Μόνο ως μεγάλη
“ιστορική εξαπάτηση” μπορεί να χαρακτηριστεί η “ιστορική συμφωνία”
μεταξύ του Αλ. Τσίπρα και τους αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου,
όπως
χαρακτήρισε αυτήν την συμφωνία, επιχειρώντας μια νέα πολιτική απάτη ο Αλ.
Τσίπρας,
η οποία, όμως,
αποκομίζει από παντού ειρωνικά σχόλια και περιπαικτικά
μειδιάματα....
Ο Αλ. Τσίπρας
όχι μόνο εγκατέλειψε άτακτα και εξευτελιστικά την δημοκρατική ρητή δέσμευση του
παλιού ΣΥΡΙΖΑ για διαχωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος
αλλά και με τη νέα Συμφωνία ενισχύει περαιτέρω τα ακόρεστα προνόμια, ιδιαίτερα
τα οικονομικά, της Εκκλησίας, αποκλειστικά, μάλιστα, της ιεραρχίας
των μητροπολιτών της, πρώτα απ’ όλα των πιο υπερσυντηρητικών εξ αυτών, οι
οποίοι από κάθε άποψη αποτελούν “κράτος εν κράτει” και μια ανεξέλεγκτη
υπερεξουσία, η οποία προκαλεί και δεν λογοδοτεί πουθενά!
Είναι
χαρακτηριστικό ότι με την Συμφωνία η Ιεραρχία της Εκκλησίας όχι μόνο δεν
χάνει το παραμικρό από τα Συνταγματικά προνόμια της, Προοίμιο, άρθρα 3,16
κλπ, αλλά και ενισχύεται οικονομικά με ένα σκανδαλώδη και προκλητικό
τρόπο.
Αποτελεί πρόκληση
το γεγονός ότι ενώ η Ιεραρχία της Εκκλησίας διατηρεί ακέραια την
Εκκλησιαστική της περιουσία, βάζει χέρι ταυτόχρονα και σε τεράστια δημόσια
περιουσία, την οποία σκοπίμως αμφισβητεί και την οποία με βάση την Συμφωνία
θα νέμεται κατά 50-50 με το Δημόσιο! Αυτή η διάταξη της Συμφωνίας
συνιστά μέγα πρωθυπουργικό σκάνδαλο και εγείρει το αδίκημα της απιστίας!
Να σημειώσουμε
επίσης ότι ο κατώτερος κλήρος με βάση της Συμφωνία, ενώ τυπικά δεν θα
είναι δημόσιος υπάλληλος θα συνεχίζει να μισθοδοτείται από το κράτος το
οποίο θα επιχορηγεί την Εκκλησία με το αντίστοιχο ποσό, χωρίς, όμως, να
μην έχει και πάλι ο κατώτερος κλήρος καμιά διασφάλιση έναντι της αυθαιρεσίας
και της τυραννίας της απόλυτης φεουδαρχικής εξουσίας που έχει πάνω του ο
ολοκληρωτισμός των Μητροπολιτών.
Στην πορεία
προς την αναθεώρηση του Συντάγματος, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να διακηρύξει
πολλές φορές ότι θα έφερνε στο προσκήνιο το «ιστορικό αίτημα» της
αριστεράς για «χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους».
Η συμφωνία
Τσίπρα – Ιερώνυμου δεν έχει την παραμικρή σχέση με αυτό που
διεθνώς ορίζεται με αυτή την έννοια, ήτοι μια Εκκλησία που δεν έχει οικονομική
σχέση με το Κράτος και δεν μισθοδοτούνται οι κληρικοί από το δημόσιο και
την πλήρη ανεξιθρησκία του κράτους (δηλαδή καμιά παρέμβαση της Εκκλησίας σε
ζητήματα περιεχομένου της εκπαίδευσης, απουσία θρησκευτικών συμβόλων από τα
δημόσια κτίρια, ισότιμη αντιμετώπιση όλων των θρησκειών).
Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε
σαφές εξαρχής ότι δεν προτίθεται να αλλάξει τον τρόπο και τις
πηγές της μισθοδοσίας των κληρικών, δεν θα αλλάξει το χαρακτηρισμό της
Ορθοδοξίας ως επικρατούσας θρησκείας στο άρθρο 3 του
Συντάγματος και δεν θα τροποποιήσει την πρόβλεψη του άρθρου 16
και για θρησκευτική διαπαιδαγώγηση.
Το μόνο που
πρότεινε ήταν μια αναφορά για τα μάτια του κόσμου στη «θρησκευτική
ουδετερότητα» του κράτους ως ερμηνευτική δήλωση ή συμπλήρωση, η οποία όμως
δεν έχει καμμιά επίπτωση στην πράξη.
Ακόμη και η
«θρησκευτική ουδετερότητα», που από μόνη της, χωρίς καμμιά πρακτική εφαρμογή,
ήταν μια ακόμη «σαπουνόφουσκα» των ειδικών σ’ αυτά Συριζαίων
επικοινωνιολόγων, αποδυναμώθηκε στη συνέχεια από τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Αυτό που έμενε
είναι το ζήτημα των οικονομικών σχέσεων ανάμεσα σε Εκκλησία και Κράτος.
Εδώ πρέπει να
ξεκαθαρίσουμε κάτι. Η μισθοδοσία των κληρικών και ορισμένων υπαλλήλων
των μητροπόλεων από το δημόσιο, δεν υπήρχε εξαρχής, ούτε εντάσσεται στην έννοια
της επικρατούσας θρησκείας. Αντίθετα, εξαρχής, ήδη από το 1945 που καθιερώθηκε
για πρώτη φορά η μισθοδοσία από δημόσιο αυτή προσδιοριζόταν όχι από το
χαρακτήρα της επικρατούσας θρησκείας αλλά αποτελούσε αποζημίωση για την
εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία που περιήλθε στο κράτος χωρίς
αποζημίωση.
Την
επιχειρηματολογία αυτή πάντοτε έθετε η πλευρά της Εκκλησίας και
ουσιαστικά επαναλαμβάνει και η συμφωνία ανάμεσα στον Αρχιεπίσκοπο και τον
Πρωθυπουργό. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι πλέον η αποζημίωση αυτή
ορίζεται ως κάτι που θα πρέπει να καταβάλλεται στο διηνεκές, με μόνο περιορισμό
ότι μένουμε στο σημερινό αριθμό κληρικών και υπαλλήλων.
Η διαφορετική
προσέγγιση, δηλαδή η αποσύνδεση της διαδικασίας από την Ενιαία Αρχή
Πληρωμών και ουσιαστικά η μέσω αυτής αφαίρεση των κληρικών από τον αριθμό των
δημοσίων υπαλλήλων δεν αλλάζει τον πυρήνα της αρχής ότι το δημόσιο μισθοδοτεί
τους κληρικούς. Μάλιστα, πλέον η κατοχύρωση αυτής της επιδότησης εσαεί θα είναι
νομικά κατοχυρωμένη και αδιαμφισβήτητη.
Με τη ρύθμιση
αυτή η Εκκλησία κερδίζει την εξασφάλιση της μισθοδοσίας και ταυτόχρονα αποκτά
και έλεγχο στη διαχείριση της σχετικής επιδότησης, χωρίς αυτή να περνάει από
τις ρυθμιστικές δικλείδες του δημοσίου.
Με απλά λόγια,
ακόμη και η μισθοδοσία των κληρικών θα συνεχίσει να πληρώνεται από το
κράτος με τους ιερείς πλέον να φωνάζουν γιατί δεν θα είναι δημόσιοι υπάλληλοι
(τυπικά). Ομως το οξύμωρο είναι ότι τα λεφτά που θα δίνει το κράτος εν είδει
επιδότησης στην Εκκλησία, θα τα διαχειρίζονται οι Μητροπολίτες.
H περιουσία
Εκεί που
υπάρχει μια σημαντική διαφορά είναι στο θέμα της αξιοποίησης της Εκκλησιαστικής
Περιουσίας. Ενώ ο 4182/2013 περιλάμβανε την περιουσία της Εκκλησίας,
τώρα στο νέο Ταμείο, πέραν όσων περιλάμβανε ο προηγούμενος νόμος, μπαίνουν και
οι αμφισβητούμενες ανάμεσα στο ελληνικό δημόσιο και την Εκκλησία περιουσίες.
Ουσιαστικά, οι
δύο πλευρές παραιτούνται των αξιώσεων στις αμφισβητούμενες περιοχές και
πάνε στη συνεκμετάλλευσή τους στο νέο Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής
Περιουσίας. Η ρύθμιση αυτή αποτελούσε και πάγια διεκδίκηση της Εκκλησίας, την
ίδια ώρα που θα μπορεί και το δημόσιο να λέει ότι κάτι κερδίζει από την όλη
ρύθμιση.
Είναι σαφές ότι
η χθεσινή συμφωνία, ανεξαρτήτως της επικοινωνιακής διαχείρισης δεν αφορά ούτε
τυπικά (εφόσον δεν κάνει αναφορά στην Συνταγματική Αναθεώρηση) ούτε ουσιαστικά
τη θεσμική σχέση Εκκλησίας και Κράτους.
Η συμφωνία
αυτή αφορά την οικονομική σχέση ανάμεσα στους δύο θεσμούς και μάλιστα με όρους
που σε μεγάλο βαθμό ικανοποιούν την Εκκλησία της Ελλάδος. Εξ ου και οι
ιδιαίτερα θετικές αναφορές του Αρχιεπισκόπου στον Πρωθυπουργό: «είστε
συντελεστής σ’ αυτή την ιστορική στιγμή»
Ο Αλέξης
Τσίπρας δεν έφερε επομένως το χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους. Κατάφερε,
όμως, σε μια προεκλογική περίοδο όπου τέτοιες παράμετροι είναι σημαντικές να
αποσπάσει μια θετική αντίδραση από την Εκκλησία, την ώρα που μερίδα της αντιπολίτευσης
ήθελε να τον κατηγορήσει ως πολέμιο της Ορθοδοξίας.
Το deal
όσο κι αν υποκρύπτει… ιερότητα, είναι απλά ένα κυνικό συμβόλαιο μεταξύ δύο
πλευρών, μια συναλλαγή με οικονομικούς κατά κύριο λόγο όρους αλλά και με
πολιτικές σκοπιμότητες.
Σώθηκαν τα…
Χριστούγεννα
Την ίδια ώρα
που η Νέα Δημοκρατία, ή για να ακριβολογούμε, ο Μ. Βορίδης, και ορισμένα
ΜΜΕ της δεξιάς περιμένουν πότε ο Τσίπρας θα καταργήσει τα… Χριστούγεννα ή τα
ιερά σύμβολά, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε μια ακόμη κωλοτούμπα με ανταλλάγματα. Ξεχνώντας
τον διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους ο Τσίπρας ξεχνά και μια ιστορική αριστερή
απαίτηση. Στον κάλαθο των αχρήστων μαζί με τα νταούλια, το εθνικό νόμισμα, την
έξοδο από το ευρώ, το σκίσιμο των μνημονίων.
Οσο για το Ταμείο
Αξιοποίησης της περιουσίας; Μία από τα ίδια. Μήπως και ο Αντώνης Σαμαράς
το ίδιο δεν είχε συμφωνήσει με τον Ιερώνυμο;
30 Ιουλίου 2013
μετά από συνάντηση των δύο, όπως χθες, βγαίνει το εξής ανακοινωθέν: Σε
συνέχεια της σχετικής πρότασης του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης
Ελλάδος κ. Ιερωνύμου – η οποία έχει διατυπωθεί και τεθεί υπ’ όψιν της
Πολιτείας ήδη από τον Οκτώβριο του 2009- και προς την κατεύθυνση της υλοποίησής
της, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και το Ελληνικό Δημόσιο αποφάσισαν να
προχωρήσουν άμεσα στην από κοινού σύσταση Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία
“Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας Α.Ε.”.
Δεύτερος και καταϊδρωμένος ο Τσίπρας, όμως, αυτό που
ήθελε το πέτυχε. Πήρε από τον Αρχιεπίσκοπο το «χρίσμα», δείχνει να κλείνει ένα
μέτωπο στο δρόμο προς τις εκλογές, και στήνει μια επικοινωνιακή φούσκα η
οποία σήμερα θα γιγαντωθεί από τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ που ήδη κάνουν λόγο για
ιστορική συμφωνία που λύνει προβλήματα 78 ετών και πλέον.
Δήλωση Παν.
Λαφαζάνη Γραμματέα του Π.Σ της ΛΑ.Ε
Λαφαζάνης:
Φαιδρή απόπειρα «ιστορικής εξαπάτησης» από τον Αλ. Τσίπρα η συμφωνία με τον
Ιερώνυμο
Η δήθεν
«ιστορική συμφωνία» Τσίπρα – Ιερώνυμου μόνο ως φαιδρά και αποτυχημένη απόπειρα
«ιστορικής εξαπάτησης» μπορεί να εκληφθεί, η οποία γι’ αυτό προκαλεί
ειρωνικά και σκωπτικά σχόλια.
Η συμφωνία αυτή
όχι μόνο δεν έχει καμιά σχέση με το αναγκαίο ιστορικό δημοκρατικό αίτημα
του διαχωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος αλλά αντιθέτως ενισχύει τα
ανεξέλεγκτα προνόμια, ιδιαίτερα τα οικονομικά, της Ιεραρχίας της Εκκλησίας σε
βάρος των συμφερόντων του δημοσίου.
Επισημαίνω
ιδιαίτερα την ρύθμιση για το ψευδώνυμο «Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής
Περιουσίας» το οποίο σύμφωνα με τα όσα έχουν ανακοινωθεί μπορεί να
εξελιχθεί σε εκτεταμένη απεμπόληση δημόσιας περιουσίας και σε μέγα σκάνδαλο
σε βάρος των συμφερόντων του δημοσίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου