"Κρατήστε
τους γιους σας στο σπίτι, μανάδες της
Αθήνας. Ή ανάψτε για αυτούς τις Λαμπάδες
απόψε τη νύχτα. Ο γέρος της Downing Street
φέρνει πίσω τον βασιλιά σας"
Μπέρτολτ Μπρεχτ
Μπέρτολτ Μπρεχτ
Από
τη Συμφωνία της Λισσαβώνας οι Βρετανοί
προετοιμάζουν την επόμενη ημέρα μετά
την Απελευθέρωση: μια συνθήκη στην οποία
δεν προβλέπεται η παρουσία του ΚΚΕ - ΕΑΜ
- ΕΑΑΣ
Ο
Κρις Γουντχάουζ, επικεφαλής της Βρετανικής
Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα
κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έγραψε
πολύ αργότερα ότι ο απλός Έλληνας είχε
τέσσερις επιλογές απέναντι....
στο κατοχικό
καθεστώς:
«Να καθίσει ήσυχα χωρίς να
κάνει τίποτε, να δραπετεύσει από τη
χώρα, να συνεργάτη με τον εχθρό, να
πολεμήσει τον εχθρό».
Ο φλεγματικός Βρετανός συνεχίζει τον συλλογισμό του:
«Όσοι διάλεξαν ένα από τα δυο πρώτα
φάνηκαν πιο έξυπνοι από την άποψη του
προσωπικού τους συμφέροντος, όπως
απέδειξαν τα κατοπινά γεγονότα. Όσοι
διάλεξαν το τρίτο βρέθηκαν να ακολουθούν
τους πρώτους σε κοντινή απόσταση. Όσοι
όμως προτίμησαν το τέταρτο διέπραξαν
φαινομενικά ένα ανόητο στην καλύτερη
περίπτωση σφάλμα και στη χειρότερη
έγκλημα».
Πράγματι, ο θρίαμβος του αντιΕΑΜικού μπλοκ, με τις μοναρχικές δυνάμεις και τον δωσιλογισμό να επικρατούν συντριπτικά στο εσωτερικό του, διαμόρφωσε τη μεταπολεμική ελληνική ιδιαιτερότητα, στην οποία οι συνεργάτες και οι δωσίλογοι δικαιώθηκαν και στελέχωσαν το μετεμφυλιακό κράτος ενώ οι μαχητές της Αντίστασης αντιμετωπίστηκαν ως εγκληματίες, βρέθηκαν στις φυλακές και τις εξορίες ή απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Αυτή η κοινωνική και πολιτική μεταστροφή ολοκληρώθηκε σταδιακά στη διάρκεια της δεκαετίας του ’40, ωστόσο η κρίσιμη καμπή που οδήγησε στην παραπάνω -μοναδική σε ολόκληρη την Ευρώπη- αντιστροφή και μετέτρεψε τους νικητές και απελευθερωτές της χώρας σε κυνηγημένους, συνέβη ακριβώς στη διάρκεια των πρώτων μηνών της Απελευθέρωσης, δηλαδή από τον Οκτώβρη του 44 έως τα Δεκεμβριανά.
Πράγματι, ο θρίαμβος του αντιΕΑΜικού μπλοκ, με τις μοναρχικές δυνάμεις και τον δωσιλογισμό να επικρατούν συντριπτικά στο εσωτερικό του, διαμόρφωσε τη μεταπολεμική ελληνική ιδιαιτερότητα, στην οποία οι συνεργάτες και οι δωσίλογοι δικαιώθηκαν και στελέχωσαν το μετεμφυλιακό κράτος ενώ οι μαχητές της Αντίστασης αντιμετωπίστηκαν ως εγκληματίες, βρέθηκαν στις φυλακές και τις εξορίες ή απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Αυτή η κοινωνική και πολιτική μεταστροφή ολοκληρώθηκε σταδιακά στη διάρκεια της δεκαετίας του ’40, ωστόσο η κρίσιμη καμπή που οδήγησε στην παραπάνω -μοναδική σε ολόκληρη την Ευρώπη- αντιστροφή και μετέτρεψε τους νικητές και απελευθερωτές της χώρας σε κυνηγημένους, συνέβη ακριβώς στη διάρκεια των πρώτων μηνών της Απελευθέρωσης, δηλαδή από τον Οκτώβρη του 44 έως τα Δεκεμβριανά.
Όσα δι-αμείφθηκαν σε αυτό το πυκνό σε πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα διάστημα ανέτρεψαν τους ταξικούς συσχετισμούς και την ΕΑΜική ηγεμονία και διαμόρφωσαν το μεταπολεμικό τοπίο με βάση τις επιδιώξεις και τους σχεδιασμούς του βρετανικού παράγοντα.
Παραμονές της απελευθέρωσης της Αθήνας, στις 9 του Οκτώβρη, διεξάγεται η συνάντηση Τσόρτσιλ και Στάλιν στη Μόσχα με επίδικο τις μεταπολεμικές εξελίξεις σε Βαλκάνια και ανατολική Ευρώπη.
Όσα συζητήθηκαν ή συμφωνήθηκαν σε αυτήν τη συνάντηση μπορούμε μόνο να τα υποθέσουμε, λαμβάνοντας υπόψη τη μετέπειτα στάση των δύο μεγάλων συμμάχων. Ενδεικτική για όσα θεωρεί ότι αποκόμισε το Λονδίνο από αυτήν τη συνάντηση είναι η επιστολή του Τσόρτσιλ προς τον Ιντεν στις 7 του Νοέμβρη:
«Αφού
έχουμε πληρώσει στη Ρωσία το τίμημα για
να έχουμε ελευθερία δράσεως στην Ελλάδα,
δεν πρέπει να διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε
βρετανικές δυνάμεις για να υποστηρίξουμε
τη βασιλική ελληνική κυβέρνηση Παπανδρέου
[...]. Περιμένω ανοιχτή σύγκρουση με το
ΕΑΜ και δεν πρέπει να τη φοβόμαστε, υπό
την προϋπόθεση ότι θα έχουμε επιλέξει
προσεκτικά το έδαφος».
Εκτός
βέβαια από τη διεκδίκηση της Ελλάδας
στη σφαίρα επιρροής της Βρετανίας,
ο Τσόρτσιλ διατυπώνει με ευκρίνεια
και σιδερένια αποφασιστικότητα τη
στρατηγική συντριβής και
περιθωριοποίησης του ΕΑΜ και
του ΚΚΕ.
Αυτή την κατεύθυνση υπηρετεί το σχέδιο «Manna» που έχουν εκπονήσει και υλοποιούν οι Βρετανοί από τον Σεπτέμβρη του 1944, με στόχο την ισχυροποίηση της νέας κυβέρνησης απέναντι στο ΕΑΜ και την εγκατάσταση βρετανικού στρατού στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Αποκαλυπτική για τις βρετανικές επιδιώξεις είναι επίσης η Συμφωνία της Λισσαβώνας, η οποία αποτελούσε μια «συμφωνία κυρίων» ανάμεσα σε Γερμανούς και Βρετανούς που εξασφάλιζε τη μετάβαση της εξουσίας από τους πρώτους στους δεύτερους.
Οι Γερμανοί εξασφάλιζαν τη σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων τους χωρίς βρετανική ενόχληση και οι Βρετανοί τον απαραίτητο χρόνο για την ομαλή μετάβαση στη δική τους κυριαρχία.
Υπενθυμίζουμε ότι οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής της Κρήτης συνθηκολογούν στις 9 του Μάη 1945 και παραδίδουν τον οπλισμό τους στις 23 του Μάη, όταν φτάνει στο νησί βρετανική στρατιωτική δύναμη.
Οι Βρετανοί επιδίωκαν να κρατήσουν με κάθε τίμημα τον έλεγχο της Ελλάδας και να αποκαταστήσουν την προπολεμική τάξη πραγμάτων προστατεύοντας τους θαλάσσιους δρόμους προς την Ινδία και τις πετρελαιοπηγές της Μέσης Ανατολής· κι αυτό αποκτούσε ακόμη πιο επείγοντα χαρακτήρα από τη στιγμή που έχασαν κάθε δυνατότητα ελέγχου στη Γιουγκοσλαβία μετά τις εξελίξεις του 1943-44 με την κυριαρχία του Τίτο.
Εγγύηση γ' αυτούς τους στόχους αποτελούσε η επάνοδος του Γεώργιου Β' και εμπόδιο καθοριστικής σημασίας το ΕΑΜ, γι' αυτό όποια τακτική και αν ακολουθούσε, η συντριβή του αποτελούσε μόνιμο στόχο τους.
Σε αυτόν ακριβώς τον στόχο ευθυγραμμίστηκαν η νέα αστική τάξη και τα κοινωνικά μεσοστρώματα που αναδύθηκαν από την κόλαση της Κατοχής και αισθάνονταν μια ιδιαίτερη ταξική ανασφάλεια, ειδικά για τα κατοχικά υπερκέρδη τα οποία είχαν συσσωρεύσει, ως επί το πλείστον, με αθέμιτα μέσα.
Αντίστοιχες επιδιώξεις είχε και το μειοψηφικό αλλά πολυπληθές και δυναμικό πολιτικό και στρατιωτικό δυναμικό του δωσιλογισμού και των Ταγμάτων Ασφαλείας - για τους συνεργάτες των κατακτητών οι ομαλές πολιτικές εξελίξεις ισοδυναμούσαν τουλάχιστον με προσαγωγή στη Δικαιοσύνη, ενώ, αντίθετα, το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής σύγκρουσης με το ΕΑΜ αποτελούσε τη μοναδική διέξοδο σωτηρίας.
Τα συμφέροντα αυτών των κοινωνικών τάξεων και ομάδων μπορούσαν να υπηρετηθούν μόνο με ανηλεή κοινωνικό πόλεμο που θα έφτανε αδίστακτα πέρα από τα όρια μιας πολιτικής κρατικής καταστολής και διώξεων.
Σε αυτή την κατεύθυνση, από τα πρώτα χρόνια της Κατοχής ακόμη, συγκροτείται ένα ακροδεξιό καθοδηγητικό κέντρο με επιτελικά στελέχη τον Χρηστό Ζαλοκώστα και τον Σπόρο Μαρκεζίνη και στόχο την καταπολέμηση του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ και την επαναφορά της προπολεμικής τάξης πραγμάτων με εγγυητή τη μοναρχία.
Η ευέλικτη και αποτελεσματική αυτή ομάδα, εξασφαλίζοντας οικονομικούς πόρους από τους μαυραγορίτες και την μεγαλοαστική τάξη της Αθήνας, αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση των αντιΕΑΜικών οργανώσεων, την οργάνωση και τον συντονισμό δυναμικών ενεργειών ενάντια στους κομμουνιστές.
Ηδη από το καλοκαίρι του 1944 σε συνεννόηση με τον κατοχικό αρχηγό της χωροφυλακής, στρατηγό Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο, ο οποίος διορίζεται στρατιωτικός διοικητής Αθηνών από τον Γεώργιο Παπανδρέου, αναλαμβάνουν να διασφαλίσουν την νομιμοφροσύνη των Ταγμάτων Ασφαλείας προς την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» και τον συντονισμό όλων των αντιΕΑΜικών ένοπλων οργανώσεων στην προοπτική της σύγκρουσης με τον ΕΛΑΣ.
Για το αντιΕΑΜικό μπλοκ, επομένως, η σύγκρουση με το ΕΑΜ ήταν εξαιρετικά συμφέρουσα επιλογή, την οποία ακολούθησαν με αταλάντευτη αποφασιστικότητα.
Η
πολιτική του ΕΑΜ και οι παλινωδίες του
κόμματος
Απέναντι σε αυτή την ξεκάθαρη στρατηγική το ερώτημα είναι ποια πολιτική γραμμή ακολούθησαν το ΕΑΜ και το KKΕ
Η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ είχε πλήρη επίγνωση των βρετανικών σχεδίων, δεν έτρεψε αυταπάτες ούτε για τον χαρακτήρα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας ούτε για τις επιδιώξεις και τους στόχους του αντιΕΑΜικού μπλοκ.
Τα δεδομένα που προκύπτουν από την αλληλογραφία και τις επαφές του ΚΚΕ με τα κομμουνιστικά κόμματα Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας αποδεικνύουν ότι η ΕΑΜική ηγεσία ανησυχούσε ιδιαίτερα για τους σχεδιασμούς των Βρετανών, το ενδεχόμενο στρατιωτικής τους επέμβασης στην Ελλάδα, τον ρόλο του Γ. Παπανδρέου και τα σχέδια φιλομοναρχικού πραξικοπήματος που προωθούσαν μοναρχικοί και ακροδεξιοί κύκλοι.
Τα συνεχή και πιεστικά αιτήματα του ΚΚΕ για πολεμική τροφοδοσία του ΕΛΑΣ και επισιτιστική βοήθεια για τους λιμοκτονούντες πληθυσμούς των πόλεων σε περίπτωση σύγκρουσης με τους Βρετανούς συναντούσαν την αδυναμία των ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας να ανταποκριθούν.
Η επίγνωση ότι δεν θα πρέπει να υπολογίζουν παρά μόνο στις δικές τους δυνάμεις καθώς και τα όρια που έθετε η αδιαμφισβήτητη -όσο διαρκούσε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος- και αδιάσπαστη συμμαχία Μ. Βρετανίας και ΕΣΣΔ διαμόρφωναν ένα σύνθετο και ασφυκτικό πλαίσιο επιλογών για το ΚΚΕ και το ΕΑΜ.
Ετσι ερμηνεύονται οι αντιφάσεις και οι παλινωδίες που παρατηρούνται τους τελευταίους μήνες πριν από την Απελευθέρωση. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι η αντιπροσωπεία της ΠΕΕΑ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ έφυγε για τον Λίβανο με συγκεκριμένες οδηγίες, οι οποίες προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, να καθοριστούν οι προγραμματικές κατευθύνσεις της ενιαίας κυβέρνησης με βάση τους σκοπούς της ΠΕΕΑ, να δοθούν κατ’ ελάχιστο οι μισές έδρες της κυβέρνησης και τα υπουργεία Εσωτερικών και Στρατιωτικών σε ΠΕΕΑ, ΕAM, ΚΚΕ και να συγκροτηθεί ενιαίος στρατός.
Και επέστρεψε στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας με τα γνωστά αποτελέσματα.
Στις 5 του Ιούνη 1944 ο Σιάντος τηλεγραφεί στον Τίτο επισημαίνοντας:
«Η αντιπροσωπεία μας στη Μέση Ανατολή
παρέβη τις γραπτές οδηγίες πληρεξουσίου
(που τους είχαν δοθεί). Η υπογραφείσα
συμφωνία δεν μπορεί να γίνει δεκτή καθώς
βλάπτει τον εθνικό αγώνα».
Ωστόσο, σύντομα το ΚΚΕ αποδέχεται τη Συμφωνία του Λιβάνου και επιπλέον υπογράφει τον Σεπτέμβρη του ’44 τη Συμφωνία της Καζέρτας που προβλέπει μεταξύ άλλων ότι όλες οι ανταρτικές ομάδες τίθενται στις διαταγές της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η οποία με τη σειρά της τις θέτει υπό τις διαταγές του στρατηγού Σκόμπι.
186,7
χρυσές λίρες οι συνολικές καταθέσεις
στις εμπορικές τράπεζες
Εξι ημέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, στις 18 του Οκτώβρη, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας φτάνει στην πρωτεύουσα και αναλαμβάνει έργο, με τους ΕΑΜικούς υπουργούς να στερούνται κάθε έρεισμα στα υπουργεία Εσωτερικών και Στρατιωτικών και να αναλαμβάνουν τα δύσκολα υπουργεία Οικονομικών, Εθνικής Οικονομίας, Δημοσίων Εργων, Γεωργίας και Εργασίας.
Η σιδερένια οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι ΕΑΜίτες υπουργοί και το πολιτικό κόστος που επωμίστηκαν τις αμέσως επόμενες εβδομάδες ερμηνεύουν την ανάθεση αυτών των υπουργείων στο ΕΑΜ.
Ο παλλαϊκός ενθουσιασμός, οι ελπίδες και οι προσδοκίες που πλημμυρίζουν τους δρόμους της Αθήνας εκείνες τις πρώτες ημέρες δεν μπορούν να κρύψουν την εικόνα καταστροφής που άφησαν πίσω τους οι κατακτητές.
Το οικονομικό και κοινωνικό κόστος ήταν τεράστιο σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο μόνο στην Ελλάδα η πείνα, η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και ο υπερπληθωρισμός πήραν τέτοιες διαστάσεις, για μια σειρά από λόγους. Τα πεινασμένα πλήθη που συνωστίζονταν στις ουρές για τα συσσίτια, οι επαίτες, τα ορφανά παιδιά που ζητιάνευαν στους δρόμους και τα πτώματα που εγκαταλείπονταν έξω από τα νεκροταφεία για να μη χάσουν το δελτίο σίτισης οι οικογένειές τους προμήνυαν το προφανές. Με τον παραγωγικό ιστό διαλυμένο, το δίκτυο μεταφορών κατεστραμμένο, τον πόλεμο να συνεχίζεται, χωρίς την ξένη βοήθεια, ήταν απολύτως σαφές ότι η Αθήνα βρισκόταν μπροστά στον κίνδυνο να βιώσει έναν ακόμη χειμώνα αντίστοιχο με εκείνο του 1941-42.
Αντίστοιχο πρόβλημα υπήρχε και σε αρκετές επαρχιακές πόλεις και καταγράφεται στις επιτάξεις αποθηκευτικών και εργοστασιακών χώρων και στη διανομή τροφίμων από το ΕΑΜ.
Το πρωταρχικό αίτημα της ξένης βοήθειας και ταυτόχρονα της παραγωγικής ανασυγκρότησης αφορούσε ακριβώς αυτό το θεμελιώδες και επείγον καθήκον της λαϊκής επιβίωσης. Το πρόβλημα της τροφοδοσίας των πόλεων αλλά και της υπαίθρου είχε και τις αντίστοιχες στρατιωτικές συνέπειες, καθώς σε συνθήκες πενίας και υποσιτισμού δεν ήταν εύκολο ο ΕΛΑΣ να διατηρεί και να τροφοδοτεί το πολυάριθμο δυναμικό του χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα και τριβές με τις τοπικές κοινωνίες.
Στο επίπεδο της παραγωγής οι προοπτικές ήταν ακόμη πιο δυσοίωνες. Οι Γερμανοί αποχωρώντας προχώρησαν σε εκτεταμένες καταστροφές σε εργοστάσια μέσα μεταφοράς, οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, λιμάνια. Επιπλέον, ολόκληρο το οικοδόμημα της κατοχικής βιομηχανικής παραγωγής και των δημόσιων έργων, όπως ήταν φυσικό, έπαψε να υφίσταται, με δραματικά αποτελέσματα για τα ποσοστά ανεργίας καθώς τα περισσότερα εργοστάσια, ορυχεία, βιοτεχνίες παρέμεναν κλειστά.
Το πιστωτικό σύστημα εκκινούσε από σχεδόν μηδενική βάση. Τα αποθεματικά της Τράπεζας της Ελλάδος σε λίρες και χρυσό είχαν μεταφερθεί στο Λονδίνο, ενώ οι συνολικές καταθέσεις των πέντε μεγαλύτερων εμπορικών τραπεζών (ΕΤΕ, Αθηνών, Εμπορική, Ιονική και Λαϊκή) από 14 εκατ. χρυσές λίρες τον Οκτώβρη του 1940, έφταναν μόλις τις 186,7 χρυσές λίρες τον Οκτώβρη του 1944.
Στους τελευταίους μήνες της Κατοχής και τους πρώτους της Απελευθέρωσης ο υπερπληθωρισμός πήρε τρομακτικές διαστάσεις - ενώ ο μέσος τιμάριθμος του 1943 είχε αυξηθεί 415 φορές σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, τον Σεπτέμβρη του 1944 είχε αυξηθεί 15 εκατομμύρια φορές.
Η έκρηξη του πληθωρισμού εκμηδένιζε πλήρως την αξία της δραχμής και μαζί τους μισθούς και τα μεροκάματα, δημιουργούσε συνθήκες αντιπραγματισμού (ανταλλαγή σε είδος) και καθιστούσε τη χρυσή λίρα μοναδικό αξιόπιστο νόμισμα.
Η νεόπλουτη τάξη κερδοσκόπων και μαυραγοριτών συνέχιζε και μετά την Απελευθέρωση να κερδοσκοπεί ασύστολα, ιδιαίτερα σε βάρος των εργαζόμενων τάξεων, των μισθοσυντήρητων, των εργατοϋπαλλήλων. Πρόκειται για ένα τοπίο όπου η ελπίδα και η αισιοδοξία συνυπήρχαν με μια βαθιά και αγεφύρωτη κοινωνική και ταξική πόλωση.
Τα
μέτρα Ζολώτα, η εργατική τάξη και η
δυσαρέσκεια
Οπως ήδη αναφέραμε, για προφανείς λόγους τα υπουργεία Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας παραχωρήθηκαν στο ΕΑΜ - αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι στο ΕΑΜ παραχωρήθηκε και η δυνατότητα άσκησης οικονομικής πολιτικής.
Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος τοποθετείται ο εκλεκτός του Γεωργίου Παπανδρέου Ξενοφών Ζολώτας, ο οποίος με έγγραφό του προς τους αρμόδιους υπουργούς και τους οικονομικούς αντιπροσώπους των συμμάχων την 1η του Νοέμβρη 1944 προτείνει ένα πακέτο μέτρων δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, όπως αύξηση των αγαθών της συμμαχικής βοήθειας και διάθεσή τους προς πώληση στην αγορά, αύξηση των τιμών των ειδών πρώτης ανάγκης, όλων των ειδών του Ερυθρού Σταυρού (και ειδικότερα του ψωμιού στο πενταπλάσιο), περιορισμό του αριθμού των δημόσιων υπαλλήλων αλλά και του μισθού τους ώστε να μειωθούν οι κρατικές δαπάνες, φορολογία των κερδών του πολέμου, επικέντρωση στους έμμεσους φόρους, κατάργηση των δελτίων των απόρων, κατάρτιση ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και έκδοση νέας δραχμής.
Σε γενικές γραμμές αυτές είναι οι κατευθυντήριες που ακολούθησε η κυβέρνηση. Η οικονομική πολιτική διαμορφώθηκε από τον Ζολώτα και τέθηκε υπό τη συνεχή επίβλεψη των Βρετανών, οι οποίοι είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.
Στις στήλες του «Ριζοσπάστη» αλλά και στις μαρτυρίες των ΕΑΜιτών υπουργών καταγράφονται οι αλλεπάλληλες συσκέψεις των αρμόδιων υπουργών στο υπουργείο Οικονομικών με Βρετανούς και Αμερικανούς οικονομικούς συμβούλους, που ενέκριναν το πρόγραμμα σταθεροποίησης. Σταδιακά αλλά αποφασιστικά, αξιοποιώντας τον αρκετά αποτελεσματικό εκβιασμό «αν δεν ακολουθήσετε ακριβώς την πολιτική που σας λέμε, θα μπλοκάρουμε την παροχή βοήθειας και θα πεθάνετε της πείνας», οι Βρετανοί έθεταν τις βάσεις του μεταπολεμικού καθεστώτος επιτροπείας.
Εχοντας και το μαχαίρι και το πεπόνι της συμμαχικής βοήθειας, χρησιμοποιούσαν με συνέπεια και αποτελεσματικότατα το πανίσχυρο μέσο της παροχής της προς τους λιμοκτονούντες ελληνικούς πληθυσμούς, εκβιάζοντας ώστε να επιβάλλουν τις οικονομικές κατευθύνσεις που εκείνοι επιθυμούσαν.
Η τεράστια έλλειψη αγαθών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η δραχμή είχε χάσει πολύ μεγάλο μέρος της αξίας της και την εμπιστοσύνη της αγοράς οδήγησαν τις πρώτες μεταπολεμικές εβδομάδες σε εκρηκτικό πληθωρισμό. Η πρόταση Ζολώτα, που υιοθετήθηκε με τον νόμο 18 «Περί νομισματικής διαρρυθμίσεως», ήταν η δημιουργία μιας νέας δραχμής η οποία ισούταν με 50 δια. παλιές δραχμές. Αυτή η ισοτιμία πρακτικά σήμαινε ότι οι προπολεμικές καταθέσεις των μικροκαταθετών και αντίστοιχα τα χρέη των επιχειρηματιών ουσιαστικά εξανεμίστηκα.
Δηλαδή οι επιχειρηματίες που είχαν προπολεμικά χρέη προς τις τράπεζες ευνοήθηκαν, εν αντιθέσει με τους μισθοσυντήρητους που είχαν καταθέσεις και δεν πρόλαβαν να τις αποσύρουν πριν από τον πόλεμο, οι οποίοι έχασαν τις όποιες οικονομίες τους.
Ετσι, στην κοινή γνώμη, στους φτωχούς μικροκαταθέτες, σχηματίστηκε η πεποίθηση ότι ο ΕΑΜικός υπουργός είχε την κύρια ευθύνη, αφού ήτα. αυτός που έβαλε την καταστροφική υπογραφή.
Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με τον εκβιασμό των Βρετανών για τον ορισμό πολύ χαμηλών ημερομισθίων και μισθών, καθώς και το απροκάλυπτο μποϊκοτάζ των Ελλήνων βιομηχάνων με την άρνησή τους να ανοίξουν τα εργοστάσια, διογκώνοντας έτσι την ανεργία έφερε την αντίδραση της οργανωμένης εργατικής τάξης αλλά και τις διαμαρτυρίες στο εσωτερικό του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
Επιπλέον, οι δεσμεύσεις του Γ. Παπανδρέου για βαριά φορολόγηση των πλουτισάντων επί Κατοχής είχαν την ίδια ακριβώς φερεγγυότητα με τις δηλώσεις υπέρ της λαοκρατίας που εκφώνησε στον περίφημο λόγο της Απελευθέρωσης.
Οι εργαζόμενοι έβλεπαν ότι τα ημερομίσθια καθορίζονταν σε επίπεδα χαμηλότερα και από τα κατοχικά και αυτό γινόταν με συνευθύνη των υπουργών του ΕΑΜ.
Και μιλάμε για μια εργατική τάξη η οποία έχει χαλυβδωθεί στους μεγάλους αγώνες της Κατοχής, έχει αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία, καθώς με την Απελευθέρωση προσβλέπει σε μια νέα μεταπολεμική τάξη πραγμάτων ριζικά διαφορετική, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο θα έχουν αυτοί που ελευθέρωσαν τη χώρα με το όπλο στο χέρι.
Οι ηγεσίες των συνδικάτων ελέγχονται σχεδόν απόλυτα από το ΕΑΜ, καθώς από τον Αύγουστο του 1944 η Κεντρική Επιτροπή του ΕΕΑΜ έχει αποφασίσει τη μετονομασία του σε ΓΣΕΕ, ενώ στις ομοσπονδίες, στα εργατικά κέντρα και τα σωματεία αναλαμβάνουν διοικήσεις που ελέγχονται από τη διοίκηση της ΓΣΕΕ.
Το ΕΑΜ διαθέτει συντριπτική επιρροή μέσα στην εργατική τάξη, κάτι που επιβεβαιώνεται στις εκλογές δεκάδων σωματείων που διεξάγονται μέσα σ’ αυτό το μικρό διάστημα.
Ισχύς
των Βρετανών η «αγάπη» των «πατριωτών»
δωσίλογων
Ολο το διάστημα του Νοεμβρίου οργανώνονται συνεχώς κινητοποιήσεις που προβάλλουν αιτήματα αύξησης των μισθών και της επισιτιστικής βοήθειας και αναδεικνύουν μια σειρά από ζητήματα κλάδων ή ομάδων της εργατικής τάξης.
Οι κινητοποιήσεις αυτές, παρότι εκφράζουν τις ανάγκες της λαϊκής βάσης του ΕΑΜ και προκαλούν συνεχή κοινωνική και πολιτική πίεση, δεν αμφισβητούν παρά πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής, οργανώνονται έτσι ώστε να εδραιώνουν τον ρόλο του εργατικού κινήματος ως κοινωνικού εταίρου και να μη δημιουργούν πολιτικό πρόβλημα ή να μην κινδυνεύει να κατηγορηθεί το ΕΑΜ για υπονόμευση της κυβερνητικής πολιτικής και της στρατηγικής επιλογής της εθνικής ενότητας και της οικονομικής ανασυγκρότησης.
Ετσι, στο κρίσιμο διάστημα των πρώτων 40 ημερών το εργατικό κίνημα περιορίστηκε σε κινητοποιήσεις και δράσεις χαμηλής έντασης, εγκλωβισμένο στη γραμμή της εθνικής ενότητας, της ταξικής συμφιλίωσης και της στήριξης της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής, ενώ, από την άλλη πλευρά, παλιά και νέα αστική τάξη και ιδιαίτερα τα νεόπλουτα αρπακτικά και παρασιτικά στρώματα συνέχιζαν ακάθεκτα τις δραστηριότητες πλουτισμού και συσσώρευσης, καταλήστευσης της ξένης βοήθειας, κρατούσαν κλειστά τα εργοστάσια, κερδοσκοπούσαν ασύστολα με τον χρυσό, τη λίρα, την παλιά και τη νέα δραχμή και υπονόμευαν ανοιχτά και απροκάλυπτα κάθε προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης κρατώντας κλειστά τα περισσότερα εργοστάσια.
Στις συνθήκες ταξικής πόλωσης των τελευταίων ημερών του Νοέμβρη, τα ΕΑΜικά συνδικάτα διατυπώνουν πιο ριζοσπαστικά αιτήματα, όπως οι εθνικοποιήσεις τραπεζών και μεγάλων βιομηχανιών στρατηγικής σημασίας, κατασχέσεις και δημεύσεις περιουσιών μαυραγοριτών, βαριά φορολογία κερδών και ειδών πολυτελείας και επιστροφή του χρυσού και του αποθέματος της ΤτΕ από το Λονδίνο.
Την 1η του Δεκέμβρη οργανώνονται μεγάλες εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις για το στρατιωτικό ζήτημα, ενώ 2.000 εργάτες της Ελληνικής Εριουργίας βάζουν σε κίνηση το εργοστάσιο με την άδεια του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
Μετά τον καθορισμό των ημερομισθίων και πλησιάζοντας στα τέλη του Νοέμβρη, ο ταξικός ανταγωνισμός οξύνεται και μαζί με την ταξική πόλωση διευρύνεται και η διάσταση ανάμεσα στα ΕΑΜικά υπουργεία και τα συνδικάτα.
Η διάσταση αυτή θα γεφυρωθεί τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, καθώς η αντιπαράθεση για το στρατιωτικό ζήτημα οδηγούσε πλέον σε μετωπική σύγκρουση με το αντιΕΑΜικό μπλοκ - πρόκειται μάλλον για δυο πηγές έντασης που τροφοδοτούσαν η μια την άλλη, καθώς η ταξική πόλωση δημιουργούσε το περιβάλλον ενός ακήρυχτου κοινωνικού εμφυλίου, το αποτέλεσμα του οποίου διαφαινόταν ωστόσο ότι δεν επρόκειτο να κριθεί στο κλασικό πεδίο των εργατικών συνδικαλιστικών αγώνων. Το αδιέξοδο στο στρατιωτικό ζήτημα οδηγούσε μοιραία τα πράγματα στο ευνοϊκό για τη βρετανική πολιτική και το αντιΕΑΜικό μπλοκ πεδίο της στρατιωτικής αναμέτρησης.
Άλλωστε, οι ομαλές δημοκρατικές πολιτικές εξελίξεις ενδεχομένως να οδηγούσαν σε εκλογικό θρίαμβο του ΕΑΜ, εξέλιξη που εγκυμονούσε κινδύνους για τη συνέχεια του αστικού καθεστώτος.
Το ΕΑΜ, παρά τις αντιφάσεις και τις ταλαντεύσεις που σημειώνονται στην πολιτική του, παρά τις συμφωνίες που υπέγραψε, ήταν σταθερά προσανατολισμένο σε μια νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων, την οποία διεκδίκησε στις σύνθετες και δύσκολες μεταπολεμικές συνθήκες. Δηλαδή στην περίοδο που η πολιτική γραμμή των λαϊκών μετώπων, εξαιρετικά αποτελεσματική στο διάστημα της Κατοχής, αναμετρούνταν με τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις της, καθώς η στρατηγική της αντίπαλης πλευράς ήταν σαφέστατα η ανάκτηση και διασφάλιση της αστικής εξουσίας και διαμέσου της κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
Ηταν, λοιπόν, το ΕΑΜ το μέτωπο το οποίο αναμετρήθηκε με όλα τα κρίσιμα διακυβεύματα της δεκαετίας του ’40, συσπειρώνοντας γύρω του τη λαϊκή εργαζόμενη πλειοψηφία και εκπροσωπώντας τα ταξικά της συμφέροντα.
Για να επιβάλουν τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις που επιθυμούσαν, οι Βρετανοί ήταν υποχρεωμένοι να στηριχτούν στον μοναδικό ισχυρό αντίπαλο του ΕΑΜ:
τον
παλιό πολιτικό κόσμο -αν και απολύτως
απαξιωμένος λόγω της στάσης του στα
χρόνια της Κατοχής-, τα δυναμικά
τμήματα των κερδοσκόπων και των
μαυραγοριτών και τις ένοπλες και
ετοιμοπόλεμες ομάδες των Ταγμάτων
Ασφαλείας και της κατοχικής
χωροφυλακής.
Αυτά ήταν τα μόνα διαθέσιμα στη συγκεκριμένη περίοδο πολιτικά, οικονομικά/κοινωνικά και στρατιωτικά στηρίγματα για τη βρετανική πολιτική. Και το μεγαλύτερο εμπόδιο σε αυτές τις εξελίξεις ήταν ο ΕΛΑΣ.
Επομένως, ο αφοπλισμός ή η συντριβή του αποτελούσε μονόδρομο για το Λονδίνο. Γι’ αυτό, σταδιακά, σε όλο το διάστημα των 47 πρώτων ημερών της Απελευθέρωσης οι Βρετανοί σε συνεργασία με το αντιΕΑΜικό μπλοκ συγκέντρωσαν στην πρωτεύουσα τις απαραίτητες στρατιωτικές δυνάμεις, διέσωσαν και εξόπλισαν τμήματα των Ταγμάτων Ασφαλείας και την κατάλληλη στιγμή ο Σκόμπι διέταξε τον μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ.
Τον λόγο είχαν πλέον οι ξιφολόγχες. Οσο για τις προοπτικές του ΕΑΜ -ΕΛΑΣ στην επερχόμενη σύγκρουση, ο Μαρκεζίνης είχε ήδη διατυπώσει την εκτίμησή του από τις 18 του Νοέμβρη:
«Η ευκαιρία εχάθη
ανεπιστρεπτί διά το ΕΑΜ κατά την εποχήν
της αποχωρήσεως των Γερμανών, τώρα είναι
πλέον αργά».
Του
Δημήτρη Μαριόλη -
Δάσκαλου, υποψήφιου διδάκτορα Ιστορίας,
Πάντειο Πανεπιστήμιο - Από το βιβλίο
"Δεκέμβρης 1944. Η αναπόφευκτη
σύγκρουση"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου