Η
ιστορία ενός ναού κινηµατογραφικής
κουλτούρας που επί Κατοχής όχι µόνο δεν
έκλεισε, αλλά έγινε ορµητήριο αντίστασης
κάτω από τη µύτη της Γκεστάπο, ξεγέλασε
τη λογοκρισία των συνταγµαταρχών επί
χούντας, γλίτωσε την κατεδάφιση που θα
τον µετέτρεπε σε σχολικό συγκρότηµα
και τώρα αναζητεί την κάθαρση.
Βράδυ
Αυγούστου στην ταράτσα του «Βοξ»,
ακουµπισµένη σε µια µπλε λαστιχένια
καρέκλα µε κίτρινο σκελετό. Αγαπώ τις
γραµµές που αφήνουν στο δέρµα οι....
«κλωστές»
της, ιδίως την ώρα που εκείνο τεντώνει
ξανά. Παιδική αναγέννηση; Ενήλικη
παιδικότητα; ∆εν ξέρω, δεν µε αφορά. Το
βλέµµα µου απλώνεται στη σηµαδεµένη
γειτονιά των Εξαρχείων. Σηµάδια παντού.
Στους
τοίχους, στις συνειδήσεις, στα συνθήµατα,
στις µνήµες, στις συζητήσεις, στις
αναζητήσεις, στους αγώνες, όλα τους
κόπια εκείνου του βαθουλώµατος από
λαστιχένια καρέκλα που, δεν βαριέσαι,
γρήγορα θα φύγει – είναι απαραίτητο
για να θυµόµαστε πως είµαστε ακόµη εδώ,
«τι να κάνουµε… κάποιοι είµαστε ήσυχοι
όταν είµαστε ανήσυχοι».
Ο
αέρας µυρίζει βούτυρο και «µπαρούτι»,
σαν τη «La Strada» του Φελίνι, αποτύπωµα της
χαµένης µας αθωότητας σε λευκό πανί. Κι
όµως, στο µαγικό αυτό σινεμά η αθωότητα
δεν διακόπηκε ποτέ. Άντε, σε κάνα διάλειµµα
για πατατάκια µε ρίγανη κι ένα ποτήρι
παγωµένη µπίρα…
Ξετυλίγοντας
µποµπίνες
25
Ιουνίου 1938, οδός Θεµιστοκλέους, αριθµός
82. Η Γκρέτα Γκάρµπο, ο Ρόµπερτ Τέιλορ
και ο Λάιονελ Μπάριµορ «ανεβαίνουν» σε
µια εξαρχειώτικη ταράτσα υπό τον τίτλο
«Η κυρία µε τας καµελίας». Κάποιοι
προνοµιούχοι τους παρακολουθούν από
τα διαµερίσµατα της περίφηµης µπλε
πολυκατοικίας που βλέπουν στο σινεμά,
οι υπόλοιποι από την ταράτσα του «Βοξ».
Οι
κύριοι υποκλίνονται στην οµορφιά της
Γκάρµπο, οι κυρίες σκουπίζουν το δάκρυ
µε λευκό µαντίλι, η εφηµερίδα «Πρωία»
σηµειώνει:
«Ο δροσερότερος και πολυτελέστερος θερινός κινηµατογράφος ετέλεσε χθες τα εγκαίνιά του µε το αισθηµατικώτερο αριστούργημα της Γαλλικής Φιλολογίας, το έργο που εξακολουθεί να συγκλονίζει και να γοητεύει όλον τον κόσµον». Η ανέµελη γοητεία θα κρατήσει µόλις τρία χρόνια.
«Ο δροσερότερος και πολυτελέστερος θερινός κινηµατογράφος ετέλεσε χθες τα εγκαίνιά του µε το αισθηµατικώτερο αριστούργημα της Γαλλικής Φιλολογίας, το έργο που εξακολουθεί να συγκλονίζει και να γοητεύει όλον τον κόσµον». Η ανέµελη γοητεία θα κρατήσει µόλις τρία χρόνια.
Τον
Απρίλιο του 1941, µία κόκκινη σηµαία µε
µαύρη σβάστικα ανεµίζει πάνω σε γκρίζα
στρατιωτική µοτοσικλέτα που κατευθύνεται
προς το Σύνταγμα. Τον Ιούνιο του ίδιους
έτους ο κινηµατογράφος «Βοξ» επιτάσσεται
και διατίθεται στις κατοχικές αρχές
για την ψυχαγωγία των στρατευµάτων
τους. Στην οθόνη του παίζουν ως επί το
πλείστον γερµανικές και ιταλικές
ταινίες, ενώ σε άδεια υπογεγραµµένη από
τον τότε διευθυντή της Αστυνοµίας, Ι.
Βασιλόπουλο αναγράφονται οι όροι σχετικά
µε τη χωρητικότητα, τις αποστάσεις των
καθισµάτων, τους πυροσβεστήρες και τις
εξόδους κινδύνου.
Ένας από αυτούς αφορούσε στην απαγόρευση
λευκών λαμπτήρων επισημαίνοντας ότι
«ο φωτισμός θα πρέπει να γίνεται μόνο
διά κυανών λαμπτήρων τοποθετημένων
εντός μεταλλικών κωνοειδών σκιάδων,
χρωματισμένων εσωτερικώς». Κανείς δεν
μπορούσε να φανταστεί ότι η επιβεβλημένη
συσκότιση του φασισμού θα πρόσφερε
τρύπες φωτός στις αντιστασιακές
οργανώσεις οι οποίες χρησιμοποιούσαν
τις τουαλέτες του «Βοξ» ως σημείο
συνάντησης, με τους συνδέσμους του ΕΛΑΣ
και του ΕΑΜ να ανταλλάσσουν έγγραφα
κάτω από τη μύτη της Γκεστάπο.
Ο Έλληνας Τότο του «Σινεμά ο Παράδεισος»
Την
ίδια περίπου περίοδο, ένας πιτσιρικάς
στην Αρτα, ο Θόδωρος Ρίγγας, τριγυρνά
στην αίθουσα του κινηματογράφου «Ορφέας»
πουλώντας αναψυκτικά, ζαχαρώδη προϊόντα
και τσιγάρα. Το σινεμά, όλη του η ζωή,
όπως για τον Τότο του «Σινεμά ο Παράδεισος»,
μόνο που αντί για σκηνοθέτης θα γίνει
κάποτε ένας από τους πιο σημαντικούς
αιθουσάρχες των Αθηνών.
Από
«παιδί του πασατέμπου» προάγεται σε
«τιτλαδόρο» (την εποχή εκείνη οι υπότιτλοι
δεν ήταν τυπωμένοι στο φιλμ. Ή προβολή
τους γινόταν στην οθόνη ταυτόχρονα με
την ταινία από μια ξεχωριστή συσκευή
που ονομαζόταν «τιτλέζα»), για να
κατακτήσει εν συνεχεία τον τίτλο του
μηχανικού και αργότερα αυτόν του
αιθουσάρχη.
Παραμένω
αισιόδοξη, έχοντας δει πολλές φορές το
έργο αυτού του συστημικού παιχνιδιού
με κανόνες, ότι πάλι θα αναγεννηθεί,
ακριβώς γιατί εδώ είναι γειτονιά, κι
αυτό το αλληλέγγυο αίσθημα δεν το
βρίσκεις αλλού». Όπως άλλωστε είχε πει
ο Γκοντάρ, οι ταινίες θα πρέπει να έχουν
αρχή, μέση και τέλος, αλλά όχι απαραίτητα
με αυτή τη σειρά. Το ίδιο ισχύει ενίοτε
και για κάποιες γειτονιές…
Ο
Ρίγγας διαφέρει από τους πολλούς και
το 1971, όταν το «Βοξ» περνάει στην κατοχή
του, οι ποιοτικές ταινίες μετατρέπονται
σε καθημερινότητα και η απλοϊκή διασκέδαση
σε πολύπλοκη ψυχαγωγία. Ο ίδιος,
αδιαφορώντας για τις εμπορικές επιταγές
της εποχής, επιλέγει τα έργα με οδηγό
μια βαθιά κουλτούρα που μόνο μέσα από
έντονες ανησυχίες και διαρκή αμφισβήτηση
μπορεί να σχηματιστεί. Στο γραφείο που
διατηρεί επί της Ακαδημίας, απέναντι
από τη στοά των κινηματογραφιστών,
ξοδεύει μερόνυχτα αγωνιώντας πάντα για
το έργο που θα κάνει τη διαφορά.
Ο
κόσμος βλέπει Τριφό, Παζολίνι, Φελίνι,
Αϊζενστάιν, Ταρκόφσκι, η Έβδομη Τέχνη
απογειώνεται στους επτά ουρανούς, η
λέξη «σινεμά» γίνεται συνώνυμο του
πολιτισμού, οι ουρές αγκαλιάζουν το
τετράγωνο δύο και τρεις φορές, η φτήνια
ξεβολεύεται, το μυαλό ακονίζεται. Ο
εραστής του σινεμά δεν είναι απλώς ο
πατέρας των κινηματογράφων «Βοξ»,
«Ριβιέρα», «Αθηναία» και «Ααβόρα», αλλά
και ο πατριάρχης ενός ολόκληρου
κινηματογραφικού σχολείου.
Εύλογα
κάποιος θα αναρωτηθεί πώς ο Θόδωρος
Ρίγγας κατάφερε κατά την περίοδο της
μαύρης επταετίας (1967-1974) να προβάλει
ταινίες προοδευτικών σκηνοθετών που
κρατούσαν ψηλά το πνευματικό επίπεδο
της νεολαίας. Την απάντηση θα τη δώσει
χρόνια μετά σε συνέντευξή της η κόρη
του Πέγκυ Ρίγγα, αποδίδοντας το ευτυχές
αυτό γεγονός στο χαμηλό νοητικό επίπεδο
των συνταγματαρχών και του σιναφιού
τους:
«Δεν υπήρξαν ποτέ σοβαρά προβλήματα με τη χούντα επειδή οι λογοκριτές του καθεστώτος… δεν καταλάβαιναν τι έβλεπαν. Βρήκα στο αρχείο του μπαμπά κάποιες φωτογραφίες από την ταινία της Λίνα Βερτμίλερ “Ιστορίες Έρωτα και Αναρχίας”, οι οποίες έχουν τη σφραγίδα επικύρωσης από τους λογοκριτές. Η ημερομηνία που μπήκε η σφραγίδα με τον φοίνικα ήταν η 10η Νοεμβρίου 1973. Μία εβδομάδα πριν από το Πολυτεχνείο ο Έρωτας και η Αναρχία εγκρίθηκαν από το καθεστώς…».
«Δεν υπήρξαν ποτέ σοβαρά προβλήματα με τη χούντα επειδή οι λογοκριτές του καθεστώτος… δεν καταλάβαιναν τι έβλεπαν. Βρήκα στο αρχείο του μπαμπά κάποιες φωτογραφίες από την ταινία της Λίνα Βερτμίλερ “Ιστορίες Έρωτα και Αναρχίας”, οι οποίες έχουν τη σφραγίδα επικύρωσης από τους λογοκριτές. Η ημερομηνία που μπήκε η σφραγίδα με τον φοίνικα ήταν η 10η Νοεμβρίου 1973. Μία εβδομάδα πριν από το Πολυτεχνείο ο Έρωτας και η Αναρχία εγκρίθηκαν από το καθεστώς…».
Ο
ατρόμητος «γέροντας»
Στην
ταράτσα του «Βοξ» τα χρόνια περνούν με
ταινίες που αναπνέουν, ζουν και σαλεύουν
μετατρέποντας, έστω και για λίγο, τους
θεατές σε ήρωες και διαμορφώνοντας,
σίγουρα για πολύ, τα νοήματα σε αξίες.
Ο «γέρος μου», όπως αποκαλεί η κυρία
Ρίγγα τον θρυλικό κινηματογράφο, έγινε
πολλές φορές τόπος συνάντησης μεγάλων
προσωπικοτήτων και αντικείμενο
διθυραμβικών σχολίων στον εγχώριο και
τον διεθνή Τύπο.
Παρ’
όλα αυτά, ήταν λίγες οι φορές που
κινδύνευσε να ισοπεδωθεί από τα
αλλοπρόσαλλα σχέδια των κυβερνώντων.
Το 1982, την ώρα που ο Σταμάτης Κραουνάκης
και η Λίνα Νικολακοπούλου έγραφαν:
«Το καλοκαίρι θα ’ρθει στην ταράτσα του Βοξ, η Μελίνα θα παίζει τη Στέλλα. Ραντεβού θα σου δίνω στα σκαλιά του Εκράν, να κοιτάμε τις νύχτες τη Μανιάνι γκρο πλαν…», ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων ζητά την κατεδάφισή του για την επέκταση του 5ου Λυκείου με τις ευλογίες του Δήμου Αθηναίων.
«Το καλοκαίρι θα ’ρθει στην ταράτσα του Βοξ, η Μελίνα θα παίζει τη Στέλλα. Ραντεβού θα σου δίνω στα σκαλιά του Εκράν, να κοιτάμε τις νύχτες τη Μανιάνι γκρο πλαν…», ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων ζητά την κατεδάφισή του για την επέκταση του 5ου Λυκείου με τις ευλογίες του Δήμου Αθηναίων.
Οι
κάτοικοι επαναστατούν, υπογράφοντας
ότι προτιμούν τον θόρυβο του σινεμά, ο
Θόδωρος Ρίγγας επιμένει ότι «δεν κλείνεις
ένα σχολείο για να ανοίξεις ένα άλλο»,
οι ιθύνοντες κάνουν πίσω, ο «γέροντας»
μένει στην ταράτσα του. Στην ίδια θέση
θα παραμείνει, ευτυχώς, και το 1997, όταν
ο Θόδωρος Ρίγγας, ως πρόεδρος τότε της
Πανελλήνιας Ενωσης Επαγγελματιών
Θερινών Κινηματογράφων και μετά από
πολυετείς επαφές με τη Μελίνα Μερκούρη,
καταφέρνει να ανακηρύξει διατηρητέα
47 θερινά σινεμά, ανάμεσα στα οποία και
το «Βοξ». Στη θέση τους, κατά έναν περίεργο
τρόπο, θα παραμείνουν κατά καιρούς και
οι θεατές, σε πείσμα των καιρών και των
Αρχών.
Ήταν
καλοκαίρι του 2015 όταν μια ξαφνική μπόρα
δεν κατάφερε να αδειάσει την ταράτσα
του, ήταν καλοκαίρι του 2019 όταν τα
δακρυγόνα που έπεσαν στον χώρο της
κατάληψης Κ*ΒΟΞ που στεγάζεται στο
ισόγειο και κάλυψαν σαν σύννεφο το
σινεμά δεν στάθηκαν ικανά να ματαιώσουν
την προβολή της ταινίας.
Και ήταν όλες οι φορές που το κοινό ποινικό έγκλημα που είχε καταλάβει τα τελευταία χρόνια την πλατεία έκανε πολλούς να αναρωτηθούν αν ο «γέροντας» ζει ακόμη. Ο «γέροντας» ζει. Δεν σταμάτησε ποτέ να διδάσκει, επέζησε από πολλές κρατικές «αρρώστιες», ενώ η σημερινή ιδιοκτήτριά του, η Πέγκυ Ρίγγα, θεωρεί, σύμφωνα με διαχρονική, όπως λέει, δήλωσή της, ότι το μόνο που πρέπει να καθαρίσει από τη γειτονιά του «γέρου» της είναι «το κοινό ποινικό έγκλημα που παρεισφρέει τριγύρω της.
Και ήταν όλες οι φορές που το κοινό ποινικό έγκλημα που είχε καταλάβει τα τελευταία χρόνια την πλατεία έκανε πολλούς να αναρωτηθούν αν ο «γέροντας» ζει ακόμη. Ο «γέροντας» ζει. Δεν σταμάτησε ποτέ να διδάσκει, επέζησε από πολλές κρατικές «αρρώστιες», ενώ η σημερινή ιδιοκτήτριά του, η Πέγκυ Ρίγγα, θεωρεί, σύμφωνα με διαχρονική, όπως λέει, δήλωσή της, ότι το μόνο που πρέπει να καθαρίσει από τη γειτονιά του «γέρου» της είναι «το κοινό ποινικό έγκλημα που παρεισφρέει τριγύρω της.
Από
κει και ύστερα, τα Εξάρχεια είναι μια
βαθιά κουλτουριάρικη γειτονιά. Σε μια
κοινωνία που αλλάζει έντονα και γρήγορα,
το γαλατικό χωριό παλεύει ακόμα πιο
έντονα να παραμείνει ιδεολογικά ένα
σημείο αντίστασης.
Ρομίνα Ξύδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου