Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

Μακεδονία: 2.700 χρόνια με παραμύθια και συγκρούσεις εξουσίας. - Ποιοι έχουν πατρίδα και ποιοι είναι πατριώτες

H πιο επαναστατική πράξη είναι πάντα να λέει κανείς δυνατά τι συμβαίνει”
(Rosa Luxemburg) 

Δεν υπάρχει εθνικό ζήτημα ξεκομμένο από το κοινωνικό ζήτημα. Η σύνδεση του εθνικού με το κοινωνικό είναι προϋπόθεση τόσο για την ανάλυση και την κατανόηση του τι συμβαίνει, όσο και για το σχεδιασμό και τελικά, την ίδια την πράξη.

Οι λαοί δεν κλέβουν ιστορίες και πολιτισμούς άλλων λαών....

Έχουν την δικιά τους ιστορία και πολιτισμό, που τα αγαπάνε, ενώ ταυτόχρονα αλληλεπιδρούν με άλλους πολιτισμούς.

Όλα αυτά είναι συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης και ιστορίας. Οι κυρίαρχες τάξεις είναι που κλέβουν τα πάντα για να διατηρούν την κυριαρχία τους πάνω στους λαούς και να τους χειραγωγούν. 

«Τα έθνη όλα έχουν ιστορία. Κάθε λαός έχει και τη δική του ιστορία, βραχύχρονη ή μακρόχρονη. Όλοι οι λαοί έχουν ιστορία. Αντικειμενικά κανένα έθνος δεν γεννιέται σήμερα. Υπάρχει από πολύ καιρό πριν. Η διαδρομή του στο χρόνο, η ιστορία του, αποτελεί το πιο σημαντικό συστατικό στοιχείο της ύπαρξής του. Έθνη χωρίς μνήμη δεν υπάρχουν. 

Έθνη χωρίς ιστορία είναι ανύπαρκτα. Αλλά η εθνική ιστορία, η συλλογική μνήμη ενός έθνους, παρά τις αλληλεπιδράσεις, είναι ξεχωριστή για κάθε εθνική ολότητα» (Μανώλης Γλέζος, Εθνική Αντίσταση 1940-1945, τ. Α΄, Εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 2006).

Ξεκαθαρίζοντας τις ιδέες: Ποιοι έχουν πατρίδα και ποιοι είναι πατριώτες

«Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ' όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια ….. Ενώ εμείς, το μόνο πού διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει, οπού βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε.  

Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαια τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ; ….. Να λοιπόν, ποιος είναι ο πατριωτισμός τους! Αυτός φτάνει μέχρι το σημείο που δεν θίγονται τα οικονομικά τους συμφέροντα» (Άρης Βελουχιώτης, Ο ιστορικός λόγος του στη Λαμία, 22.10.1944, www.marxists.org).

«Η πατρίδα αντιπροσωπεύει το ιερό και αδιαφιλονίκητο δικαίωμα κάθε ανθρώπου, κάθε ομάδας ανθρώπων, ενώσεων, κοινοτήτων, περιοχών, εθνών να αισθάνονται, να σκέπτονται, να θέλουν και να δρουν με τον δικό τους τρόπο... Ο λαός είναι από τη φύση του πατριώτης. Αγαπάει τη γη όπου γεννήθηκε, το κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε. Αυτή η αγάπη, όπως γενικά όλες οι ανθρώπινες αγάπες, είναι στη βάση της ένα αίσθημα αρχικά εντελώς φυσιολογικό, ζωώδες. Δεν είναι καθόλου αρετή ούτε καθήκον ούτε θεωρία. 

Είναι φυσικό γεγονός, αρχικά πολύ περιορισμένο, που δεν ξεπερνά καθόλου τα στενά όρια της κοινότητας. Ο πραγματικός, ζωντανός, ισχυρός, φυσικός πατριωτισμός του λαού, δεν είναι καθόλου εθνικός πατριωτισμός, ούτε καν τοπικός, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του αποκλειστικά κοινοτικός. Αγαπά επίσης τη γλώσσα που μιλάει ή μάλλον δεν γνωρίζει άλλη και μόνο με τη δική του μπορεί να εκφράσει ό,τι σκέφτεται, ό,τι αισθάνεται και να ζήσει κοινωνικά, ανθρώπινα. Ταυτίζεται επίσης με τα έθιμα και τις αληθινές και λαθεμένες αντιλήψεις της χώρας του. 

Αν αυτά τα έθιμα, αυτές οι ιδέες και αυτή η γλώσσα καλύπτουν μια περιοχή, τότε αρχίζει να γίνεται πραγματικά ένας τοπικός πατριώτης. Αν καλύπτουν ένα ολόκληρο έθνος, τότε γίνεται ένας εθνικός πατριώτης. Με την έννοια αυτή, κανείς δεν είναι τόσο βαθιά ούτε τόσο ειλικρινά πατριώτης όσο ο λαός» (Bakunin M., Επιλογή Κειμένων, Eκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 1984).

«Η πατρίδα, δηλαδή το δοσμένο πολιτικό, πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον, είναι ο πιο ισχυρός παράγοντας στην ταξική πάλη του προλεταριάτου …. Το προλεταριάτο δεν μπορεί να αντιμετωπίζει με αδιαφορία και απάθεια τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες της πάλης του, συνεπώς δεν μπορεί να του είναι αδιάφορη και η τύχη της χώρας του. 

Μα η τύχη της χώρας του δεν μπορεί να τον ενδιαφέρει παρά στο βαθμό που αφορά την ταξική πάλη, και όχι εξαιτίας κάποιου αστικού “πατριωτισμού”, που είναι τελείως ανάρμοστος να προφέρεται από χείλια σοσιαλδημοκρατών» (Lenin V.I., Bellicose Militarism and the Anti-Militarist Tactics of Social-Democracy, Proletary, No. 33, 1908).

«Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει να καταχτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη, να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης ….. Η πάλη του προλεταριάτου ….. είναι κατ' αρχήν εθνική» (Marx K., Engels F., Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Εκδ. Γνώσεις, Αθήνα, 1968).

«Προκειμένου να μπορέσουμε να καταπολεμήσουμε κάποιον, χρειάζεται πρώτα ένα έδαφος για να στεκόμαστε επάνω, αέρας, φως και χώρος. Διαφορετικά, όλα είναι αδράνεια …… Η ανεξαρτησία αποτελεί τη βάση οποιασδήποτε από κοινού διεθνούς δράσης ………… πιστεύω ότι υπάρχουν δύο έθνη στην Ευρώπη που δεν έχουν μόνο το δικαίωμα αλλά το καθήκον να είναι εθνικιστές πριν γίνουν διεθνιστές: οι Ιρλανδοί και οι Πολωνοί. Είναι διεθνιστές του καλύτερου είδους, αν είναι πολύ εθνικιστές» (Engels F., Οpinion on the Polish question, A letter to Karl Kautsky, 7.2.1882).

«Όχι κατάργηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, αλλά προώθηση της διεθνούς ενότητας μέσα στην εθνική ποικιλομορφία της» (Bauer Ο., The Question of Nationalities and Social Democracy, Vienna, 1907).

