Σύμφωνα με τον Καραβαγγέλη “τα γυναικόπαιδα ευρίσκονται εις κατάστασιν απελπιστικήν, διεσκορπισμένα ανά τα όρη άνευ τροφής, άνευ επικουρίας”. Το γεγονός αυτό, το θεωρεί μοναδική ευκαιρία. Εξαγοράζει λοιπόν την πείνα των εξαρχικών επαναστατών. Προσφέρει ψωμί και προστασία και παίρνει δηλώσεις επιστροφής στο Πατριαρχείο.57
Σε επόμενη έκθεσή του, ο Καραβαγγέλης περιγράφει την τελετή ομαδικής δήλωσης αποκήρυξης της Εξαρχίας 5.000 πεινασμένων μακεδόνων αγροτών που είχαν καταφύγει στη μονή Αγίων Αναργύρων. Προσκαλεί στην Κλεισούρα τους προύχοντες και τους ιερείς των γύρω κατεστραμμένων χωριών που φτάνουν εκεί συνοδευόμενοι από τους ένοπλους μισθοφόρους του μητροπολίτη (και των Οθωμανών) του Βαγγέλη Στρεμπενιώτη
Στις 29 Αυγούστου, γράφει, “εχοροστάτησα επ’ εκκλησίας παρόντων εξ όλων των περιοίκων, ωμίλησα προς αυτούς, ανέγνωσα συγχωρητικήν ευχήν, οι δε σχισματικοί ιερείς, 3 της Ζαγοριτσάνης, 2 της Μπομπίστης, 2 της Μοκραίνης [Mokreni]58 και εις [της] Γκορέντσης [Gorenci]59, ζητήσαντες το έλεος της εκκλησίας και επιδείξαντες μετάνοιαν διά την αποσκίρτησιν συμφώνως ταις διατάξεσι των ιερών κανόνων ωρκίσθησαν εντός του Αγίου Βήματος ότι θα μείνωσι πιστοί και αφωσιωμένοι τη Μητρί Εκκλησία και ταις Παραδόσεσι μέχρι τάφου, ακολούθως διένειμα εις τας οικογενείας άλευρον και χρήματα εις την θύραν της εκκλησίας, συνεβούλευσα αυτούς να καταθέσωσι τα όπλα εις την Κυβέρνησιν και ανεχώρησα παραλαβών παρ’ όλων της περιφερείας εκείνης σχισματικών αναφοράς προς την Κυβέρνησιν και τον Μητροπολίτην δηλώνουσας ότι αποποιούνται το σχίσμα”.60
Στα ανωτέρω ανέκδοτα ντοκουμέντα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, περιγράφεται επαρκώς τόσο η έκταση του επαναστατικού κινήματος του Ίλιντεν όσο και η σφοδρότητα της αντεπαναστατικής βίας που ακολούθησε. Λείπει ωστόσο ο εκ των υστέρων απολογισμός για το χαρακτήρα της επανάστασης, κάτι που επιχείρησε ένα σχεδόν χρόνο αργότερα να κάνει, υλοποιώντας εντολή του προϊσταμένου του υπουργού Εξωτερικών Άθω Ρωμάνου, ο διπλωματικός υπάλληλος (διερμηνέας) Γ. Τσορμπατζόγλου, μετά από διατεταγμένες περιοδείες προς συναγωγή συμπερασμάτων.
Η επίθεση της ελληνικής ιστοριογραφίας κατά του Ίλιντεν μπορούμε να πούμε ότι στηρίζεται σε δυο βασικές θέσεις: α) ότι πρόκειται για ψευδεπανάσταση - ψευτοεξέγερση και β) ότι έχει καθαρά βουλγαρικό χαρακτήρα.
Τα επιμελώς φυλαγμένα, στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών, μυστικά των εμπιστευτικών εκθέσεων του Γ. Τσορμπατζόγλου, τινάζουν στον αέρα τις δύο αυτές ιστορικές - προπαγανδιστικές περί Ίλιντεν ελληνικές θέσεις. Τα μυστικά αυτά τα φύλαξαν τόσο ο Π. Βυσσούλης, στη σχετική περί των εκθέσεων εργασία του61, όσο και ο Κ. Βακαλόπουλος στο βιβλίο του62.
Στην έκθεση του Γ. Τσορμπατζόγλου της 27 Μαρτίου 1904, υπάρχει ιδιαίτερο κεφάλαιο με τίτλο Η επανάστασις. Η πρώτη σημαντική παρατήρηση του συντάκτη της έκθεσης αναφέρεται στους νεκρούς της τελευταίας επταετίας τους συνδεόμενους με την ανταρτική δραστηριότητα. Γράφει λοιπόν πως “εκ των ημετέρων [δηλ. των πατριαρχικών] δεν απώλεσαν την ζωήν πλείονες των τριακοσίων και πως από τους χιλιάδες ελληνοδιδασκάλους των πατριαρχικών σχολείων εφονεύθη εις και μόνος, των λοιπών αφεθέντων επιμελώς ελευθέρων μετά των ελλήνων ιερέων εν τω έργω της διατηρήσεως και επί πλέον προαγωγής του ελληνικού [:πατριαρχικού] εν τη χώρα εκκλησιαστικού και εκπαιδευτικού καθεστώτος”.
Ο Τσορμπατζόγλου επανέρχεται και υπογραμμίζει πως οι αντάρτες δεν πείραξαν, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων (προδοτών και φιλότουρκων) την ηγεσία των πατριαρχικών μακεδόνων αγροτών (πρόκριτους, ιερείς και δασκάλους).
Τα 300 ή 350, γράφει, μέχρι σήμερον ημέτερα θύματα της μαχαίρας των ανταρτών υπήρξαν θύματα ουχί βουλγαρικού μισελληνισμού ή οιασδήποτε βουλγαρικής ιδέας, αλλ’ απλώς προσωπικών καθαρώς εκδικήσεων των συμμοριτών ή μάλλον θύματα του αισθήματος της αυτοσυντηρήσεως αυτών, καταγγελθέντα ή συκοφαντηθέντα πολλάκις υπό κομματικών αντιπάλων ως επικίνδυνοι διώκται και φανατικοί καταδόται των ανταρτικών κρησφυγέτων”.
Στη συνέχεια σημειώνει ότι “η εν τη χώρα επανάστασις είναι πολλώ ευρύτερον και βαθύτερον εξαπλωμένη ή όσον κοινώς νομίζεται και είναι ήδη πάντα ανεξαιρέτως τα χωρία και τα τσιφλίκια μεμυημένα εις την κοινήν περί ελευθερώσεως ιδέαν και είναι έλληνες [: πατριαρχικοί] φανατικοί οι σπουδαιότεροι αντιπρόσωποι των επαναστατικών συμμοριών εντός των πόλεων και χωρίων και είναι ουκ ολίγοι οι εντός αυτών εξοπλισμένοι κρύφιοι οπαδοί των συμμοριών”.
Για το “δράμα του Κρουσόβου”, δηλ. την επανάσταση του Ίλιντεν, ο Τσορμπατζόγλου γράφει πως “οι ορθόδοξοι Έλληνες [:οι πατριαρχικοί], καθά μοι εβεβαίωσεν ο πρώην Μητροπολίτης Πελαγωνίας, είχον συμπράξει μετά των ανταρτών εν αδελφική υπέρ ελευθερίας συμπνοία”. Και παρατηρεί:
Κατά την κεντρικήν τουλάχιστον Μακεδονίαν, ην έχω προ οφθαλμών, ουδέν ανταρτικόν σώμα ενεφανίσθη καθαρώς βουλγαρικόν ή καθαρώς βουλγαρομακεδονικόν και ουδείς γνησίως βούλγαρος οπλαρχηγός ηδυνήθη να στερεώση την αποστολήν του εν ονόματι της βουλγαρικής ιδέας. Πάντες σχεδόν οι οπλαρχηγοί όσοι εκυριάρχουν ανέκαθεν και κυριαρχούσι μέχρι της στιγμής ταύτης επί της Κεντρικής Μακεδονίας, ήτοι του επικαιροτέρου ανέκαθεν κέντρου της επαναστάσεως, του αποτελουμένου υπό των διαμερισμάτων Τίκφες, Γευγελής και Δοϊράνης εισίν Έλληνες [:πατριαρχικοί] Μακεδόνες και δη φανατικοί ορθόδοξοι”

Ο Τσορμπατζόγλου δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη μακεδονική εντοπιότητα του επαναστατικού κινήματος και στην αντίθεσή του με τις βουλγαρικές επιδιώξεις. “Οι μόνοι παράγοντες της εξεγέρσεως ους έθρεψε και έκρυψεν ο έλλην [:πατριαρχικός] Μακεδών χωρικός δεν είναι Βούλγαροι, αλλά γνήσιοι ως αυτός Μακεδόνες”. Γι’ αυτό και η εμμονή στο πολιτικό πρόγραμμα “Η Μακεδονία υπέρ της Μακεδονίας. Η Βουλγαρία “”ουδεμίαν διέθετε δύναμιν στη Μακεδονία και ουδεμίαν ήσκει επί των πνευμάτων επιρροήν”.
Σε άλλο σημείο της έκθεσης ο Τσορμπατζόγλου είναι κατηγορηματικός σε αυτό το συμπέρασμά του. “Τολμώ όμως πάντως να φρονώ ότι είναι αδύνατον ν’ απατώμαι ως προς την εξής εντύπωσίν μου ότι, όπως ωστ' αν η, η επανάστασις σήμερον της Μακεδονίας δεν είναι Βουλγαρική και ότι ουχί μόνον ουδεμίαν υπέστη ζημίαν ο Ελληνισμός εκ της μέχρι σήμερον εξελίξεώς της αλλά και ωφελείας μεγίστας επορίσατο εξ αυτής”.
Τέλος ο Τσορμπατζόγλου διακινδυνεύει να προβλέψει τί θα συμβεί σε περίπτωση εξόδου “ελληνικών αντικομιτάτων προς καταπολέμησιν των ως ανωτέρω αγωνιζομένων υπέρ της ελευθερίας του τόπου Μακεδονικών συμμοριών”. Σ’ αυτή την περίπτωση γράφει, “ουδ’ ο φανατικώτερος των ελλήνων [:πατριαρχικών] Μακεδόνων θα συνεκινείτο εις την θέαν της ελληνικής σημαίας”.63 Όσα ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, κατά τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα (1904-1908), δικαίωσαν τον Τσορμπατζόγλου.
Τέσσερις μήνες αργότερα, ο Τσορμπατζόγλου, έχοντας γνωρίσει από κοντά τα πράγματα και στην ανατολική Μακεδονία (στο σαντζάκι των Σερρών), γράφει στον πρωθυπουργό Γ. Θεοτόκη, εκτός των άλλων, τα συμπεράσματά του για το επαναστατικό κίνημα στη Μακεδονία.
Ο Τσορμπατζόγλου απαντά σ’ αυτό που ο ίδιος αποκαλεί το αίνιγμα με το όνομα Κομιτάτα, αίνιγμα που “απησχόλησε τον κόσμον ολόκληρον”. Και διευκρινίζει ότι τα συμπεράσματά του αφορούν τόσο την κεντρική όσο και την ανατολική Μακεδονία, όλο δηλαδή το χώρο που μελέτησε με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης.
Για τον Τσορμπατζόγλου υπάρχουν δύο ρεύματα μέσα στις γραμμές της επανάστασης: “το καθαρώς Βουλγαρικόν και το καθαρώς Μακεδονικόν”. Οργανωτικά τα ρεύματα αυτά εκφράζονται με το βουλγαρικό και το μακεδονικό κομιτάτο. Το βουλγαρικό κομιτάτο έχει “ηθικήν και υλικήν επιρροήν” στις βόρειες επαρχίες Πετριτσίου, Άνω Τζουμαγιάς, Νευροκόπου και Ραζλόκ (εδάφη σήμερα της Βουλγαρίας).
Για τα στελέχη του μακεδονικού κομιτάτου διαβάζουμε ότι “οι Μακεδόνες υπαρχηγοί ίσως δε και αυτοί έτι οι αρχηγοί εξ ενός και μόνον όρου του συμβολαίου των μετά της χώρας ήντλησαν μέχρι τούδε την μεγάλην των δύναμιν: εκ του όρου να μη αποβλέψωσιν ή εις την ελευθέρωσιν των Μακεδόνων ως Μακεδόνων”.
Για τις διαμετρικά αντίθετα πολιτικές επιλογές των δύο κομιτάτων και τις μεταξύ τους συγκρούσεις, γράφει ο Τσορμπατζόγλου: “Αλλ’ η αντίθεσις των βλέψεων και αισθημάτων αφ’ ενός μεν των αρχηγών του Βουλγαρικού Κομιτάτου και αφ’ ετέρου των αρχηγών του Μακεδονικού Κομιτάτου και ιδία των Μακεδόνων οπλαρχηγών αυτού, δεν εβράδυνε να εκδηλωθή διά ποικίλων εκφάσεων. Ούτω παραλλήλως των αλλεπαλλήλων διά του Βουλγαρικού τύπου διαπληκτισμών των δύο Κομιτάτων έλαβον χώραν αλληλοδιαδόχως και εντός της Μακεδονίας παντοίαι συγκρούσεις μεταξύ των οργάνων των δύο Κομιτάτων”.
Ο Τσορμπατζόγλου είναι κατηγορηματικός όταν μιλάει για την έλλειψη κοινών πολιτικών επιδιώξεων Βουλγάρων και Μακεδόνων: “Τόσον επί του ανωτέρω ονείρου των Μακεδόνων όσον και επί του σχετικού προγράμματος της αληθούς επαναστάσεως της Μακεδονίας ουδεμίαν ασκούσιν επιρροήν αι πολιτικαί βλέψεις και η θέλησις της Βουλγαρικής Ηγεμονίας”.
Προσθέτει μάλιστα τη σημαντική πληροφορία ότι πολλοί “βουλγαροδιδάσκαλο”ι ήρθαν σε ρήξη με την Εξαρχία ως μακεδόνες αυτονομιστές: “Πολλοί όντως εκ των Μακεδόνων Βουλγαροδιδασκάλων συνειργάσθησαν μετά του Μακεδονικού Κομιτάτου εν πλήρει ανεξαρτησία από της Βουλγαρικής Εξαρχίας, είτε λάθρα εντός των χωρίων είτε εν γνώσει αυτής ως κεκηρυγμένοι αποστάται Μακεδόνες επί των ορέων”.64

Όπως προκύπτει λοιπόν από τα έγγραφα του ιστορικού αρχείου του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, το Ίλιντεν ήταν μια μεγάλη λαϊκή επανάσταση στην οποία πήρε μαζικά μέρος ο χριστιανικός πληθυσμός της δυτικής Μακεδονίας, ανεξαρτήτως δόγματος. Το πρόγραμμα της επανάστασης στόχευε αναμφίβολα στην πολιτική αυτονομία και στη συγκρότηση στρατηγικά ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους. 

Τα επαναστατικά χτυπήματα ήταν στην πλειοψηφία τους προεπιλεγμένα, είχαν δε κοινωνικό - αντιοθωμανικό πολιτικό χαρακτήρα (και όχι γενικώς αντιμουσουλμανικό). Η αντεπαναστατική βία υπήρξε εξαιρετικά σφοδρή. Χιλιάδες ήταν τα θύματα των στρατιωτών και των ατάκτων. Το δε ελληνικό κράτος και το Πατριαρχείο βρέθηκαν σταθερά στο πλευρό του οθωμανικού κατεστημένου, ως φανατικοί διώκτες των επαναστατών.

***   ***    ***
1 Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, ταυτόχρονα, στα περιοδικά Зора (τεύχος 8, Ιούλιος 1995, σ. 17-22) και Τετράδια Μαρξισμού, τεύχος 3, (Ιούλιος-Αύγουστος 1995 σ. 36-46).
2 Μετά την έκδοση της πρώτης έκδοσης αυτού του έργου, εκδόθηκαν οι σημειώσεις του Ίωνα Δραγούμη για το Ίλιντεν: Τα τετράδια του Ίλιντεν, Εκδόσεις Πετσίβα, Αθήνα 2000.
3 Ευάγγελος Κωφός, Ο μακεδονικός αγώνας στη γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία, στο Ο μακεδονικός αγώνας, ό.π., σ. 311.
4 Νικόλαος Βλάχος, Το μακεδονικόν ως φάσις του ανατολικού Ζητήματος 1878-1908, Αθήνα 1935, σ. 263-271.
5 Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, Η Μακεδονία στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα (1894-1904), Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 197-216.
6 Ιστορικό αρχείο ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, Προξενείο Μοναστηρίου (στο εξής: Προξενείο Μοναστηρίου), 2/5/1902, έγγραφο 214.
7 Το έγγραφο βρίσκεται μεταφρασμένο [Προξενείο Μοναστηρίου] και έχει τίτλο Ο τρόπος του διακανονισμού της εν τω μέλλοντι δράσεως του Κομιτάτου (Τσαντραλίστ) 1903.
8 Προξενείο Μοναστηρίου, 10/1/1902, έγγραφο 12.
[9 Προξενείο Μοναστηρίου, 18/7/1903, έγγραφο 542.
10 Προξενείο Μοναστηρίου, 24/7/1903, έγγραφο 554.
11 Bitola ή Bitolja ή Bitolj ή Monastir ή Manastir. Πρωτεύουσα του ομώνυμου Βιλαετίου. Ο έλληνας πρόξενος στην πόλη το 1890, σε επίσημη αναφορά του, εκτιμά τον αριθμό των κατοίκων της πόλης σε 50 χιλιάδες περίπου, από τους οποίους οι μισοί είναι μουσουλμάνοι, 8 - 9 χιλιάδες χριστιανοί Βούλγαροι, 13 χιλιάδες Βλάχοι και 4 χιλιάδες Εβραίοι [Αναφορά του πρόξενου Γ. Φοντάνα προς τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών Στ. Δραγούμη, 4/1890. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αρχείο Στέφανου Δραγούμη]. Ο Кънчов δίνει συνολικό πληθυσμό 37.000 κατοίκους: 10.500 Τούρκους, 10.000 χριστιανούς Βούλγαρους, 7.000 Βλάχους, 5.500 Εβραίους, 1.500 μουσουλμάνους Αλβανούς, 2.000 Τσιγγάνους και 500 διάφορους άλλους. [Васил Кънчов, Македония етнография и статистика, Σόφια 1900]. Ο Βούλγαρος Кънчов ονομάζει τους Μακεδόνες, για προπαγανδιστικούς λόγους, Βούλγαρους. Ο Brancoff καταγράφει μόνο τον χριστιανικό πληθυσμό, 22.772 άτομα, διακρίνει δε επί μέρους 8.844 εξαρχικούς Βούλγαρους, 6.372 Πατριαρχικούς Βούλγαρους, 36 προτεστάντες Βούλγαρους, 7.200 Βλάχους, 120 Αλβανούς, 120 Τσιγγάνους και 100 Έλληνες [D. M. Brancoff, La Macédoine et sa population chrétienne, Παρίσι 1905]. Ο Βούλγαρος Brancoff, όπως και ο Кънчов, ονομάζει τους Μακεδόνες, για προπαγανδιστικούς λόγους, Βούλγαρους.
12 Προξενείο Μοναστηρίου, 24/7/1903, έγγραφο 551.
13 Smilevo. Μακεδόνικο χριστιανικό χωριό του καζά Μοναστηρίου, με 2.200 κατοίκους [Кънчов].
14 Bukovo. Μακεδόνικο χριστιανικό χωριό του καζά Μοναστηρίου. Ο Кънчов δίνει 1.490 κατοίκους. Ο Brancoff χαρακτηρίζει το χωριό πατριαρχικό και ανεβάζει τον πληθυσμό του σε 2.400 άτομα.
15 Προξενείο Μοναστηρίου, 23/7/1903, έγγραφο 320.
16 Krušovo. Κωμόπολη του καζά Μοναστηρίου. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 9.350 κατοίκων, από τους οποίους 4.950 είναι χριστιανοί Βούλγαροι, 4.000 Βλάχοι και 400 χριστιανοί Αλβανοί. Ο Brancoff τους ανεβάζει σε 12.094, κάνοντας διάκριση σε 7.024 χριστιανούς Βούλγαρους (5.848 εξαρχικούς, 776 ελληνίζοντες πατριαρχικούς και 400 σερβίζοντες πατριαρχικούς), 4.470 Βλάχους και 600 τσιγγάνους. Για τα φρονήματα των Βλάχων, το πατριαρχείο υπολογίζει ότι από τις 1.174 οικογένειες, 1.057 είναι πιστές σε αυτό, ενώ 117 είναι ρουμανίζουσες [Βλ. Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηράς καταστάσεως, έκδοση Πατριαρχικού Τυπογραφείου, Κωνσταντινούπολις 1906. Στο εξής: Πατριαρχική Στατιστική].
17 Kristofor ή Kr'stofor ή Kr'stevo. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Μοναστηρίου. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 280 κατοίκους και ο Brancoff, 256.
18 Zab'rdeni ή Zab'rdani. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 325 κατοίκους και ο Brancoff, 344. Το χωριό παραμένει εξαρχικό σε όλη τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα [Βλ. Προξενείο Μοναστηρίου, 12/8/1908, έγγραφο 4278. Στο εξής: έγγραφο 4278]. Το 1913 απαριθμούνται 358 άτομα [Βλ. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνσις Στατιστικής, Απαρίθμησις των κατοίκων των νέων επαρχιών της Ελλάδος του έτους 1913, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήνα 1915]. Το 1920 απογράφονται στο χωριό 92 οικογένειες - 306 άτομα [Βλ. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνσις Στατιστικής, Λεξικόν των δήμων, κοινοτήτων και συνοικισμών της Ελλάδος επί τη βάσει της απογραφής του πληθυσμού του έτους 1920, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήναι 1923. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ανέρχεται σε 417 άτομα [Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15-16 Μαΐου 1928. Πραγματικός και νόμιμος πληθυσμός - πρόσφυγες, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήνα 1933. Το 1932 καταμετρούνται 71 σλαβόφωνες οικογένειες, 60 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Εθνολογική στατιστική της Νομαρχίας Φλώρινας του έτους 1932, που βρίσκεται στο αρχείο Σουλιώτη - Νικολαΐδη, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, υποφάκελος 2/ΙΙ. Στο εξής: Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 597 σλαβόφωνους, 400 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 50 ελληνικής και 147 ρευστής [Στατιστική του ελληνικού κράτους του 1945, που βρίσκεται στο Αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, υποφάκελος 69.6. Στο εξής: Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 514 άτομα [ΕΣΥΕ, Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 7ης Απριλίου 1951, Αθήναι, 1951. Το χωριό μετονομάστηκε το 1926 σε Λόφοι [για τις μετονομασίες βλ. Μιχαήλ Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821 - 1971, Εθνικόν Κέντρον Κοινωνικών Ερευνών, τομ. Ι - ΙV, Αθήναι 1973-1976].
20 Rosna ή Rosen. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 400 κατοίκους και ο Brancoff, 480. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 έχει 552 άτομα. Το 1920 έχει 97 οικογένειες - 448 άτομα. Το 1928 έχει 590 άτομα]. Το 1932 καταμετρούνται 110 σλαβόφωνες οικογένειες, 105 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 856 σλαβόφωνους, 600 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 56 ελληνικής και 200 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 805 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Σιταριά.
20 Banica. Μακεδόνικο εξαρχικό χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 1.650 κατοίκους και ο Brancoff, 2.000. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278].Το 1913 απογράφονται 1.617 άτομα. Το 1920 έχει, 524 οικογένειες - 1.659 άτομα και το 1928, 1995 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 323 σλαβόφωνες οικογένειες, 203 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 2.680 σλαβόφωνους, από τους οποίους 1.900 θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 280 ελληνικής και 500 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 2.062 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Βεύη.
21 Cerovo. Μακεδόνικο χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 300 άτομα. Ο Brancoff σημειώνει 400 κατοίκους (200 εξαρχικοί και 200 πατριαρχικοί). Στη συνέχεια το χωριό προσχωρεί στο σύνολο του στην Εξαρχία [έγγραφο 4278]. Το 1913, απογράφονται 402 άτομα, το 1920 71 οικογένειες - 399 άτομα και το 1928, 492 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 80 σλαβόφωνες οικογένειες, 65 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945, επί συνολικού πληθυσμού 650 σλαβόφωνων, οι 400 θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης και οι 200 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1926 μετονομάστηκε Κλειδίον.
22 Ekši Su ή Gorno V'rbeni ή Molsko V'rbeni. Χωριό του καζά Φλώρινας. Το 1889, το χωριό έχει 289 οικίες - 1.425 κατοίκους [Тодор Симовски, Населените места во Егејска Македонија - географски, етнички и стопански карактеристики, Σκόπια 1991. Ο Кънчов, δίνει 1.900 χριστιανούς Βούλγαρους και 65 Τσιγγάνους. Ο Brancoff, 2.200 εξαρχικούς, 136 πατριαρχικούς Βούλγαρους και 96 Τσιγγάνους. Το χωριό πέρασε στην πλειοψηφία του στην Εξαρχία το 1877. [Βλ. Εκκλησιαστική Αλήθεια, τόμος 29, 1909. Μετά το 1905 γίνεται στο σύνολο του εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913, απογράφονται 1.735 και το 1920, 1.406 άτομα. Ο Милојевић σημειώνει για το διάστημα μεταξύ 1913-1919, 350 σλάβικα σπίτια [Боровоја Ж. Милојевић, Јужна Македонја - Антропогеографска, Βελιγράδι 1920] Ο Σέρβος Милојвић ονομάζει τους Μακεδόνες, για προπαγανδιστικούς λόγους, Σλάβους. Το 1928 απογράφονται 1.718 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 318 σλαβόφωνες οικογένειες, 298 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 2.039 σλαβόφωνους, 1.900 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης και 139 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 2.608 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Ξινόν Νερόν.
23 Petorak ή Petorica ή Petoraci. Εξαρχικό μακεδονικό χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 210 κατοίκους και ο Brancoff 192. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 127 και το 1920, 135 άτομα. Ο Милојевић καταγράφει 20 σλάβικα σπίτια. Στο χωριό εγκαθίστανται 30 οικογένειες προσφύγων, από τις οποίες οι 27 είναι από τον Καύκασο. [Αρχείο Φίλιππου Δραγούμη - Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, υποφακ. 11.3, έγγραφο 109, με ημερομηνία Ιούλιος 1926. Στο εξής: έγγραφο 109]. Οι πρόσφυγες καταμετρούνται σε 34 οικογένειες - 140 άτομα δύο χρόνια αργότερα [Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, Κατάλογος των προσφυγικών συνοικισμών Μακεδονίας με τας νέας ονομασίας, Θεσσαλονίκη, 1928. Στο εξής: Κατάλογος Ε.Α.Π.] και σε 43 οικογένειες το 1931 [Αρχείο Φιλ. Δραγούμη, υποφακ. 11.3, έγγραφο 113α, με ημερομηνία 16 Ιουνίου 1931. Στο εξής: έγγραφο 113α]. Ο συνολικός πραγματικός πληθυσμός Μακεδόνων και προσφύγων είναι 319 άτομα το 1928. Το 1932 καταμετρούνται 40 σλαβόφωνες οικογένειες, 28 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945, επί συνολικού πληθυσμού 494 ατόμων, το χωριό αριθμεί 200 σλαβόφωνους, 100 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης και 100 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 483 άτομα. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Τριπόταμα. Σήμερα λέγεται Τριπόταμος.
24 Προξενείο Μοναστηρίου, 24/7/1903, έγγραφο 551.
25 Προξενείο Μοναστηρίου, 24/7/1903, έγγραφο 554.
26 Προξενείο Μοναστηρίου, 25/7/1903, άνευ αριθμού.
27 Προξενείο Μοναστηρίου, 26/7/1903, έγγραφο 1996.
28 Buf ή Buh. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Στατιστική του 1894 δίνει 200 οικίες - 2120 κατοίκους (Симовски). Ο Кънчов δίνει 1900 άτομα και ο Brancoff, 1440. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 2288 άτομα. Το 1920, 299 οικογένειες - 1709 άτομα και το 1928, 1760 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 340 σλαβόφωνες οικογένειες, 310 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 2007 σλαβόφωνους, 1000 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 37 ελληνικής και 970 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951, στο χωριό έχουν απομείνει μόνο 766 άτομα. Το 1955 μετονομάστηκε Ακρίτας.
29 Florina ή Lerin. Πρωτεύουσα του ομώνυμου καζά. Ο Кънчов δίνει 9.824 κατοίκους, διακρίνοντας τους σε 5000 Τούρκους, 2.820 χριστιανούς Βούλγαρους, 1600 Τσιγγάνους, 200 μουσουλμάνους Αλβανούς, 100 χριστιανούς Αλβανούς, 84 Βλάχους και 20 Εβραίους. Ο Brancoff διακρίνει το χριστιανικό πληθυσμό της πόλης σε 3.544 πατριαρχικούς Βούλγαρους, 800 εξαρχικούς Βούλγαρους, 120 Τσιγγάνους, 72 Βλάχους και 30 Αλβανούς. Ο Милојевић σημειώνει 2.580 σπίτια, από τα οποία 1.400 τουρκικά, 950 χριστιανικά μακεδονικά, 175 μουσουλμανικά τσιγγάνικα, 30 βλάχικα και 25 μουσουλμανικά αλβανικά. Στην πόλη απογράφονται το 1913, 10.155 άτομα. Το 1916, σύμφωνα με στοιχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, ο πληθυσμός της πόλης διακρίνεται σε 3.576 πατριαρχικούς, 589 εξαρχικούς και 6.227 μουσουλμάνους [έγγραφο 6541, Αθήναι, 15 Μαρτίου 1916, Προς την εν Παρισίοις Β. Πρεσβείαν]. Το ίδιο έτος, στον πατριαρχικό πληθυσμό προσμετρούνται και 34 προσφυγικές οικογένειες - 126 άτομα [Υπουργείον οικονομικών - Διεύθυνσις Κτημάτων Κράτους, Έκθεσις περί των εν Μακεδονία προσφύγων, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήνα 1916]. Το 1920 απογράφονται 2.909 οικογένειες - 12513 άτομα. Το 1923 απογράφονται ως ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι και φεύγουν για την Τουρκία 1.076 οικογένειες - 4.650 άτομα. [Ευστάθιος Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία 1923 - 1930, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1994]. Τη θέση τους παίρνουν 184 οικογένειες, από τις οποίες, 79 θρακιώτικες, 54 μικρασιάτικες, 44 καυκάσιες και 7 ποντιακές [έγγραφο 109]. Οι πρόσφυγες καταμετρούνται σε 178 οικογένειες - 750 άτομα δύο χρόνια αργότερα [Κατάλογος Ε.Α.Π.]. Το 1928 απογράφονται 10.585 άτομα, από τα οποία 1999 είναι πρόσφυγες της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής και 1.613 πρόσφυγες που ήρθαν στην πόλη πριν το 1922. Το 1932 καταμετρούνται 600 σλαβόφωνες οικογένειες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 αριθμεί 1.000 σλαβόφωνους μη ελληνικής εθνικής συνείδησης και 500 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 12.270 άτομα.
30 Armensko ή Ermensko. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 1.080 κατοίκους. Ο Brancoff, 1.440, όλους εξαρχικούς. Το χωριό είχε ωστόσο και μικρή μερίδα πατριαρχικών [έγγραφο 4278] & [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Κατά την επίθεση του στρατού στο Ίλιντεν σκοτώθηκαν 103 άτομα και τραυματίστηκαν 75. Μόνο 9 σπίτια από τα 160 δεν κάηκαν [Παύλος Κούφης, Άλωνα Φλώρινας, Αθήνα 1990, σ. 32]. Το 1913 απογράφονται 990 άτομα. Το 1920, 171 οικογένειες - 782 άτομα και το 1928, 855 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 198 σλαβόφωνες οικογένειες, 157 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 978 σλαβόφωνους, 300 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 378 ελληνικής και 300 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 682 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Άλωνας. Σήμερα λέγεται Άλωνα.
31 Hasanovo ή Asanova ή Asonovo Selo ή Hasan Oba. Χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 590 κατοίκους, από τους οποίους 540 είναι χριστιανοί Βούλγαρους και 50 Τούρκοι. Ο Brancoff ανεβάζει τους Βούλγαρους σε 600, όλους εξαρχικούς. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278] από το 1902 [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 562 άτομα, το 1920, 507 και το 1928, 639. Το 1932 καταμετρούνται 112 σλαβόφωνες οικογένειες, 102 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 859 σλαβόφωνους, 350 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 209 ελληνικής και 300 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 787 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Μεσοχώριον.
32 Βασίλης Γούναρης, Άννα Παναγιωτοπούλου, Άγγελος Χοτζίδης, Τα γεγονότα του 1903 στη Μακεδονία μέσα από την ευρωπαϊκή διπλωματική αλληλογραφία, Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 166.
33 Rakovo ή Rakova. Πατριαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Μοναστηρίου. Ο Кънчов δίνει 850 κατοίκους και ο Brancoff, 640. Το χωριό παραμένει συνεχώς πατριαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 1008 άτομα, το 1920, 299 οικογένειες - 811 άτομα και το 1928, 740 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 201 σλαβόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 950 άτομα, τα οποία θεωρούνται στο σύνολο τους ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 719 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Κρατερόν.
34 Προξενείο Μοναστηρίου, 2/8/1903, έγγραφο 336.
35 Προξενείο Μοναστηρίου, άνευ αριθμού, 19/8/1903.
36 Προξενείο Μοναστηρίου, 28/8/1903, έγγραφο 644.
37 Žerveni. Μουσουλμανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 430 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 492 άτομα και το 1920, 99 οικογένειες - 537 άτομα. Το 1923 απογράφονται ως ανταλλάξιμοι και φεύγουν για την Τουρκία 55 οικογένειες - 500 άτομα. Τη θέση τους παίρνουν 180 άτομα - 50 οικογένειες, από τις οποίες, οι 2 είναι μικρασιατικές και οι 48 ποντιακές [Πελαγίδης]. Το 1928 απογράφονται 185 άτομα, το δε 1951, μόνο 20. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Άγιος Αντώνιος.
38 Klisura ή Vlahoklisura. Βλάχικο κεφαλοχώρι του καζά Καστοριάς. Ο Weigand σημειώνει 5000 κατοίκους [Gustav Weigand, Die Aromunen. Ethnografische - philologisch - historische Untersuchung, Λειψία 1895]. Ο Кънчов δίνει 3.400 κατοίκους και ο Brancoff, 4800. Η Πατριαρχική Στατιστική δίνει 500 πατριαρχικές και 15 ρουμανίζουσες οικογένειες. Το 1913 απογράφονται 3.200 άτομα, το 1920, 380 οικογένειες - 1.477 άτομα, και το 1928, 1.346 άτομα. Το 1945 καταμετρούνται 1.300 άτομα, 1.250 από τα οποία θεωρούνται ελληνικής εθνικής συνείδησης και 50 ως ρουμανίζοντες [Στατιστική 1945] Το 1951 απογράφονται 750 άτομα. Το χωριό διατηρεί το όνομα Κλεισούρα.
39 Neveska ή Neveasta. Βλάχικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Weigand δίνει 2.000 κατοίκους, ο Кънчов και ο Brancoff 2.300. Η Πατριαρχική Στατιστική σημειώνει 360 πατριαρχικές και 40 ρουμανίζουσες οικογένειες. Το 1913 απογράφονται 1.857 άτομα, το 1920, 303 οικογένειες και 1.176 άτομα, και το 1928, 1.241 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 369 οικογένειες (ομιλούντες όλες την ρουμανικήν), 15 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων ρουμανικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το σχολικό έτος 1939 - 1940, το μειονοτικό ρουμάνικο σχολείο του χωριού είχε 13 μαθητές [Γ.Α.Κ., Αρχείο Ι. Μεταξά, φακ. 36. Το 1945 το χωριό αριθμεί 976 άτομα, 40 από τα οποία θεωρούνται ρουμανίζοντες [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 360 άτομα. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Νυμφαίον.
40 Kastorja ή Kostur ή Kestrije. Πρωτεύουσα του ομώνυμου καζά. Ο Кънчов δίνει 6.190 κατοίκους, από τους οποίους 3.000 χριστιανούς Έλληνες, 1.600 Τούρκους, 750 Εβραίους, 300 χριστιανούς Αλβανούς, 300 χριστιανούς Βούλγαρους και 240 Τσιγγάνους. Ο Brancoff διακρίνει το χριστιανικό πληθυσμό της πόλης σε 4.000 Έλληνες, 400 πατριαρχικούς Βούλγαρους και 72 Αλβανούς. Ο Милојевић δίνει 2.000 σπίτια, από τα οποία 800 τουρκικά, 900 χριστιανικά ελληνικά ή εξελληνισμένα μακεδονικά και βλάχικα, 150 εβραϊκά, 50 χριστιανικά μακεδονικά, 50 χριστιανικά βλάχικα και 50 χριστιανικά τσιγγάνικα. Το 1913 απογράφονται 7.800 άτομα. Το 1916, σύμφωνα με στοιχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, ο πληθυσμός της πόλης διακρίνεται σε 6.315 πατριαρχικούς και 1.565 μουσουλμάνους [έγγραφο 6541. Το 1920 απογράφονται 6.280 άτομα. Το 1923 ανταλλάσσονται 242 οικογένειες - 829 άτομα Τούρκοι και τη θέση τους παίρνουν 101 μικρασιατικές, 1 ποντιακή και 19 θρακιώτικες οικογένειες. Το 1928 υπάρχουν συνολικά 137 προσφυγικές οικογένειες - 588 άτομα [Πελαγίδης]. Στην απογραφή του 1928, η πόλη αριθμεί 10.308 άτομα, και το 1951, 9.468 άτομα.
41 Šešteovo ή Šesteovo. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 890 κατοίκους. Ο Brancoff 544 εξαρχικούς και 496 πατριαρχικούς. Το χωριό γίνεται στη συνέχεια εξ ολοκλήρου εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Ο Симовски γράφει πως στο Ίλιντεν ο οθωμανικός στρατός καίει 30 σπίτια και σκοτώνει 7 αγρότες. Το 1913 απογράφονται 602 άτομα, το 1920, 219 οικογένειες - 864 άτομα, και το 1928, 628 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 70 σλαβόφωνες οικογένειες, οι οποίες θεωρούνται στο σύνολο τους δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 550 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 315 άτομα. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Σιδηροχώριον.
42 D'mbeni ή Dömbeni ή Dombeni ή Dambeni ή Dembeni. Εξαρχικό μακεδονικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.650 και ο Brancoff 1.640 κατοίκους. Ο Симовски γράφει πως στο Ίλιντεν ο οθωμανικός στρατός σκότωσε 31 αγρότες και έκαψε όλο το χωριό. Το χωριό παρέμεινε συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφτηκαν 1.207 άτομα, το 1920, 216 οικογένειες - 944 άτομα και το 1928, 866 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 180 σλαβόφωνες οικογένειες, οι οποίες θεωρούνται στο σύνολο τους δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 780 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται μόνο 19 άτομα. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Δενδροχώριον.
43 Županišta ή Županica. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 630 κατοίκους. Ο Brancoff, 520 εξαρχικούς και 224 πατριαρχικούς. Η πλειοψηφία του χωριού προσχωρεί στην Εξαρχία το 1893 [Ημερολόγιον Χρήστου Παπααργυρίου εκ Ζουπανίστης, αρχείο Στέφανου Δραγούμη - Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, υποφ. 206.1.2]. Το 1913 απογράφονται 557 άτομα και το 1920, 483. Ο Милојевић καταγράφει 120 σλάβικα σπίτια. Το 1928 απογράφονται 471 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 90 σλαβόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932]. Το 1951 απογράφονται 155 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Άνω Λεύκη. Σήμερα ονομάζεται Λεύκη.
44 Kosinec ή Kostenec. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.360 και ο Brancoff 1.560 κατοίκους. Ο Симовски γράφει πως στο Ίλιντεν ο οθωμανικός στρατός σκότωσε 46 άτομα και έκαψε 206 σπίτια. Το χωριό παρέμεινε συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφηκαν 1.021 άτομα, το 1920, 151 οικογένειες - 563 άτομα. Στο χωριό εγκαθίστανται 12 ποντιακές οικογένειες - 58 άτομα [Πελαγίδης]. Το 1928 απογράφονται συνολικά 501 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 110 σλαβόφωνες οικογένειες, οι οποίες θεωρούνται όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 458 άτομα, 400 από τα οποία είναι μακεδονόφωνοι μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, ο ελληνικός στρατός καταστρέφει ολοκληρωτικά το χωριό και οι κάτοικοι στο σύνολο τους προστίθενται στην πολιτική προσφυγιά. Στην απογραφή του 1951 το χωριό είναι έρημο. Το ελληνικό κράτος εγκαθιστά το 1957 Βλάχους από την Ήπειρο. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Ιεροπηγή.
45 Προξενείο Μοναστηρίου, 7/1903, έγγραφο 603.
46 Čerešnica. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 520 και ο Brancoff 640 κατοίκους. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278] από το 1900 [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 660 άτομα, το 1920, 88 οικογένειες - 343 άτομα και το 1928, 328 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 70 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 440 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται μόνο 87 άτομα. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Πολυκέρασον.
47 Prekopana. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 1.100 κατοίκους. Ο Brancoff δίνει 1.612 άτομα, από τα οποία 1.600 είναι εξαρχικοί Βούλγαρους και 12 Βλάχοι. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278] από το 1905 [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 542 άτομα, το 1920, 106 οικογένειες - 436 άτομα, και το 1928, 423 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 95 σλαβόφωνες οικογένειες, 73 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 490 σλαβόφωνους, 400 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης και 90 ελληνικής [Στατιστική 1945]. Το χωριό καταστρέφεται στον εμφύλιο. Στην απογραφή του 1950, είναι έρημο. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Περικοπή.
48 Bobišta ή Bobište. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 684 κατοίκους και ο Brancoff 840. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 243 άτομα. Ο Милојевић δίνει 40 σλάβικα σπίτια. Το 1920 απογράφονται 141 άτομα και το 1928, 155. Το 1932 καταμετρούνται 30 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 196 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 131 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Βέργα.
49 Zagoričani. Μεγάλο χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 3.300 άτομα. Ο Brancoff δίνει 3.672 κατοίκους, από τους οποίους 3.144 εξαρχικούς Βούλγαρους, 450 πατριαρχικούς Βούλγαρους και 48 Βλάχους. Στην επίθεση του στρατού στο Ίλιντεν, πέφτουν νεκροί 25 αγρότες [Симовски]. Το χωριό δέχεται μεγάλη επίθεση των ελληνικών ένοπλων ομάδων το 1905, όπου σφαγιάζονται 62 κάτοικοι. Στη συνέχεια το χωριό περνάει στο σύνολο του στην Εξαρχία [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 2.320 άτομα, το 1920 376 οικογένειες - 1.246 άτομα. Με την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, εγκαθίστανται στο χωριό 33 ποντιακές οικογένειες - 112 άτομα [Πελαγίδης]. Το 1928 απογράφονται 735 άτομα, 72 από τα οποία είναι πρόσφυγες. Το 1932 καταμετρούνται 180 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 910 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 720 άτομα. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Βασιλειάς.
50 Bomboki ή Bombik ή Bombaki ή B'mb'ki. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 260 κατοίκους και ο Brancoff 320. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 228 άτομα. Ο Милојевић δίνει 40 σλάβικα σπίτια. Το 1920 απογράφονται 197, και το 1928, 220 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 40 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1951 απογράφονται 125 άτομα. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Μακροχώρι και κατόπιν Σταυροπόταμος.
51 Kondorobi ή Kondorabi ή Klandorop ή Klandorob. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 190 κατοίκους, και ο Brancoff 288 εξαρχικούς. Το χωριό μετά το 1908 έχει και πατριαρχική μερίδα [έγγραφο 4278] & Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 212 άτομα, το 1920, 88 οικογένειες - 182 άτομα, και το 1928, 235 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 40 σλαβόφωνες οικογένειες, 20 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 300 σλαβόφωνους [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 189 άτομα. Το 1950 το χωριό μετονομάστηκε Μεταμόρφωσις.
52 Višeni. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.150 και ο Brancoff 1.280 κατοίκους. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 960 άτομα, το 1920, 175 οικογένειες - 700 άτομα, και το 1928, 642 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 140 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 650 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 472 άτομα. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Βυσσινέα.
53 Blaca ή Bugarsko Blaca. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 555 και ο Brancoff 760 κατοίκους. Ο Симовски γράφει πως στο Ίλιντεν ο οθωμανικός στρατός σκότωσε 12 άτομα. Το χωριό παρέμεινε συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 424 άτομα, το 1920, 61 οικογένειες - 264 άτομα, και το 1928, 218 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 48 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 245 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 122 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Οξυές. Σήμερα λέγεται Οξυά.
54 Gorno & Dolno Drenoveni. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς, χωρισμένο σε δύο συνοικίες. Ο Кънчов δίνει 650 και ο Brancoff 904 κατοίκους. Το χωριό παρέμεινε συνεχώς εξαρχικό από το 1903 [έγγραφο 4278] & Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 810 άτομα, το 1920, 136 οικογένειες - 723 άτομα, και το 1928, 750 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 110 σλαβόφωνες οικογένειες, 107 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1951 απογράφονται 424 άτομα. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Κρανιώνας.
55 Pozdivišta. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 700 και ο Brancoff 920 κατοίκους. Το χωριό παρέμεινε συνεχώς εξαρχικό από το 1903 [έγγραφο 4278] & [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 968 άτομα, το 1920, 149 οικογένειες - 710 άτομα, και το 1928, 676 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 145 σλαβόφωνες οικογένειες, 142 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 700 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 450 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Χάλαρα.
56 Černovišta ή Čarnovišta. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 260 και ο Brancoff 368 κατοίκους. Το χωριό παρέμεινε εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 207 άτομα, το 1920, 62 οικογένειες - 325 άτομα, και το 1928, 328 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 56 σλαβόφωνες οικογένειες, 50 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 325 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 199 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Μαυρόκαμπος.
57 Προξενείο Μοναστηρίου, 24/8/1903, έγγραφ
58 Mokreni. Μακεδόνικο χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.180 κατοίκους και ο Brancoff 1.464, όλους εξαρχικούς. Το χωριό πέρασε στην Εξαρχία το 1877 [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Εξαρχικό παρέμεινε και μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 764 άτομα, το 1920, 169 οικογένειες - 735 άτομα, και το 1928, 924 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 195 σλαβόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 690 σλαβόφωνους, 200 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 90 ελληνικής και 400 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 798 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Βαρικόν.
59 Gorenci. Χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 2.350 κατοίκους, από τους οποίους οι 1.800 είναι χριστιανοί Βούλγαρους και 550 Τούρκοι. Ο Brancoff ανεβάζει το χριστιανικό πληθυσμό σε 2.680 άτομα: 1.672 πατριαρχικούς Βούλγαρους, 768 εξαρχικούς Βούλγαρους, 180 Βλάχους και 60 Τσιγγάνους. Το 1908, οι εξαρχικές οικογένειες ανέρχονται σε 70 [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 1.731 άτομα. Ο Милојевић δίνει 300 μακεδονικά και 200 τουρκικά σπίτια. Το 1920 απογράφονται 471 οικογένειες - 1.921 άτομα. Το 1923 καταμετρούνται ως ανταλλάξιμοι 75 τουρκικές οικογένειες - 650 άτομα. Το 1926, τη θέση τους έχουν πάρει 87 προσφυγικές οικογένειες: 67 μικρασιατικές, 15 ποντιακές και 5 θρακιώτικες [Πελαγίδης]. Το 1928 οι πρόσφυγες είναι 88 οικογένειες - 358 άτομα [Κατάλογος Ε.Α.Π.]. Το 1928 απογράφονται συνολικά 1.469 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 330 σλαβόφωνες οικογένειες, 30 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1951 απογράφονται 1.835 άτομα. Το 1919 το χωριό μετονομάστηκε Κορησός.
60 Προξενείο Μοναστηρίου, 1/9/1903, έγγραφο 558.
61 Π. Βυσσούλης, Εμπιστευτικές εκθέσεις Γ. Τσορμπατζόγλου έτους 1904 - νέο φως στην προσέγγιση και ερμηνεία των γεγονότων του μακεδονικού αγώνα, στο συλλογικό Ο μακεδονικός αγώνας - συμπόσιο, ό.π., σ. 177 - 190.
62 Κ. Βακαλόπουλος, Η Μακεδονία στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα, σ. 231 - 238.
63 Έκθεση αρ. 4, Θεσσαλονίκη, 27/3/1904.
64 Έκθεση αρ. 12, Αθήναι, 26/7/1904.

του Δημήτρη Λιθοξόου



lithoksou

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...