Με δυο λόγια: «Πατρίδα ή θάνατος» (Che Guevara, Ομιλία στη 19η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, 11.12.1964).

Η Μακεδονία ως χώρος και τα ιστορικά ανύπαρκτα: «μακεδονικό έθνος» και «μακεδονική γλώσσα»

Η κοινή ιστορία, πολιτισμός (παραδόσεις, παιδεία, θρησκεία κλπ), γλώσσα, γεωγραφικός χώρος προσδιορίζουν την έννοια του έθνους. Με βάση τα διαθέσιμα αρχαιολογικά ευρήματα και τις ιστορικές αναφορές (φθάνουν περίπου 2.700 χρόνια πριν) στον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας ζούσε από την πρώτη καταγεγραμμένη ιστορική περίοδο ένας λαός, που η γλώσσα του, η παιδεία του, η θρησκεία του ήταν ελληνικές. Το δωδεκάθεο των ελλήνων στον Όλυμπο της Μακεδονίας, προφανώς δεν είχε έδρα σε περιοχή ξένου έθνους βαρβάρων!

Δεν υπήρξε ποτέ «μακεδονική γλώσσα». Την ελληνική γλώσσα μιλούσαν και έγραφαν οι κάτοικοι της Μακεδονίας. Τον βασιλιά Αλέξανδρο, τον φώναζαν και τον έγραφαν ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ στα ελληνικά. Ούτε АЛЕКСАНДР όπως στη σλάβικη γλώσσα της ονομαζόμενης ΠΓΔΜ, ούτε АЛЕКСАНДЪР όπως στη βουλγάρικη γλώσσα. Τι συγγένεια κι αυτή των δύο γλωσσών! Να θέλεις να κρυφτείς και η γλώσσα να μην σε αφήνει!

Ούτε υπήρξε ποτέ «μακεδονικό έθνος», όπως δεν υπήρξε ποτέ «αθηναϊκό έθνος» ή «θεσσαλικό έθνος» ή «σπαρτιάτικο έθνος» κλπ. Ήταν όλοι έλληνες χωρισμένοι σε κράτη-πόλεις, βασίλεια κλπ. Και ως γνωστόν, είχαν μονίμως εμφύλιες διαμάχες και πολέμους για την εξουσία και τον πλούτο βεβαίως! Και όπως είναι και πάλι γνωστό, στους εμφύλιους εμφανίζονται οι πιο άγριες και ακραίες συμπεριφορές. 

Υπήρξαν και τότε μερικοί (ελάχιστοι) ρήτορες – εκφραστές των τότε κυρίαρχων τάξεων, που για να δικαιολογήσουν πολέμους και να συσπειρώσουν τον λαό του τόπου τους, προσπαθούσαν να χαρακτηρίσουν ως βάρβαρους τους κατοίκους της Μακεδονίας με απίστευτα επιχειρήματα-παραμύθια, όπως ότι είχαν βασίλειο και όχι δημοκρατία (τα άλλα ελληνικά βασίλεια δεν τους ενοχλούσαν!) ή για λόγους πολεοδομικούς: δεν είχαν περίκλειστες πόλεις!

Πάνω σε τέτοια αρχαία παραμύθια επιχείρησαν μερικοί να στηρίξουν διάφορα μοντέρνα «μακεδονικά» παραμύθια. Ώσπου ήρθαν οι σύγχρονες ανασκαφές και τα ευρήματα της Βεργίνας και τα όποια περί μακεδονικής γλώσσας, έθνους κλπ παραμύθια, διαλύθηκαν (Μανόλης Ανδρόνικος, Βεργίνα: Οι βασιλικοί τάφοι και οι άλλες αρχαιότητες, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, 1984).

Ποιός ήταν όμως ο γεωγραφικός χώρος που λεγόταν Μακεδονία;

Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα και τις ιστορικές αναφορές (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Στράβων, Παυσανίας, Πολύβιος, Ξενοφών, Κρίτων και Πτολεμαίος), περίπου τα όρια του Μακεδονικού βασιλείου (πριν τις εκστρατείες του βασιλιά Αλέξανδρου) ήταν κυρίως τα σημερινά όρια της περιοχής της Μακεδονίας στην Ελλάδα συν ένα μικρό κομμάτι κυρίως γύρω από την περιοχή του Μοναστηρίου (σημερινά Bitola της ονομαζόμενης ΠΓΔΜ) και δύο ακόμα μικρότερα κομμάτια της σημερινής Αλβανίας και της Βουλγαρίας (βλ. Χάρτη). 

Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της σημερινής περιοχής της ΠΓΔΜ ήταν η Παιονία, που την κατάκτησαν μεν οι βασιλείς της Μακεδονίας, αλλά δεν ήταν Μακεδονία, όπως δεν ήταν Μακεδονία η Θράκη, η Περσία και οι άλλες πολεμικές κατακτήσεις της εποχής εκείνης.

Η πρώτη απόπειρα κατασκευής μακεδονικού θέματος έπειτα από 2.000 χρόνια, το αντάρτικο και η λύση των Βαλκανικών πολέμων

Από την εποχή της κατάκτησης του ελλαδικού χώρου και της διαίρεσής του από τους Ρωμαίους στις επαρχίες της Αχαΐας, της Μακεδονίας και της Ηπείρου, μέχρι λίγο πριν τους Βαλκανικούς πολέμους (δηλαδή για 2.000 χρόνια περίπου), ουσιαστικό θέμα γύρω από την Μακεδονία δεν υπήρξε.

Το θέμα επιχειρήθηκε να κατασκευασθεί λίγο πριν το 1900 με την έναρξη της επεκτατικής πολιτικής της άρχουσας τάξης του τότε Βουλγάρικου βασιλείου, που στόχευε σε πρώτη φάση στην ανεξαρτητοποίηση της Μακεδονίας (από το Οθωμανικό κράτος) με παράλληλο εκβουλγαρισμό των ελληνόφωνων και σλαβόφωνων κατοίκων της και στη συνέχεια, στην προσάρτησή της στη Βουλγαρία. 

Παρά τη βουλγάρικη βία και τρομοκρατία (τέτοια ήταν τελικά και η εξέγερση του Ίλιντεν, όπως αποδείχθηκε από τα ιστορικά ντοκουμέντα), το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ελληνόφωνων και σλαβόφωνων κατοίκων της Μακεδονίας, αυτοπροσδιοριζόμενοι ως έλληνες, ξεκίνησαν και στήριξαν αυτοοργανωμένο αντάρτικο εναντίον οθωμανών, αλλά και βουλγάρων, για 30 και πλέον χρόνια πριν την ανάμειξη του τότε Ελληνικού βασιλείου, που η άρχουσα τάξη του ξεκίνησε τη διεκδίκηση του χώρου της Μακεδονίας μόλις το 1904 με τον αποκαλούμενο Μακεδονικό Αγώνα. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι, ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης των αντάρτικων ομάδων στη βορειοδυτική Μακεδονία, ο καπετάν Κώττας, ήταν έλληνας σλαβόφωνος (έτσι αυτοπροσδιοριζόταν). Όταν συνελήφθη από τους οθωμανούς και οδηγήθηκε στην κρεμάλα (Μοναστήρι / Bitola, 1905) αυτό που φώναξε πριν πεθάνει ήταν: Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια (= Ζήτω η Ελλάδα).

Οι βαλκανικοί πόλεμοι, που ακολούθησαν και το τέλος της οθωμανικής κατοχής της Μακεδονίας, κατέληξαν στα σημερινά περίπου σύνορα, που τότε ήταν σύνορα των βασιλείων της Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας (βασικά).

Στην επιφάνεια του μεσοπολέμου: Η Νότια Σερβία και μετά η Vardarska

Από την λήξη των Βαλκανικών πολέμων και έπειτα, το βασίλειο της Σερβίας, όλη την περιοχή της σημερινής ΠΓΔΜ (που κατείχε πλέον) την αποκαλούσε επίσημα Παλιά Σερβία ή Νότια Σερβία.


Με τη δημιουργία του βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας το 1929 και μέχρι την εισβολή των γερμανών ναζί το 1941 και τον τότε διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, η περιοχή της σημερινής ΠΓΔΜ ονομαζόταν επίσημα διοικητικά επαρχία Vardarska.

Μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την γερμανική κατοχή (δηλαδή συνολικά για 2.640 χρόνια περίπου) δεν υπήρξε κανένα ουσιαστικά θέμα είτε ονομασίας της σημερινής περιοχής της ΠΓΔΜ ως Μακεδονίας, είτε ύπαρξης μακεδονικού έθνους, είτε ύπαρξης μακεδονικής γλώσσας. Ούτε επίσημα από κράτος, ούτε με αυτοπροσδιορισμό των κατοίκων της. Κάτι άλλο όμως ετοιμαζόταν.

Στα υπόγεια του μεσοπολέμου: Ένα νέο παραμύθι αρχίζει να κατασκευάζεται

Καθοριστικό γεγονός για την κατανόηση του τι ακριβώς συνέβη, αποτελεί η δημοσιοποίηση των αρχείων της ονομαζόμενης Τρίτης Διεθνούς ή Κομμουνιστικής Διεθνούς ή Comintern (Communist International), της περιόδου 1919–1943 (η οποία αυτοδιαλύθηκε τον Μάη 1943, μεσούντος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου) και στην οποία ηγεμόνευε πλέον ο Στάλιν (τόσο κατά την περίοδο ασθένειας και ιδίως μετά τον θάνατο του Λένιν) και η ανερχόμενη νομενκλατούρα του, που αποτέλεσε την νέα άρχουσα τάξη στην ΕΣΣΔ (αφού πρώτα εξοστράκισε όλα σχεδόν τα μέλη της κεντρικής επιτροπής των μπολσεβίκων, που είχαν ηγηθεί της οκτωβριανής επανάστασης).

Στο 5ο Συνέδριο της Comintern (1924) με τις ευλογίες του Στάλιν περνάει η πολιτική για μια «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Σοβιετική Ομοσπονδία». Η πολιτική απόφαση δεν αναγνώριζε πουθενά «μακεδονικό έθνος» και «μακεδονική γλώσσα», αλλά «μακεδονικό λαό» και «μακεδονικό πληθυσμό, χωρίς διάκριση εθνότητας». Στην έννοια «μακεδονικός λαός» συμπεριλαμβάνονταν όλες οι εθνότητες της Μακεδονίας: Έλληνες, Σλάβοι, Βούλγαροι, Αλβανοί, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι, Ρομά, και η κάθε εθνότητα με τη δική της γλώσσα. Στόχευε δηλαδή, σε μια πολυεθνική σοσιαλιστική Μακεδονία στο πλαίσιο μιας σοσιαλιστικής βαλκανικής ομοσπονδίας υπό τον άμεσο έλεγχο της νομενκλατούρας της ΕΣΣΔ.
         
Η Comintern επέβαλλε αυτήν την πολιτική στα βαλκανικά ΚΚ εκτιμώντας ότι έτσι θα βοηθήσει την επανάσταση στη Βουλγαρία (για λόγους τακτικής δηλαδή) και αφού πρώτα άσκησε δριμεία κριτική στο ΚΚ Βουλγαρίας (ΚΚΒ) ότι είχε υποκύψει στον βουλγάρικο εθνικισμό. Οι εξελίξεις και η αποτυχία αυτής της πολιτικής απέδειξαν ότι αυτή η τακτική της Comintern ήταν τυχοδιωκτισμός.
         
Mια μερίδα και κυρίως η ηγεσία του ΚΚΕ (πρώην ΣΕΚΕ) αποδέχτηκε τελικά αυτήν την πολιτική με τη δικαιολογία ότι το κάνει για λόγους διεθνιστικής αλληλεγγύης προς το ΚΚΒ (!). Μεταξύ πολλών άλλων μελών, ο μαρξιστής ιστορικός Γιάννης Κορδάτος διαφώνησε με αυτήν την πολιτική και εξοστρακίσθηκε από τη θέση του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ/ΣΕΚΕ και αργότερα διαγράφηκε. Κατηγόρησε ανοικτά την νέα σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ ότι ερμήνευε χοντροκομμένα και σχηματικά τον μαρξισμό-λενινισμό και ότι πήρε τον στραβό δρόμο.
           
Πατώντας πάνω στη πολιτική της Comintern, το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ) το 1934 κάνει ένα ακόμα βήμα: βαφτίζει «μακεδονικό έθνος» τον σλάβικο πληθυσμό της Μακεδονίας και περνάει αυτήν τη θέση κι από την γραμματεία των βαλκανικών ΚΚ. Αργότερα, το ΚΚΓ χάραξε την πολιτική για μια ανεξάρτητη Μακεδονία στο πλαίσιο όμως μιας Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.

Οι δύο πολιτικές, της Comintern και του ΚΚΓ, μοιάζανε, αλλά δεν ήταν ίδιες. Η Comintern μιλούσε για πολυεθνική ανεξάρτητη Μακεδονία στο πλαίσιο μια Βαλκανικής Ομοσπονδίας, χωρίς να αναγνωρίζει μακεδονικό έθνος και γλώσσα, ενώ το ΚΚΓ μιλούσε για ανεξάρτητη Μακεδονία με μακεδονικό έθνος και γλώσσα στο πλαίσιο μιας Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.

Το εργαστήριο κατασκευής «εθνικά μακεδόνων» στον μεσοπόλεμο

Τα βαλκανικά ΚΚ ήταν αδύνατον να καταλάβουν την έννοια «μακεδονικό έθνος» ή «σλαβομακεδονικό έθνος». Όμως αυτή η πολιτική έλυνε αρκετά προβλήματα μεταξύ τους. Έβαζε φρένο στον βουλγάρικο εθνικισμό (από τον οποίο έπασχε το ΚΚΒ) καθώς επίσης και στη διαμάχη μεταξύ ΚΚΒ και ΚΚΓ για το αν ήταν βουλγάρικης ή γιουγκοσλάβικης εθνικότητας οι σλάβοι κάτοικοι της Μακεδονίας. Οπότε, βαφτίζοντας «μακεδονικό έθνος» τους σλάβους κατοίκους της Μακεδονίας, όλα αυτά λύνονταν.
          
Έτσι κατασκευάσθηκε το «μακεδονικό έθνος»! Σε κομματικές συνεδριάσεις! Και επειδή οι κάτοικοι της Μακεδονίας δεν είχαν ιδέα ότι ανήκουν στο «μακεδονικό έθνος», ανέλαβε κυρίως το ΚΚΓ να τους το μάθει. Με το καλό ή με το ζόρι. Η μαρξιστική θέση του Λένιν για το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιάθεσης των λαών και των εθνών, αποφασίσθηκε να πάει να κάνει διακοπές (Lenin V.I., Το δικαίωμα των εθνών για την αυτοδιάθεσή τους, Εκδ., Στοχαστής, Αθήνα, 1974).

Για την υλοποίηση των παραπάνω, το ΚΚΓ αποφασίζει να ιδρύσει στο πλαίσιό του και ένα ΚΚ στην επαρχία Vardarska της Γιουγκοσλαβίας, ονομάζοντάς το: ΚΚ Μακεδονίας (ΚΚΜ). Δεν μπορούσε όμως να το ιδρύσει, διότι δεν έβρισκε στελέχη! Και από την άλλη μεριά, ο εσωτερικός διάλογος με γιουγκοσλάβους ειδικούς, από τους οποίους περίμεναν να γράψουν κείμενα για το «μακεδονικό έθνος» και να κωδικοποιήσουν την «σλαβομακεδονική γλώσσα» (που δεν υπήρχε ως γραπτός λόγος), είχε τραγικά αποτελέσματα. 

Ενδεικτικά, σε μια σύσκεψη το 1939, γιουγκοσλάβοι πανεπιστημιακοί, αφού δήλωσαν ότι δεν είναι δυνατόν να τους ζητάνε να γράψουν παραμύθια ότι κατάγονται από τον Μ. Αλέξανδρο, τους αποτέλειωσαν λέγοντας ότι δεν ξέρουν κανέναν κάτοικο της πόλης των Σκοπίων, που να αυτοπροσδιορίζεται ως Μακεδόνας!
         
Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο, ζητήθηκε βοήθεια από έξω. Με συμφωνία του Τίτο (ηγέτης του ΚΚΓ) και του Δημητρώφ (ηγέτης του ΚΚΒ), στάλθηκε (το 1940) στέλεχος του ΚΚΒ στην περιοχή της Vardarska για να στήσει οργανώσεις, να ιδρυθεί το ΚΚΜ και να γίνει η δουλειά.
         
Από την άλλη πλευρά, το ΚΚΕ πέρα από τη διάσπαση που υπέστη ένεκα της αποδοχής της πολιτικής της Comintern για ανεξάρτητη Μακεδονία, δεχόταν επιθέσεις τόσο από το ελληνικό αστικό κατεστημένο ότι είναι προδοτικό κόμμα (παίρνοντας έτσι την πρώτη ρετσινιά) και άρχισαν διώξεις των μελών του, όσο κι από την σταλινική νομενκλατούρα της ΕΣΣΔ, που το κατηγορούσε ότι δέχθηκε μεν την πολιτική αλλά δεν την υλοποιούσε επαρκώς. 
      
Η ζημιά που έπαθε ήταν τεράστια. Έτσι το ΚΚΕ το 1935, εγκατέλειψε τη θέση για ανεξάρτητη Μακεδονία και υιοθέτησε τη γραμμή για «πλέρια ισοτιμία στις μειονότητες» με τη δικαιολογία ότι άλλαξε η εθνολογική σύνθεση στην ελληνική Μακεδονία. Δεν εγκατέλειψε όμως τη θέση για ύπαρξη «μακεδονικού έθνους», την οποία και προπαγάνδιζε προσπαθώντας να εντάξει στο κόμμα σλαβόφωνους της Μακεδονίας. 
     
Χαρακτηριστικά το 1935, το ιδεολογικό του περιοδικό ΚΟΜΕΠ (Κομμουνιστική Επιθεώρηση) προπαγάνδιζε άρθρο στελέχους του ΚΚΒ περί «μακεδονικού έθνους», υποστηρίζοντας ότι αυτό προέρχεται από ανάμειξη σλάβων με τους αρχαίους μακεδόνες, οι οποίοι δεν ήταν έλληνες. Η Comintern ανέχθηκε τη νέα γραμμή του ΚΚΕ. Τα βαλκανικά ΚΚ διαφωνούσαν.
          
Πάντως, όλη αυτή η κατασκευή «μακεδονικού έθνους» επηρέαζε ελάχιστο κόσμο στην περίοδο του μεσοπολέμου. Ήταν σε μικρή εργαστηριακή κλίμακα.

Η βιομηχανία κατασκευής «εθνικά μακεδόνων» από την γερμανική κατοχή και μετά

Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, η βουλγάρικη εξουσία, που είχε συνεργασθεί πλήρως με τους γερμανούς ναζί, εξαπέλυσε νέο κύμα βίας και τρομοκρατίας για τον εκβουλγαρισμό στην περιοχή της Μακεδονίας (και Θράκης) λειτουργώντας πλέον ως κατακτητής.

Χρειάζεται εδώ να υπογραμμισθεί ότι μεσούσης της γερμανικής κατοχής (1943), ήταν το ΕΑΜ, που οργάνωσε μαζικές μαχητικές διαδηλώσεις (όπου σκοτώθηκαν ΕΠΟΝίτες) στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη (και σε συνοικίες της) και σε πολλές πόλεις της Ελλάδας ανατρέποντας την επέκταση της βουλγαρικής φασιστικής κατοχής στη Μακεδονία. 

Την ώρα που η «εθνικοφροσύνη» είτε συνεργαζόταν με τους φασίστες κατακτητές στο εσωτερικό είτε ήταν απούσα στο εξωτερικό, το ΕΑΜ με προκήρυξη που κατέληγε στο σύνθημα «Ζήτω η ελληνική Μακεδονία και Θράκη» αγκάλιασε πλατύτερα στρώματα αντίστασης. Αυτούς αργότερα ονόμασαν «εαμοβούλγαρους» οι συνεργάτες-δοσίλογοι και οι απόντες της αντίστασης.

Το γιουγκοσλαβικό κίνημα αντίστασης (με την ηγεσία του Τίτο) πολέμησε κατά των γερμανών κατακτητών στην περιοχή της Γιουγκοσλαβίας και κατά του βουλγάρικου φασισμού, αλλά στην περιοχή της σημερινής ΠΓΔΜ, καθώς και σε ελληνικές περιοχές της Μακεδονίας (Φλώρινα, Καστοριά, Έδεσσα κλπ) έκανε άλλα πράγματα. Ίδρυσε σλάβικο λαϊκό απελευθερωτικό μέτωπο στις περιοχές αυτές και μάλιστα με την συγκατάθεση του ΚΚΕ (που εκτιμούσε ότι έτσι θα προσελκύονταν σλαβόφωνοι στην αντίσταση), ενώ το ΕΑΜ διαφώνησε πλήρως και θεωρούσε αυτήν την κίνηση διασπαστική για την αντίσταση.
            
Στο γιουγκοσλαβικό κίνημα αντίστασης υπήρχαν τότε δύο γραμμές. Η μια ήταν αυτή του Τίτο και του νεοϊδρυθέντος ΚΚΜ, που προπαγάνδιζε την ανεξαρτητοποίηση της Μακεδονίας και την ένταξή της σε μια γιουγκοσλαβική ομοσπονδία μετά τον πόλεμο και η άλλη, που προπαγάνδιζε την πλήρη ανεξαρτησία της Μακεδονίας ως κράτος (αυτήν την θέση υποστήριζε τότε ο Kiro Gligorov, μετέπειτα πρόεδρος της ΠΓΔΜ). Και οι δύο γραμμές αναφέρονταν σε μακεδονικό έθνος. Η εξέλιξη του πολέμου οδήγησε ως γνωστόν, στην επικράτηση της γραμμής του Τίτο.
          
Για την υλοποίηση της γραμμής του Τίτο, δημιουργήθηκαν σλάβικα στρατιωτικά τάγματα, που διείσδυαν από την Γιουγκοσλαβία στις ελληνικές περιοχές της Μακεδονίας, προπαγανδίζοντας ότι ο «μακεδονικός λαός» πρέπει να αγωνισθεί για την ανεξαρτησία μιας περιοχής που έφθανε μέχρι και τη Θεσσαλονίκη και για συνένωση με τη Γιουγκοσλαβία. Ταυτόχρονα, ενώ προσπαθούσαν να στρατολογήσουν σλαβόφωνους, η αντιστασιακή δράση τους ήταν πολύ αμφισβητούμενη. Δρούσαν ανεξάρτητα από τον ΕΛΑΣ και ενώ πολλές φορές τους ζητήθηκε να καλύψουν συγκεκριμένες περιοχές κατά των γερμανών, το αρνήθηκαν ή το αγνόησαν, αφήνοντας ακάλυπτες τις αντιστασιακές δυνάμεις.

Η αυτονομιστική και επεκτατική δράση των σλαβόφωνων ταγμάτων, παρά τον συνεχή ανεφοδιασμό με οπλισμό και τρόφιμα από την Γιουγκοσλαβία, είχε ελάχιστη επιρροή στους σλαβόφωνους των ελληνικών περιοχών της Μακεδονίας: συνολικά 2.000 άτομα περίπου στρατολογήθηκαν, ενώ πολλές χιλιάδες ήταν οι σλαβόφωνοι, που αρνήθηκαν την αυτονομιστική προπαγάνδα και εντάχθηκαν στις τάξεις του ΕΛΑΣ.
           
Μπροστά στην αυτονομιστική και υπονομευτική δράση, ο στρατιωτικός διοικητής Ευρυπίδης Μπακιρτζής και ο καπετάνιος Μάρκος Βαφειάδης της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ συγκρούσθηκαν ένοπλα με τα αυτονομιστικά σλαβόφωνα τάγματα, διαδραματίζοντας και ρόλο φύλαξης των συνόρων από τις συνεχείς επιδρομές τους.
        
Επίσης, ο Μ. Βαφειάδης αποκάλυψε ότι τις συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τους αυτονομιστές σλαβόφωνους, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν και οι άγγλοι, που δρούσαν με στρατιωτικούς συνδέσμους στην κατεχόμενη Ελλάδα, υποδαυλίζοντας σοβινιστικές διαθέσεις μέσα στους σλαβόφωνους (με τη σιωπή της ελληνικής αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού), με απώτερο σκοπό την αποδυνάμωση του ΕΛΑΣ ιδίως στην μεταπολεμική Ελλάδα και τη διευκόλυνση ανάληψης και διατήρησης της εξουσίας από την ελληνική άρχουσα τάξη. Είναι χαρακτηριστική η διαπίστωσή του ότι οι Άγγλοι ενίσχυσαν με χρήματα, όπλα, πυρομαχικά και ρίψεις ανεφοδιασμού τα σλαβόφωνα τάγματα, που σχεδίαζαν την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
          
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι, άγγλοι αξιωματικοί (στρατιωτικοί σύνδεσμοι στην κατεχόμενη Ελλάδα) στις εκθέσεις τους προς την αγγλική κεντρική διοίκηση και κυβέρνηση ανέφεραν ότι δεν διαπίστωναν καμιά εθνική μακεδονική συνείδηση στους σλαβόφωνους της Μακεδονίας, αλλά παρά ταύτα συνέπλεαν και υποδαύλιζαν τη σοβινιστική προπαγάνδα για τους προαναφερόμενους λόγους.

Βαφτίσια με νονά την τιτοϊκή νομενκλατούρα

Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τίτο με την ανερχόμενη νομενκλατούρα του, που αποτέλεσε την νέα άρχουσα τάξη στην Γιουγκοσλαβία, μετονόμασε την περιοχή Vardarska αρχικά σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και στη συνέχεια σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» και ανακοίνωσε δημόσια (1944) ότι στόχος του ήταν να ενώσει όλα τα τμήματα της Μακεδονίας (Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας, Βουλγαρίας), που διασπάστηκαν μετά τους βαλκανικούς πολέμους.

Στη βουλγαρο-γιουγκοσλαβική Διάσκεψη Κορυφής του Bled το 1947, η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία συμφώνησαν στην πολιτική μιας «Ομοσπονδίας των Νότιων Σλάβων», όπου στο μέλλον η Μακεδονία του Πιρίν (της Βουλγαρίας) θα προσαρτάτο στην Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας (της Γιουγκοσλαβίας) συμπεριλαμβάνοντας και τις ελληνικές περιοχές της Μακεδονίας, ανάλογα με την εξέλιξη του εμφύλιου πολέμου στην Ελλάδα. 

Η τιτοϊκή νομενκλατούρα προσπαθούσε να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό της για ηγεμονία σε όλα τα Βαλκάνια. Ο Στάλιν διαφώνησε πλήρως με αυτήν την πολιτική (δεν ήθελε βεβαίως να χάσει την ηγεμονία του) και το 1948 επήλθε η ρήξη μεταξύ Στάλιν και Τίτο. Το σχέδιο της «Ομοσπονδίας των Νότιων Σλάβων» δεν προχώρησε.

Από την άλλη πλευρά, ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στη Ελλάδα, έφερε την σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ με τον Ζαχαριάδη να κινείται στην κόψη του ξυραφιού. Ήταν σταθερά προσηλωμένη στον Στάλιν, αλλά ταυτόχρονα προσπαθούσε να διατηρεί καλές σχέσεις με τον Τίτο γιατί είχε ανάγκη από τις εφεδρείες των σλαβόφωνων ταγμάτων, τα οποία ενώ τα είχε κατηγορήσει για αυτονομιστική δράση, το 1946 έκανε με αυτά στρατιωτική συμμαχία. Το ΚΚΕ τα χρειαζόταν για τον εμφύλιο και ο Τίτο βοηθούσε για το «μακεδονικό» του σχέδιο.

Η ρήξη Στάλιν - Τίτο και η σταθερή τοποθέτηση του ΚΚΕ στο πλευρό του Στάλιν, οδήγησε τα αυτονομιστικά σλαβόφωνα τάγματα σε μια τελευταία προπαγανδιστική εκστρατεία: κατηγόρησαν το ΚΚΕ ότι τους πρόδωσε στο σχέδιο ανεξαρτητοποίησης, ότι άδικα σκοτώθηκαν οι σλαβόφωνοι πολεμώντας και κάλεσαν τους σλαβόφωνους να φύγουν στην γιουγκοσλαβική «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». 

Όπως και πριν, έτσι και τώρα, ένα μικρό μέρος των σλαβόφωνων υιοθέτησε την αυτονομιστική προπαγάνδα και το παραμύθι περί «μακεδονικού έθνους» και μετεγκαταστάθηκαν στη Γιουγκοσλαβία (από αυτούς τους πρόσφυγες κατάγεται ο καθόλου τυχαία ακραίος εθνικιστής Nikola Gruevski, τ. πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ). Το μεγαλύτερο μέρος των σλαβόφωνων απέρριψε την προπαγάνδα αυτήν, και παρέμειναν συνεχίζοντας να αυτοπροσδιορίζονται ως έλληνες. 

Από αυτούς, ένα μέρος που στην κατοχή είχε πολεμήσει στις τάξεις του ΕΛΑΣ συνέχισε στον εμφύλιο υποστηρίζοντας ή εντασσόμενο στον ΔΣΕ (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας), ενώ ένα άλλο μέρος υποστήριξε ή εντάχθηκε στον ΕΣ (Εθνικός Στρατός). Είναι αξιοσημείωτο, ότι ένα μέρος των σλαβόφωνων που υποστήριξε τον ΕΛΑΣ, αποχώρησε ένεκα των θέσεων του ΚΚΕ περί «μακεδονικού έθνους» κλπ και τελικά υποστήριξε τον ΕΣ.

Το λεγόμενο μακεδονικό ζήτημα καθόρισε σημαντικά την εξέλιξη του εμφύλιου πολέμου, αλλά και αντίστροφα, η εξέλιξη του εμφύλιου καθόρισε σημαντικά το μακεδονικό.

Εθνικοφροσύνη: Η σιωπή των αμνών, η υποκρισία, το πλυντήριο των ψευτοπατριωτών και τα κρυμμένα ταξικά συμφέροντα

Σε όλη την περίοδο (κατοχή, εμφύλιος, μετεμφυλιακή περίοδος), που κατασκευαζόταν το «μακεδονικό έθνος» και το αντίστοιχο ζήτημα, το πολιτικό προσωπικό της λεγόμενης «εθνικοφροσύνης» (αποτελούμενη διαχρονικά κυρίως από δεξιούς, ακροδεξιούς, βασιλόφρονες, χουντικούς, φασίστες και δοσίλογους – συνεργάτες των γερμανών ναζί) ως πολιτική εκπροσώπηση της ελληνικής άρχουσας τάξης, προκειμένου να πάρει την εξουσία (κατοχή - εμφύλιος) και να την διατηρήσει (μετεμφυλιακή περίοδος) ακολούθησε μια διπλή πολιτική: από την μια μεριά προπαγάνδιζε ότι ήταν προδότες το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και μετά ο ΔΣΕ, και από την άλλη, δεν έβγαλε άχνα όταν ο Τίτο υλοποιούσε τα σχέδια του (ανακήρυξη Δημοκρατίας της Μακεδονίας ως ομόσπονδου κρατιδίου της Γιουγκοσλαβίας). 
          
Κι αυτό, γιατί οι άγγλοι και μετά οι αμερικανοί, που ήταν το στήριγμά τους για να πάρουν και να διατηρήσουν την εξουσία στην Ελλάδα, επέβαλλαν την σιωπή της εθνικοφροσύνης (της εξαρτημένης άρχουσας τάξης και του πολιτικού της προσωπικού), αφού θέλανε να έχουν από κοντά τον Τίτο, που ήταν σε ρήξη με τον Στάλιν (ψυχρός πόλεμος γαρ).
         
Στην μετεμφυλιακή περίοδο καθώς και στην περίοδο της χούντας, παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των τότε σλαβόφωνων κατοίκων των ελληνικών περιοχών της Μακεδονίας αυτοπροσδιορίζονταν ως έλληνες, υπέστησαν καταπίεση και διωγμούς από το «εθνικόφρον» ελληνικό αστικό κατεστημένο, ανεξάρτητα από το αν είχαν υποστηρίξει τον ΕΣ ή το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ. Παρόλα όσα υπέστησαν, είναι εξαιρετικής σημασίας να υπογραμμισθεί ότι οι τότε σλαβόφωνοι και οι νεώτερες γενιές τους παρέμειναν σταθεροί στον αυτοπροσδιορισμό τους και με την πάροδο των χρόνων (μέχρι σήμερα) φάνηκε ότι ήταν και είναι περισσότερο έλληνες πατριώτες και αγωνιστές από τους ψευτοπατριώτες διώκτες τους.
            
Επί μισό περίπου αιώνα (από τη δημιουργία του γιουγκοσλαβικού ομόσπονδου κρατιδίου της Μακεδονίας επί Τίτο μέχρι την ανακήρυξή του ως ανεξάρτητο κράτος το 1991 με την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας), το ελληνικό αστικό πολιτικό κατεστημένο όχι μόνο σιώπησε, αλλά προχώρησε και σε επίσημες συναλλαγές (καταγεγραμμένες σε επίσημα κρατικά ντοκουμέντα) με το ομόσπονδο κρατίδιο της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Υπάρχει παραπάνω υποκρισία; Υπάρχει!
          
Με την ανακήρυξη του ανεξάρτητου κράτους, το πολιτικό προσωπικό της ανερχόμενης νέας άρχουσας τάξης του, που προέκυψε μέσα από τα σπλάχνα της διαλυμένης πλέον γιουγκοσλαβικής νομενκλατούρας, προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του και να χειραγωγήσει τον λαό, καλλιέργησε και προέβαλλε έναν ακραίο εθνικισμό και επεκτατισμό (χάρτες με αλύτρωτες πατρίδες σε Ελλάδα-Βουλγαρία, σημαία με τον ήλιο της Βεργίνας, νομίσματα – σχολικά βιβλία με Λευκό Πύργο, Μ. Αλέξανδρο κλπ) επιφέροντας την αντίδραση του ελληνικού λαού, που βλέποντας απειλή και κλοπή μέρους του πολιτισμού και της ιστορίας του, εκφράστηκε με πρωτοφανή μαζικά συλλαλητήρια το 1992. 
         
Σε αυτά, συμμετείχε επιδεικτικά αυτοπροβαλλόμενο το πολιτικό προσωπικό της εθνικοφροσύνης, αξιοποιώντας τα για να ξεπλύνει την μισού αιώνα στάση του και επιχειρώντας να τη σβήσει από τη μνήμη του λαού στο πλαίσιο χειραγώγησής του, αλλά και αναπαραγωγής της αστικής κυριαρχίας.
             
Όμως, για την ελληνική άρχουσα τάξη, πέρα από την αναπαραγωγή της κυριαρχίας της στο εσωτερικό, αυτό που προείχε και προέχει είναι η αναζήτηση νέων ευκαιριών κερδοσκοπίας. Το εργατικό δυναμικό των γειτόνων είναι μια εξαιρετική ευκαιρία: αμείβονται 3 φορές πιο κάτω από το έτσι κι αλλιώς χαμηλά αμειβόμενο ελληνικό και είναι και δίπλα μας! Το ίδιο αναζητούσε και η γειτονική άρχουσα τάξη: ξένες επενδύσεις να γίνονται, κοινές ή συνδυαζόμενες μπίζνες, χρήμα να κυκλοφορεί και ιδού οι νέες ευκαιρίες κερδοσκοπίας και γι’ αυτήν.

Χρειαζόταν μια πολιτική στις σχέσεις των δύο χωρών, τέτοια που να ανοίγει το δρόμο για μπίζνες χωρίς να τις εμποδίζει ο εκατέρωθεν εθνικισμός, αλλά και χωρίς να απουσιάζει στο εσωτερικό για να χειραγωγούνται και να κυριαρχούνται οι δύο λαοί. Το μακροχρόνια έμπειρο ελληνικό πολιτικό προσωπικό τοποθετήθηκε: πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ). Έστω προσωρινά και διεθνώς. Και οι δύο είχαν κάτι να πουν εσωτερικά: οι μεν ότι όπως και νάναι έχει το «Μακεδονία», οι δε ότι έχει το «πρώην» οπότε δεν ισχύει τίποτα. Πέρασε και το ότι δεν θα μπει η ΠΓΔΜ σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, αν δεν συμφωνηθεί οριστικά το όνομα: να υπάρχει ανοικτό πεδίο για παιχνίδια εξουσίας και συναλλαγών.
          
Έτσι κι έγινε. Στο “final four” της διείσδυσης ξένου κεφαλαίου στην ΠΓΔΜ είναι πλέον η ελληνική άρχουσα τάξη με πάνω από 400 εταιρίες, που “αξιοποιούν” το ντόπιο φθηνό εργατικό δυναμικό, με έλεγχο βασικών τομέων της οικονομίας (πχ ενέργεια), δηλαδή, με εκμετάλλευση και εξάρτηση από το ελληνικό κεφάλαιο. Γι’ αυτούς, οποιαδήποτε λύση είναι αποδεκτή – αλλού είναι το θέμα λένε: να μπούμε κι άλλο μέσα να εκμεταλλευτούμε και να κερδοσκοπήσουμε.
            
Οι εθνικισμοί λειτουργούν ως κάλυμμα συγκρουόμενων ταξικών συμφερόντων. Οι ιδέες δεν αιωρούνται αδέσποτες στον αέρα. Έχουν πάντα υλικές βάσεις στην κοινωνία. Έτσι και οι εθνικιστικές ιδέες και η συγκεκριμένη κάθε φορά κατεύθυνση και αξιοποίησή τους αντιστοιχούνται σε πολύ συγκεκριμένα υλικά συμφέροντα κάποιων συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων.

Αλλά δεν φτάνουν αυτά. Υπάρχει η ανάγκη ένταξης της ΠΓΔΜ στην ΕΕ (τα μεγάλα ευρωπαϊκά κεφάλαια αναζητούν νέα και ασφαλή πεδία επέκτασης) και κυρίως, η ένταξη στο ΝΑΤΟ, διότι βεβαίως υπάρχουν και οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί. Η προσωρινή λύση καλή ήταν μέχρι τώρα, αλλά πλέον δεν αρκεί. Οι ΗΠΑ, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ θέλουν να επιβάλλουν άμεση λύση εδώ και τώρα με έναν «έντιμο συμβιβασμό».

Η «μακεδονική σαλάτα» και τα αναπόφευκτα συμπεράσματα

Ο όρος «μακεδονική σαλάτα» (salade Μacédoine) αφορά ένα μείγμα διαφορετικών λαχανικών (ή μερικές φορές διαφορετικών φρούτων), κομμένων σε πολύ μικρούς κύβους. Ο όρος αυτός εμφανίστηκε στα γαλλικά στα τέλη του 19ου αιώνα με υπαινιγμό στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, όπου οι λαοί εμφανίστηκαν στους χάρτες της εποχής, ως μείγμα χρωμάτων διαφορετικών εθνών και γλωσσών. Είναι κοινά αποδεκτή, χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ευρύτατα για να περιγράψει την πραγματικότητα στην περιοχή της Μακεδονίας.
        
Στη «μακεδονική σαλάτα», κάθε λαχανικό έχει το δικό του όνομα και όλα μαζί κάνουν τη «μακεδονική σαλάτα». Κανένα από αυτά δεν λέγεται «μακεδονικό».

Αφού λοιπόν όλοι ανεξαιρέτως αποδέχονται πολιτικά αυτήν την προσέγγιση, συνεπάγεται ότι έτσι ακριβώς και στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, τόσο στα τέλη του 19ου αιώνα, όσο και σήμερα, κατοικούσαν και κατοικούν διάφορα έθνη με τις γλώσσες τους: Έλληνες, Σλάβοι, Βούλγαροι, Αλβανοί, Εβραίοι, Ρομά κλπ. 

 Δεν μπορεί λοιπόν, ένα από αυτά τα έθνη να αυτοονομασθεί «μακεδονικό έθνος» με «μακεδονική γλώσσα» και να συγκροτήσει κράτος με όνομα «Μακεδονία» σε ένα μικρό τμήμα της πολυεθνικής γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας, διότι αυτό σημαίνει ότι αναγορεύεται σε “ιδιοκτήτη” όλης της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας και αυτόματα όλα τα άλλα έθνη γίνονται παρείσακτα και αργά ή γρήγορα (ομολογημένα ή ανομολόγητα) θα τεθεί θέμα εξοστρακισμού τους από το συνολικό οικόπεδο του “ιδιοκτήτη”. Η κοινά αποδεκτή προσέγγιση της «μακεδονικής σαλάτας» πάει περίπατο.
            
Δεν χρειάζεται το έθνος αυτό να έχει τη στρατιωτική δύναμη για να το πετύχει. Αρκεί κάποια χρονική στιγμή αυτό να ικανοποιεί τα σχέδια ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού τους. Οι δυνάμεις αυτές, πάντοτε μια αφορμή χρειάζονται, ένα “εθνικό αφήγημα”, μια ψευδο-αιτία για να παρέμβουν και να αλλάξουν τα σύνορα σύμφωνα με τους προκύπτοντες συσχετισμούς δυνάμεων και τις ζώνες επιρροής και εκμετάλλευσης, οδηγώντας τελικά στην καταστροφή και στην προσφυγιά όλους τους εμπλεκόμενους λαούς και έθνη, μηδενός εξαιρουμένου.

Προφανώς ισχύει και οφείλει να αναγνωρίζεται και να εφαρμόζεται η αρχή και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών και των εθνών (Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, 26.6.1945, καθώς και Lenin V.I., Το δικαίωμα των εθνών για την αυτοδιάθεσή τους, Εκδ., Στοχαστής, Αθήνα, 1974). Ναι, αλλά αυτό το δικαίωμα δεν περιλαμβάνει και «την κλοπή των πολιτισμών και της ιστορίας άλλων λαών και εθνών». Διότι τότε θα ίσχυε ο χαρακτηρισμός του Marx για «πολιτισμο-κάπηλους».

Πέρασαν 27 χρόνια χαμένα; Κάθε άλλο. Διαρκείς ήττες των εθνικισμών προέκυψαν στην Ελλάδα και στην ΠΓΔΜ. Στην Ελλάδα, άλλαξε ο τρόπος προσέγγισης της πλειονότητας του λαού στο θέμα αυτό. Στην ΠΓΔΜ, άλλαξαν σημαία, αγάλματα, καταγωγή από αρχαίους μακεδόνες, αποδοχή και αναγνώριση πολυεθνικότητας (αλβανών, βουλγάρων, σέρβων κλπ, όχι ελλήνων ακόμα) μέχρι το «είμαστε σλάβοι, δεν έχουμε σχέση με Μακεδόνες, που είναι Έλληνες», διατυπώθηκε από επίσημα χείλη όπως ο Kiro Gligorov (1ος πρόεδρος ΠΓΔΜ) και ο Ljubčo Georgievski (3ος πρωθυπουργός ΠΓΔΜ).
        
Υπάρχει βέβαια και η προσέγγιση των τετελεσμένων: η στάση που ακολουθούν οι περισσότερες χώρες στον κόσμο επί του θέματος. Και τι σημαίνει αυτό; Ότι οι λαοί πρέπει να υποκλίνονται στα τετελεσμένα; Δηλαδή οι Κύπριοι και οι Παλαιστίνιοι πρέπει να υποκλιθούν στα τετελεσμένα που έχουν διαμορφωθεί σε αυτούς εδώ και πάνω από μισό αιώνα;
      
Ακόμα υπάρχει και ένας υποτιθέμενος “διεθνισμός” για το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού. Ξεκάθαρες κουβέντες: η υπεράσπιση του εθνικισμού της άλλης άρχουσας τάξης δεν είναι διεθνισμός, είναι υπεράσπιση του εθνικισμού της άλλης άρχουσας τάξης. Δεν φτάνει να αντιπαλεύεις τον εσωτερικό εθνικισμό για να είσαι διεθνιστής και αλληλέγγυος. Χρειάζεται να αντιπαλεύεις και τον εθνικισμό του άλλου.

Προς μια ειρηνική συνύπαρξη

Μια πολιτική εξασφάλισης της ειρήνης στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, είναι η πρώτη και θεμελιακή προτεραιότητα για τους λαούς της περιοχής, προκειμένου να πετύχουν την ακύρωση των επεκτατικών πολιτικών των κυρίαρχων τάξεων, των οποιωνδήποτε ιμπεριαλιστικών σχεδίων και της χειραγώγησης των λαών με βάση εθνικιστικά παραμύθια.

Οι κυρίαρχες τάξεις έχουν οικονομικά συμφέροντα να χωρίσουν. Οι λαοί δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν. Γι’ αυτό, είναι η επικοινωνία, η συνεννόηση και η αλληλεγγύη των λαών (και όχι των κυρίαρχων τάξεων και του πολιτικού τους προσωπικού), που μπορεί να εξασφαλίσει την ειρήνη. Και είναι εκεί, που το εθνικό ενώνεται με το κοινωνικό χωρίς σωβινισμούς και επιθετική αντίληψη προς τα άλλα έθνη.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο “γόρδιος δεσμός” του λεγόμενου “μακεδονικού ζητήματος” δεν λύνεται, αλλά κόβεται. Και αυτό περιλαμβάνει πολιτικές, που κόβουν σε όλους ανεξαιρέτως τη δυνατότητα χρήσης των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδονικό» για κράτος-χώρα, έθνος και γλώσσα, αποδεχόμενοι όλοι από κοινού ότι ο όρος «Μακεδονία» αφορά αποκλειστικά και μόνον γεωγραφική περιοχή.

Όλοι οι κάτοικοι της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας μπορούν να αυτοαποκαλούνται Μακεδόνες, ως κάτοικοι της Μακεδονίας, αλλά κανένας ως έθνος Μακεδόνων. Ο καθένας με την εθνικότητά του και τη γλώσσα του.

Στο ίδιο πλαίσιο, σε κάθε χώρα μπορεί να υπάρχουν γεωγραφικές περιφέρειες (ή επαρχίες ή άλλες διοικητικές διαιρέσεις) της Μακεδονίας: όπως υπάρχουν οι ήδη αναγνωρισμένες ευρωπαϊκά και διεθνώς Περιφέρειες της Κεντρικής, της Δυτικής και της Ανατολικής Μακεδονίας στην Ελλάδα, έτσι μπορεί να υπάρχει Περιφέρεια της Βόρειας Μακεδονίας (στον νότιο τμήμα της σημερινής ΠΓΔΜ) ή Περιφέρεια Βορειοανατολικής Μακεδονίας στο αντίστοιχο τμήμα της Βουλγαρίας κλπ ή οτιδήποτε ανάλογο.

Είναι σήμερα ο βαθμός επικοινωνίας και αλληλεγγύης των λαών και εθνών της Μακεδονίας σε επίπεδο να εξασφαλίσει μια τέτοια ειρηνική συνύπαρξη; Όχι ακόμα. Υπάρχουν όμως μερικά σημαντικά στοιχεία, που συμβάλλουν καθοριστικά σε αυτό.

Ένα από αυτά είναι ο συνεχώς βελτιούμενος αυτοσεβασμός και συνειδητοποίηση των σλάβων κατοίκων της Μακεδονίας για τον πολιτισμό τους (ως μέρος του συνολικότερου σλάβικου πολιτισμού), που είναι όχι απλά εξαιρετικός, αλλά και πολύ αγαπητός στον ελληνικό λαό. Ενδεικτικά και μόνον αξίζει να υπογραμμισθεί, ότι από κανέναν άλλο λαό δεν έχει εκφρασθεί τόση αποδοχή και αγάπη – όση από τον ελληνικό λαό - στη μουσική του Goran Bregović, ενός σλάβου από το Σαράγεβο της Βοσνίας με πατέρα κροάτη και μητέρα σέρβα, με συνεργάτες μουσικούς σέρβους, ρομά, βούλγαρους κλπ και που ο ίδιος επέλεξε να αυτοπροσδιορίζεται ως γιουγκοσλάβος.

Έχουμε πολύ δουλειά και δρόμο ακόμα.

Όποια «λύση» κι αν δοθεί σήμερα υπό την πίεση των ΗΠΑ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και η οποία θα απέχει από τη δημιουργία ενός πλαισίου ειρηνικής συνύπαρξης των λαών και εθνών, θα είναι ουσιαστικά μια προσωρινή λύση, που θα κλειδαμπαρώνει τους λαούς και τα έθνη της Μακεδονίας σε μια βαλκανική πυριτιδαποθήκη.

Το ερώτημα θα είναι αν θα προλάβουν χρονικά πρώτες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να ανάψουν το φυτίλι στην πυριτιδαποθήκη ή αν πρώτοι οι λαοί κόψουν την κλειδαριά και απελευθερωθούν βγαίνοντας έξω από αυτήν.

του Κώστα Νικολάου 



dialektika

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...