Ήταν ένας «σταρ» της πολιτικής, γνωστός με το μικρό του όνομα ακόμη και στο τελευταίο χωριό της Ελλάδας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1919, αγαπήθηκε όσο ελάχιστοι πολιτικοί στην Ελλάδα. Χαρισματικός ηγέτης, κατά γενική παραδοχή, χαρακτηρίστηκε από πολλούς «πολιτικό φαινόμενο».
Άφησε πίσω του πιστούς οπαδούς, ενώ ακόμη και οι «ορκισμένοι» αντίπαλοί του αναγνώριζαν την αξία του. Ανεξάρτητα από την άποψη που έχει κανείς για αυτόν....
ο Ανδρέας Παπανδρέου, αδιαμφισβήτητα σημάδεψε, την σύγχρονη πολιτική ιστορία.
Γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου του 1919, στη Χίο. Γιος του αείμνηστου Γεωργίου Παπανδρέου και της Σοφίας Μινέικο, κόρης Πολωνού αριστοκράτη και στρατιωτικού μηχανικού. Μεγάλωσε στην Αθήνα και το μεγαλύτερο διάστημα της μαθητικής του ζωής, το πέρασε στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου είχε τα πρώτα του πολιτικά ερεθίσματα. Διάβαζε για τον σοσιαλισμό και τον Μαρξισμό, ενώ εξέδωσε, με τους τρεις συμμαθητές του, Πάρι Kωνσταντινίδη, Λευτέρη Aδάμ και Γιώργο Σκιαδαρέση, το περιοδικό «Ξεκίνημα», όπου δημοσίευσαν και πολλά μαρξιστικά κείμενα. H εφημερίδα « Εστία» αντέδρασε, απαιτώντας τον εξοβελισμό του Ανδρέα Παπανδρέου από την ελληνική κοινωνία, γιατί «θα καθίστατο επικίνδυνος για τη χώρα». Μάλιστα, το υπουργείο Παιδείας διέταξε ανακρίσεις και οι «παρεκτραπέντες» μαθητές τιμωρήθηκαν με διαγωγή “επίμεμπτο” στο ενδεικτικό της Γ΄ Γυμνασίου.
Το 1935, οι φιλομοναρχικοί ανατρέπουν την κυβέρνηση Τσαλδάρη, και η ελληνική δημοκρατία καταλύεται. Ο Κονδύλης χρίζεται προσωρινά αντιβασιλεύς και ο Γεώργιος Παπανδρέου εξορίζεται στη Μύκονο. Ο Ανδρέας, μαθητής της Ε΄ Γυμνασίου, αντιδρώντας, τυπώνει πολυγραφημένες προκηρύξεις υπέρ της Δημοκρατίας, οι οποίες κατάσχονται από τον διευθυντή του Κολλεγίου.
Το 1935, οι φιλομοναρχικοί ανατρέπουν την κυβέρνηση Τσαλδάρη, και η ελληνική δημοκρατία καταλύεται. Ο Κονδύλης χρίζεται προσωρινά αντιβασιλεύς και ο Γεώργιος Παπανδρέου εξορίζεται στη Μύκονο. Ο Ανδρέας, μαθητής της Ε΄ Γυμνασίου, αντιδρώντας, τυπώνει πολυγραφημένες προκηρύξεις υπέρ της Δημοκρατίας, οι οποίες κατάσχονται από τον διευθυντή του Κολλεγίου.
Ήδη από την έκτη τάξη του Πειραματικού Σχολείου, όπου έχει εγγραφεί για να παρακολουθήσει την τελευταία τάξη του Γυμνασίου, είχε αρχίσει να αναμιγνύεται με τροτσκιστικούς κύκλους. Στις 4 Αυγούστου του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς επιβάλλει τη δικτατορία στην Ελλάδα. Ο Ανδρέας, που έχει εγγραφεί για να παρακολουθήσει την τελευταία τάξη του Γυμνασίου στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν διστάζει να σκίσει μια προκήρυξη που ανήγγειλε το πραξικόπημα, με αποτέλεσμα να συλληφθεί.
Το 1939 εγγράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών, ενώ παράλληλα συνεχίζει να αναπτύσσει αντικαθεστωτική δράση. Επί δικτατορίας Μεταξά, οργάνωσε μια αντιστασιακή ομάδα και δούλεψε σε κοινό μέτωπο μαζί με τροτσκιστές, κυκλοφορώντας παράνομα ένα περιοδικό σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας. Τελικά, τον Μάρτιο του 1939 η Ασφάλεια του Μανιαδάκη, που τον παρακολουθούσε, τον συνέλαβε για αντιδικτατορική δράση.
«Όταν μας πιάσανε μας πήγανε στην Ειδική Ασφάλεια όπου μας βασάνισαν πάρα πολύ, εμένα ιδιαίτερα. Μου έσπασαν τη μασέλα, ένας ανθυπομοίραρχος Γιαννάκος ήταν ο βασανιστής μου. Τελικά χρησιμοποίησαν πολλά μέσα και πίεση στη μητέρα μου (ο πατέρας μου ήταν εξόριστος) για να μας κάμψουν…».
Το 1939 εγγράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών, ενώ παράλληλα συνεχίζει να αναπτύσσει αντικαθεστωτική δράση. Επί δικτατορίας Μεταξά, οργάνωσε μια αντιστασιακή ομάδα και δούλεψε σε κοινό μέτωπο μαζί με τροτσκιστές, κυκλοφορώντας παράνομα ένα περιοδικό σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας. Τελικά, τον Μάρτιο του 1939 η Ασφάλεια του Μανιαδάκη, που τον παρακολουθούσε, τον συνέλαβε για αντιδικτατορική δράση.
«Όταν μας πιάσανε μας πήγανε στην Ειδική Ασφάλεια όπου μας βασάνισαν πάρα πολύ, εμένα ιδιαίτερα. Μου έσπασαν τη μασέλα, ένας ανθυπομοίραρχος Γιαννάκος ήταν ο βασανιστής μου. Τελικά χρησιμοποίησαν πολλά μέσα και πίεση στη μητέρα μου (ο πατέρας μου ήταν εξόριστος) για να μας κάμψουν…».
Τον Ιούλιο του 1939 ο Ανδρέας Παπανδρέου αποφυλακίζεται και τον Μάιο του επόμενου έτους, τριτοετής φοιτητής της Νομικής τότε, αναχωρεί από τον Πειραιά με προορισμό τις ΗΠΑ και μόλις 14 δολάρια στην τσέπη. Έμεινε στην Νέα Υόρκη στον Διεθνή Οίκο του Πανεπιστημίου Κολούμπια και εργάζεται στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου για να καλύψει τα έξοδα του.
«Όταν βγήκα δεν μπορούσα πια να δουλέψω κατά της δικτατορίας. Ήμουν πλέον «σημαδεμένος», άχρηστος. Αποφάσισα να φύγω… Επρόκειτο να πάω στη Γαλλία αλλά τυχαία εντελώς ένας φίλος μου, μου είπε ότι θα πήγαινε στην Αμερική για την οποία δεν ήξερα τίποτε πέρα απ’ ό,τι είχα δει στον κινηματογράφο… Αποφάσισα τη μεγάλη αυτή περιπέτεια… Δεν είχα όμως διαβατήριο. Έπρεπε να πάρω άδεια από τον Μανιαδάκη τον οποίο γνώριζα καλά λόγω και των αδειών που έπαιρνα για να πάω στον εξόριστο πατέρα μου (Στα Κύθηρα και την Άνδρο). Μου έλεγε (ο διαβόητος Μανιαδάκης): «Σε παρακολουθώ, είσαι μπλεγμένος με την Αριστερά, θα σε συλλάβω, θα το πληρώσεις ακριβά» και εγώ χαμογελούσα. Ο Μανιαδάκης έδωσε τελικά την άδεια για 17 μέρες… Η Αμερική που ήταν τότε φιλελεύθερη εσωτερικά με τον Φρ. Ρούσβελτ, μου έδωσε μετά από αίτηση μου άδεια παραμονής χωρίς διαβατήριο.»
«Όταν βγήκα δεν μπορούσα πια να δουλέψω κατά της δικτατορίας. Ήμουν πλέον «σημαδεμένος», άχρηστος. Αποφάσισα να φύγω… Επρόκειτο να πάω στη Γαλλία αλλά τυχαία εντελώς ένας φίλος μου, μου είπε ότι θα πήγαινε στην Αμερική για την οποία δεν ήξερα τίποτε πέρα απ’ ό,τι είχα δει στον κινηματογράφο… Αποφάσισα τη μεγάλη αυτή περιπέτεια… Δεν είχα όμως διαβατήριο. Έπρεπε να πάρω άδεια από τον Μανιαδάκη τον οποίο γνώριζα καλά λόγω και των αδειών που έπαιρνα για να πάω στον εξόριστο πατέρα μου (Στα Κύθηρα και την Άνδρο). Μου έλεγε (ο διαβόητος Μανιαδάκης): «Σε παρακολουθώ, είσαι μπλεγμένος με την Αριστερά, θα σε συλλάβω, θα το πληρώσεις ακριβά» και εγώ χαμογελούσα. Ο Μανιαδάκης έδωσε τελικά την άδεια για 17 μέρες… Η Αμερική που ήταν τότε φιλελεύθερη εσωτερικά με τον Φρ. Ρούσβελτ, μου έδωσε μετά από αίτηση μου άδεια παραμονής χωρίς διαβατήριο.»
Μετά από παροτρύνσεις, αποφασίζει να συνεχίσει τις σπουδές του στα οικονομικά , παρά να αποκτήσει ένα πτυχίο αμερικανικού δικαίου. Λίγους μήνες αργότερα, γίνεται δεκτός στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών του τμήματος Οικονομικών στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και βάζει τα θεμέλια για μια ακαδημαϊκή καριέρα και ένα πλούσιο συγγραφικό έργο.
«…Το Χάρβαρντ με δέχθηκε αμέσως για μεταπτυχιακές σπουδές που προϋπέθεταν όμως ότι έχεις τελειώσει τα οικονομικά και πας για το διδακτορικό σου δίπλωμα. Εγώ όμως δεν είχα σπουδάσει οικονομικά. Έτσι το πρώτο εξάμηνο στο Χάρβαρντ ήταν για μένα ένας κυκεώνας… Για να αντιμετωπίσω τα έξοδα μου έπλενα τα παράθυρα της θεολογικής Σχολής. Έβαλα ένα πρόγραμμα εξοντωτικό. Από τις 6 το πρωί μέχρι τις 12 το βράδυ. Για μήνες δεν το έσκασα, ούτε για κινηματογράφο, διασκέδαση κλπ. Πέρασα το έτος με «λίαν καλώς». Αυτό μου απέδειξε ότι μπορούσα να τα βγάλω πέρα αλλά ήταν το πιο κρίσιμο στάδιο στη ζωή μου!»
Το 1941 παντρεύεται με την Ελληνοαμερικανίδα Χριστίνα Ρασσιά, ενώ το 1943 λαμβάνει το διδακτορικό του στα Οικονομικά και τη Φιλοσοφία από το Χάρβαρντ και εργάζεται ως βοηθός καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης διδάσκοντας Αρχές Πολιτικής Οικονομίας. Μάλιστα, το 1944, ο μόλις 25 ετών Ανδρέας Παπανδρέου είναι ένα από τα πέντε μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας στη διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς , που σχεδίασε ολόκληρη την αρχιτεκτονική της παγκόσμιας οικονομίας ως τις πετρελαϊκές κρίσεις του ’70.
Έχοντας μόλις πάρει το διδακτορικό του, κατατάσσεται εθελοντικά στο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ. Αφού υπηρέτησε ως νοσηλευτής σε νοσοκομείο για τραυματίες πολέμου, πήρε εντολή να επιβιβασθεί σε πλοίο με προορισμό την Οκινάουα. Κάνοντας οτοστόπ από την Ουάσιγκτον προς την Καλιφόρνια, σταμάτησε να τον πάρει ένας στρατηγός, ο οποίος όταν έμαθε ότι είχε διδακτορικό από το Χάρβαρντ, του άλλαξε επί τόπου το χαρτί πορείας και τον κράτησε στο γραφείο του στην Καλιφόρνια. Εκεί, ασχολήθηκε με το Operations Research, φτιάχνοντας μοντέλα για τον καθορισμό της επιλογής του πιο ευνοϊκού χρονικού διαστήματος για την επισκευή του στόλου.
Όταν επέστρεψε στο Χάρβαρντ το 1946, μετά τον πόλεμο, ήταν υφηγητής, ενώ το 1947 πήγε στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα όπου διορίστηκε επίκουρος και στη συνέχεια τακτικός καθηγητής θεωρητικών οικονομικών. Το 1950 διδάσκει ως επίτιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν και ένα χρόνο μετά επιστρέφει ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα.
Το ίδιο έτος παίρνει διαζύγιο από τη Χριστίνα Ρασσιά και παντρεύεται την Μαργαρίτα Τσαντ, με την οποία αποκτά τέσσερα παιδιά, τον Γιώργο, τον Νίκο, τη Σοφία και τον Ανδρέα.
Η καριέρα του θα ανθίσει στα έδρανα του πανεπιστημίου Μπέρκλει, όπου το 1955 εκλέγεται τακτικός καθηγητής και από το 1956 έως το 1959 διατελεί Κοσμήτωρ της Οικονομικής Σχολής του ίδιου Πανεπιστημίου.
Το 1959 έρχεται οικογενειακώς την Ελλάδα, με υποτροφία από τα Iδρύματα Γκουγκενχάιμ και Φουλμπράιτ, για να πραγματοποιήσει μια έρευνα πάνω στην ελληνική Οικονομία και να αξιολογήσει τις προοπτικές της .
Μένουν στην Αθήνα για έναν χρόνο και το διάστημα αυτό, ο πατέρας του κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να τον πείσει να πολιτευτεί, όμως εκείνος αρνούνταν πεισματικά.
Ο τρόπος βρέθηκε, μέσω του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος ίδρυσε το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών και κάλεσε τον Ανδρέα Παπανδρέου να αναλάβει επικεφαλής του, προτείνοντάς του παράλληλα τη θέση του Οικονομικού Συμβούλου στην Τράπεζα της Ελλάδας .
«…Ο πατέρας μου με πίεζε τρομερά να έρθω οριστικά. Είπα «όχι» αλλά όταν το πλοίο έφυγε από τον Πειραιά μέσα σε 10′ γύρισα και είπα στη Μαργαρίτα: – Τελείωσε, θα γυρίσω οριστικά. Και μόλις έφθασα στη Νεάπολη, τηλεφώνησα στον πατέρα μου ότι «ναι, επανέρχομαι’…
Όταν επέστρεψε στο Χάρβαρντ το 1946, μετά τον πόλεμο, ήταν υφηγητής, ενώ το 1947 πήγε στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα όπου διορίστηκε επίκουρος και στη συνέχεια τακτικός καθηγητής θεωρητικών οικονομικών. Το 1950 διδάσκει ως επίτιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν και ένα χρόνο μετά επιστρέφει ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα.
Το ίδιο έτος παίρνει διαζύγιο από τη Χριστίνα Ρασσιά και παντρεύεται την Μαργαρίτα Τσαντ, με την οποία αποκτά τέσσερα παιδιά, τον Γιώργο, τον Νίκο, τη Σοφία και τον Ανδρέα.
Η καριέρα του θα ανθίσει στα έδρανα του πανεπιστημίου Μπέρκλει, όπου το 1955 εκλέγεται τακτικός καθηγητής και από το 1956 έως το 1959 διατελεί Κοσμήτωρ της Οικονομικής Σχολής του ίδιου Πανεπιστημίου.
Το 1959 έρχεται οικογενειακώς την Ελλάδα, με υποτροφία από τα Iδρύματα Γκουγκενχάιμ και Φουλμπράιτ, για να πραγματοποιήσει μια έρευνα πάνω στην ελληνική Οικονομία και να αξιολογήσει τις προοπτικές της .
Μένουν στην Αθήνα για έναν χρόνο και το διάστημα αυτό, ο πατέρας του κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να τον πείσει να πολιτευτεί, όμως εκείνος αρνούνταν πεισματικά.
Ο τρόπος βρέθηκε, μέσω του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος ίδρυσε το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών και κάλεσε τον Ανδρέα Παπανδρέου να αναλάβει επικεφαλής του, προτείνοντάς του παράλληλα τη θέση του Οικονομικού Συμβούλου στην Τράπεζα της Ελλάδας .
«…Ο πατέρας μου με πίεζε τρομερά να έρθω οριστικά. Είπα «όχι» αλλά όταν το πλοίο έφυγε από τον Πειραιά μέσα σε 10′ γύρισα και είπα στη Μαργαρίτα: – Τελείωσε, θα γυρίσω οριστικά. Και μόλις έφθασα στη Νεάπολη, τηλεφώνησα στον πατέρα μου ότι «ναι, επανέρχομαι’…
Έτσι, στις 15 Iανουαρίου 1961 η οικογένεια Παπανδρέου επέστρεψε στην Eλλάδα και εγκαταστάθηκε στο Ψυχικό. Ο Ανδρέας αναλαμβάνει Πρόεδρος του Δ.Σ. και Γενικός Επιστημονικός Διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών και ταυτόχρονα Σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλάδας (1961-62).
Τα χρόνια που ακολουθούν ο Ανδρέας βλέπει τον πατέρα του να ιδρύει την Ένωση Κέντρου, να χάνει τις εκλογές βίας και νοθείας και να κηρύττει τον ανένδοτο αγώνα, στον οποίο συμμετέχει από την πρώτη στιγμή.
Το 1962, παίρνει άδεια από το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών και πηγαίνει εκ νέου στο Μπέρκλεϊ, όμως το 1963 επιστρέφει στην Ελλάδα, όντας πλέον αποφασισμένος να ασχοληθεί με την πολιτική. Παρότι ένιωθε έτοιμος, δεν πολιτεύτηκε έπειτα από απόφαση του πατέρα του στις εκλογές του 1963.
Η πολιτική του σταδιοδρομία αρχίζει το Φεβρουάριο του 1964 , όταν εκλέγεται βουλευτής Αχαΐας με την Ένωση Κέντρου, η οποία θριάμβευσε στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου με ποσοστό 52,72% . Ο Ανδρέας παθιάζεται με την πολιτική και εμφανίζεται ως εκφραστής της ανανέωσης και μεταρρυθμιστής.
Τα χρόνια που ακολουθούν ο Ανδρέας βλέπει τον πατέρα του να ιδρύει την Ένωση Κέντρου, να χάνει τις εκλογές βίας και νοθείας και να κηρύττει τον ανένδοτο αγώνα, στον οποίο συμμετέχει από την πρώτη στιγμή.
Το 1962, παίρνει άδεια από το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών και πηγαίνει εκ νέου στο Μπέρκλεϊ, όμως το 1963 επιστρέφει στην Ελλάδα, όντας πλέον αποφασισμένος να ασχοληθεί με την πολιτική. Παρότι ένιωθε έτοιμος, δεν πολιτεύτηκε έπειτα από απόφαση του πατέρα του στις εκλογές του 1963.
Η πολιτική του σταδιοδρομία αρχίζει το Φεβρουάριο του 1964 , όταν εκλέγεται βουλευτής Αχαΐας με την Ένωση Κέντρου, η οποία θριάμβευσε στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου με ποσοστό 52,72% . Ο Ανδρέας παθιάζεται με την πολιτική και εμφανίζεται ως εκφραστής της ανανέωσης και μεταρρυθμιστής.
«…Θυμάμαι την πρώτη μου προεκλογική περιοδεία στην Πάτρα (…) Εξεφώνησα πολλούς λόγους, μέχρι 15 την ημέρα. Το μήνυμα που μετέφερα ήταν απλό: Η Ένωση Κέντρου είχε σκοπό να κάμει την Ελλάδα σύγχρονο Ευρωπαϊκό Κράτος με ουσιαστική δημοκρατία, χωρίς να δεχόμαστε το ρόλο του «δορυφόρου» και τις συνεχείς επεμβάσεις των ξένων στην πολιτική μας ζωή…»
Μετά την νίκη της Ένωσης Κέντρου, διορίζεται αρχικά Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης και τον ίδιο χρόνο Αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού ( 1964-65 ). Τον Ιούνιο του 1964 συνοδεύει τον πατέρα του στο δύσκολο ταξίδι στις ΗΠΑ, όπου ο πρόεδρος Τζόνσον προσπάθησε να επιβάλει διμερείς ελληνοτουρκικές συνομιλίες για το Κυπριακό με στόχο την κατοχύρωση των τουρκικών συμφερόντων.
Τον Νοέμβριο, παραιτείται από την κυβέρνηση έπειτα από πιέσεις άλλων τάσεων μέσα στο κόμμα, όμως επανέρχεται στην ίδια θέση τον Απρίλιο του 1965. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου προκαλείται πολιτική κρίση, με πρόσχημα την ανακάλυψη «συνωμοτικής» οργάνωσης στο στρατό υπό την ονομασία «ΑΣΠΙΔΑ» και τη διεξαγωγή ανακρίσεως για ενδεχόμενη συμμετοχή του Ανδρέα Παπανδρέου.
Στις 15 Ιουλίου ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος θα εξαναγκάσει σε παραίτηση τον πρωθυπουργό, Γεώργιο Παπανδρέου, μη αποδεχόμενος την απομάκρυνση του Γαρουφαλιά από το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Αμέσως ορκίζεται ως πρωθυπουργός των «αποστατών» ο Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας, μέλος της Ένωσης Κεντρώων και Πρόεδρος της Βουλής, όμως η κυβέρνηση καταψηφίζεται και διορίζεται από τον τέως βασιλιά κυβέρνηση Ηλία Τσιριμώκου η οποία επίσης καταψηφίζεται στη Βουλή.
Η κυβέρνηση του Στέφανου Στεφανόπουλου που προέκυψε με την υποστήριξη των «αποστατών» και της ΕΡΕ κατορθώνει να αποσπάσει οριακή ψήφο εμπιστοσύνης. Στις 22 Δεκεμβρίου του 1966 σχηματίστηκε η κυβέρνηση Παρασκευοπούλου με σκοπό να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. Ο Ανδρέας Παπανδρέου εξέφρασε την αντίθεσή του στην ψήφο εμπιστοσύνης της Ένωσης Κέντρου στην κυβέρνηση Παρασκευόπουλου, όμως αποφασίζει να συμπλεύσει με τις επιλογές του Γεωργίου για να μην διαταραχθεί η ενότητα του κόμματος. Την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου διαδέχθηκε στις 3 Απριλίου του 1967 η κυβέρνηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που ήταν και η κυβέρνηση που ανατράπηκε από το πραξικόπημα της Χούντας των συνταγματαρχών.
Ξημερώματα της 21ης Απριλίου του 1967 ο Ανδρέας συλλαμβάνεται, βασανίζεται και οδηγείται αρχικά στο Γουδί και στη συνέχεια στις φυλακές Αβέρωφ, όπου κρατήθηκε απομονωμένος από τους άλλους κρατούμενους.
Κάτω από διεθνείς πιέσεις, ο Ανδρέας Παπανδρέου αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος την παραμονή των Χριστουγέννων, με αμνηστία του Παπαδόπουλου.
Τον Ιανουάριο του 1968 αναχωρεί για το Παρίσι και έπειτα εγκαθίσταται στη Σουηδία με την οικογένειά του. Αμέσως γίνεται δεκτός από το πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και ιδρύει το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (Π.Α.Κ.) , την αντιδικτατορική οργάνωση που αποτέλεσε τον πρόδρομο του ΠAΣΟK. Εκεί, ο Παπανδρέου θα συνάψει σχέση με μια Σουηδή τηλεπαρουσιάστρια, την Ράνια Νίμπλουμ, με την οποία θα αποκτήσει μια κόρη εκτός γάμου.
Το 1968 ήταν μια δύσκολη χρονιά για τον Ανδρέα, καθώς τον Νοέμβριο πεθαίνει ο πατέρας του. Στην Ελλάδα έρχονται να πουν το τελευταίο αντίο στον «Γέρο της Δημοκρατίας» η σύζυγος του Ανδρέα, Μαργαρίτα και τα παιδιά του Γιώργος και Σοφία. Ο Ανδρέας δεν μπορεί να έρθει για να μην συλληφθεί. Το 1969 εγκαθίσταται στο Τορόντο, διδάσκοντας έως το 1974 ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γιορκ.
Το 1973, μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης στο Πολυτεχνείο ο Ανδρέας Παπανδρέου καταγγέλλει ανοιχτά την αμερικανοκρατία και το NATO για την επιβολή και στήριξη της δικτατορίας στην Ελλάδα.
Τον Νοέμβριο, παραιτείται από την κυβέρνηση έπειτα από πιέσεις άλλων τάσεων μέσα στο κόμμα, όμως επανέρχεται στην ίδια θέση τον Απρίλιο του 1965. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου προκαλείται πολιτική κρίση, με πρόσχημα την ανακάλυψη «συνωμοτικής» οργάνωσης στο στρατό υπό την ονομασία «ΑΣΠΙΔΑ» και τη διεξαγωγή ανακρίσεως για ενδεχόμενη συμμετοχή του Ανδρέα Παπανδρέου.
Στις 15 Ιουλίου ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος θα εξαναγκάσει σε παραίτηση τον πρωθυπουργό, Γεώργιο Παπανδρέου, μη αποδεχόμενος την απομάκρυνση του Γαρουφαλιά από το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Αμέσως ορκίζεται ως πρωθυπουργός των «αποστατών» ο Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας, μέλος της Ένωσης Κεντρώων και Πρόεδρος της Βουλής, όμως η κυβέρνηση καταψηφίζεται και διορίζεται από τον τέως βασιλιά κυβέρνηση Ηλία Τσιριμώκου η οποία επίσης καταψηφίζεται στη Βουλή.
Η κυβέρνηση του Στέφανου Στεφανόπουλου που προέκυψε με την υποστήριξη των «αποστατών» και της ΕΡΕ κατορθώνει να αποσπάσει οριακή ψήφο εμπιστοσύνης. Στις 22 Δεκεμβρίου του 1966 σχηματίστηκε η κυβέρνηση Παρασκευοπούλου με σκοπό να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. Ο Ανδρέας Παπανδρέου εξέφρασε την αντίθεσή του στην ψήφο εμπιστοσύνης της Ένωσης Κέντρου στην κυβέρνηση Παρασκευόπουλου, όμως αποφασίζει να συμπλεύσει με τις επιλογές του Γεωργίου για να μην διαταραχθεί η ενότητα του κόμματος. Την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου διαδέχθηκε στις 3 Απριλίου του 1967 η κυβέρνηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που ήταν και η κυβέρνηση που ανατράπηκε από το πραξικόπημα της Χούντας των συνταγματαρχών.
Ξημερώματα της 21ης Απριλίου του 1967 ο Ανδρέας συλλαμβάνεται, βασανίζεται και οδηγείται αρχικά στο Γουδί και στη συνέχεια στις φυλακές Αβέρωφ, όπου κρατήθηκε απομονωμένος από τους άλλους κρατούμενους.
Κάτω από διεθνείς πιέσεις, ο Ανδρέας Παπανδρέου αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος την παραμονή των Χριστουγέννων, με αμνηστία του Παπαδόπουλου.
Τον Ιανουάριο του 1968 αναχωρεί για το Παρίσι και έπειτα εγκαθίσταται στη Σουηδία με την οικογένειά του. Αμέσως γίνεται δεκτός από το πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και ιδρύει το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (Π.Α.Κ.) , την αντιδικτατορική οργάνωση που αποτέλεσε τον πρόδρομο του ΠAΣΟK. Εκεί, ο Παπανδρέου θα συνάψει σχέση με μια Σουηδή τηλεπαρουσιάστρια, την Ράνια Νίμπλουμ, με την οποία θα αποκτήσει μια κόρη εκτός γάμου.
Το 1968 ήταν μια δύσκολη χρονιά για τον Ανδρέα, καθώς τον Νοέμβριο πεθαίνει ο πατέρας του. Στην Ελλάδα έρχονται να πουν το τελευταίο αντίο στον «Γέρο της Δημοκρατίας» η σύζυγος του Ανδρέα, Μαργαρίτα και τα παιδιά του Γιώργος και Σοφία. Ο Ανδρέας δεν μπορεί να έρθει για να μην συλληφθεί. Το 1969 εγκαθίσταται στο Τορόντο, διδάσκοντας έως το 1974 ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γιορκ.
Το 1973, μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης στο Πολυτεχνείο ο Ανδρέας Παπανδρέου καταγγέλλει ανοιχτά την αμερικανοκρατία και το NATO για την επιβολή και στήριξη της δικτατορίας στην Ελλάδα.
Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας στις 24 Ιουλίου του 1974, ο Ανδρέας επιστρέφει από την εξορία. Η υποδοχή του στο αεροδρόμιο ήταν αποθεωτική, καθώς είναι ήδη ο δημοφιλέστερος Έλληνας πολιτικός, παρά τις συνεχείς επιθέσεις μερίδας του Τύπου.
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974 , ιδρύει το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, το ΠΑ.ΣΟ.Κ., βασισμένου στο τρίπτυχο: Εθνική Ανεξαρτησία – Κοινωνική Απελευθέρωση – Λαϊκή Κυριαρχία.
Στις πρώτες εκλογές μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τον Νοέμβριο του 1974 το ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται τρίτο κόμμα με 13,58% και 12 έδρες. Μάλιστα, ο ίδιος κινδύνευσε να μη εκλεγεί βουλευτής, καθώς στη Θεσσαλονίκη, όπου κατέβηκε υποψήφιος, το ΠΑΣΟΚ έλαβε μία μόνο έδρα.
Στις επόμενες εκλογές, τον Νοέμβριο του 1977, το ΠΑΣΟΚ, με κεντρικό σύνθημα «Αλλαγή ή Συντήρηση», διπλασιάζει τη δύναμή του σε 25,34% και με 93 έδρες στη Bουλή, και έγινε αξιωματική αντιπολίτευση. Κεντρικό σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας ήταν «Αλλαγή ή Συντήρηση».
Το διάστημα 1974-1981, το ΠΑΣΟΚ έχει θεαματική άνοδο. Μετά τις διαγραφές διαφωνούντων από το Κόμμα, όπως στελεχών της «Δημοκρατικής Άμυνας» και τη νεολαίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε καταστεί αδιαμφισβήτητος αρχηγός και τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει.
Στις πρώτες εκλογές μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τον Νοέμβριο του 1974 το ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται τρίτο κόμμα με 13,58% και 12 έδρες. Μάλιστα, ο ίδιος κινδύνευσε να μη εκλεγεί βουλευτής, καθώς στη Θεσσαλονίκη, όπου κατέβηκε υποψήφιος, το ΠΑΣΟΚ έλαβε μία μόνο έδρα.
Στις επόμενες εκλογές, τον Νοέμβριο του 1977, το ΠΑΣΟΚ, με κεντρικό σύνθημα «Αλλαγή ή Συντήρηση», διπλασιάζει τη δύναμή του σε 25,34% και με 93 έδρες στη Bουλή, και έγινε αξιωματική αντιπολίτευση. Κεντρικό σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας ήταν «Αλλαγή ή Συντήρηση».
Το διάστημα 1974-1981, το ΠΑΣΟΚ έχει θεαματική άνοδο. Μετά τις διαγραφές διαφωνούντων από το Κόμμα, όπως στελεχών της «Δημοκρατικής Άμυνας» και τη νεολαίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε καταστεί αδιαμφισβήτητος αρχηγός και τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει.
Στις 28 Μαΐου του 1979 ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής υπογράφει τη συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να απουσιάζει από την τελετή, σηματοδοτώντας έτσι την αντίθεσή του. Την αντίθεσή του εξέφρασε και στην απόφαση της κυβέρνησης Ράλλη το 1980 για πλήρη επάνοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ– επανένταξη στο στρατιωτικό σκέλος από το οποίο είχε αποχωρήσει η χώρα το 1974. Ο Ανδρέας Παπανδρέου καταγγέλλει την απόφαση ως πραξικοπηματική.
Το 1981 αποτελεί έτος-σταθμό, καθώς ο Ανδρέας Παπανδρέου γίνεται πρωθυπουργός και η Ελλάδα βιώνει την κορύφωση ενός πολιτικού φαινομένου που σημάδεψε τη σύγχρονη ιστορία. Στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 , το ΠΑΣΟΚ κατεβαίνει με βασικά σύνθημά του «Εδώ και τώρα ήρθε η αλλαγή» και «Η Ελλάδα στους Έλληνες» και πετυχαίνει ένα πραγματικό θρίαμβο, εκλέγοντας 173 βουλευτές με ποσοστό 48%.
Ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ σχηματίζει κυβέρνηση η οποία ορκίζεται στις 21 Οκτωβρίου 1981, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να αναλαμβάνει, εκτός από Πρωθυπουργός και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Λίγους μήνες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας, ο Ανδρέας Παπανδρέου προβάλει βέτο στο NATO διότι δεν παρέχει εγγυήσεις στην Ελλάδα απέναντι σε οποιαδήποτε απειλή κατά της εδαφικής της ακεραιότητας, ενώ το 1982, υποβάλλει «Μνημόνιο» στην ΕΟΚ ζητώντας βελτιώσεις στους ορούς συμμετοχής της Ελλάδας.
Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ ξεκινά με «βροχή» νομοθετημάτων για την αποκέντρωση, το σύστημα της υγείας, την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου, τον εκδημοκρατισμό του κράτους. Επίσης, καταργείται ο «σταυρός προτίμησης» στις κοινοβουλευτικές εκλογές και καθιερώνεται η «λίστα» . Παράλληλα, αναγνωρίζεται η Ενιαία Εθνική Αντίσταση και αποφασίζεται ο επαναπατρισμός πολιτικών προσφύγων.
Οι μεταρρυθμίσεις του ΠΑΣΟΚ μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
Αλλαγή του Οικογενειακού Δικαίου – Καθιέρωση του πολιτικού γάμου – Κατοχύρωση των δικαιωμάτων των παιδιών εκτός γάμου – Κατοχύρωση της ισότητας των δύο φύλων.
Ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ σχηματίζει κυβέρνηση η οποία ορκίζεται στις 21 Οκτωβρίου 1981, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να αναλαμβάνει, εκτός από Πρωθυπουργός και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Λίγους μήνες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας, ο Ανδρέας Παπανδρέου προβάλει βέτο στο NATO διότι δεν παρέχει εγγυήσεις στην Ελλάδα απέναντι σε οποιαδήποτε απειλή κατά της εδαφικής της ακεραιότητας, ενώ το 1982, υποβάλλει «Μνημόνιο» στην ΕΟΚ ζητώντας βελτιώσεις στους ορούς συμμετοχής της Ελλάδας.
Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ ξεκινά με «βροχή» νομοθετημάτων για την αποκέντρωση, το σύστημα της υγείας, την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου, τον εκδημοκρατισμό του κράτους. Επίσης, καταργείται ο «σταυρός προτίμησης» στις κοινοβουλευτικές εκλογές και καθιερώνεται η «λίστα» . Παράλληλα, αναγνωρίζεται η Ενιαία Εθνική Αντίσταση και αποφασίζεται ο επαναπατρισμός πολιτικών προσφύγων.
Οι μεταρρυθμίσεις του ΠΑΣΟΚ μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
Αλλαγή του Οικογενειακού Δικαίου – Καθιέρωση του πολιτικού γάμου – Κατοχύρωση των δικαιωμάτων των παιδιών εκτός γάμου – Κατοχύρωση της ισότητας των δύο φύλων.
Κατάργηση του σταυρού προτίμησης για τους βουλευτές. (Ίσχυσε μόνο στις εκλογές του ’85).
Αποκέντρωση των εξουσιών με ενίσχυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Αναγνώριση της Ενιαίας Εθνικής Αντίστασης. Επαναπατρισμός πολιτικών προσφύγων.
Αποκατάσταση των δημοκρατικών διαδικασιών στους Αγροτικούς Συνεταιρισμούς.
Εκδημοκρατισμός των Εμπορικών Ενώσεων.
Κατοχύρωση του δικαιώματος της απεργίας.
Κατάργηση των «φακέλων» για τα φρονήματα των πολιτών.
Υπαγωγή της ΚΥΠ στην ευθύνη του πρωθυπουργού.
Εκδημοκρατισμός των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας.
Ψήφος στα 18
Προστασία του εισοδήματος με την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή.
Κατοχύρωση του 5θήμερου, 40ωρου και 4 εβδομάδων αδείας.
Κοινωνικοποιήσεις των Οργανισμών Κοινής Ωφέλειας
Αυτοτελή σύνταξη για την Αγρότισσα – Δωρεάν περίθαλψη προς όλους τους αγρότες.
Δημιουργία Εθνικού Συστήματος Υγείας
Νόμος πλαίσιο για ΑΕΙ- ΤΕΙ
Εξυγίανση Δημόσιας Διοίκησης –Κατάργηση πολυθεσίας
Αύξηση στις κατώτατες συντάξεις – Επέκταση της κάλυψης του ΙΚΑ σε όλη την Ελλάδα.
Δημιουργία ΚΑΠΗ – Προγράμματα Κοινωνικού Τουρισμού
Οργάνωση Δημόσιων Βρεφονηπιακών Σταθμών – Διακοπών για παιδιά οικογενειών με χαμηλό εισόδημα.
Το 1983 γίνεται η δεύτερη επίσημη υποτίμηση της δραχμής μετά τον πόλεμο (15% έναντι του δολαρίου και 16% της ευρωπαϊκής λογιστικής μονάδας) με σκοπό την αντιμετώπιση των μεγάλων ελλειμμάτων του ισοζυγίου και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Την ίδια χρονιά ψηφίζεται το νομοσχέδιο «περί κοινωνικοποιήσεων των κρατικοποιημένων δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών» και η κυβέρνηση Παπανδρέου το διάστημα 1981-1985 προχωρά σε σειρά κρατικοποιήσεων (ΛΑΡΚΟ, η ΠΥΡΚΑΛ, η Ελληνική Χαλυβουργία, Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, Πειραϊκή-Πατραϊκή).
Το δεύτερο εξάμηνο του 1983 η Ελλάδα αναλαμβάνει την προεδρία της ΕΟΚ, θέτοντας έτσι τέλος στην αντιευρωπαϊκή προεκλογική ρητορεία του ΠΑΣΟΚ της πρώτης περιόδου που βασιζόταν στα συνθήματα «Έξω από το ΝΑΤΟ», «Έξω από την ΕΟΚ». Την ίδια χρονιά υπογράφεται και η νέα ελληνοαμερικανική συμφωνία που προέβλεπε την σταδιακή απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων από την Ελλάδα έως το 1992.
Το 1985 γίνεται αισθητό ότι η θέση της Ελλάδας μέσα στην ΕΟΚ είναι πλέον δεδομένη και δεν τίθεται πλέον κανένα δίλημμα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δηλώνει εμφατικά ότι «η Ελλάδα μπήκε στην ΕΟΚ για να μείνει» και καταθέτει πρόταση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με την οποία καθιερώθηκαν τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ), που συνέλαβαν στην ανάπτυξη της χώρας και εφαρμόστηκαν έως το 1993. Μάλιστα, τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου, για να εξασφαλίσει τα ΜΟΠ, δεν δίστασε να απειλήσει τον Ζακ Ντελόρ που είχε αναλάβει την Προεδρία της Επιτροπής ότι θα ασκούσε βέτο στην προοπτική ένταξης της Πορτογαλίας και της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Στο εσωτερικό της χώρας, τον Μάρτιο του 1985 -κι ενώ πλησίαζε το τέλος της πρώτης θητείας του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην προεδρία της Δημοκρατίας- η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ προτείνει μετά από εισήγηση του Ανδρέα Παπανδρέου ως υποψήφιο Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Χρήστο Σαρτζετάκη. Ταυτόχρονα, ανακοινώνει ότι προχωρά στην αναθεώρηση του Συντάγματος, με σκοπό τον περιορισμό των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας και την κατοχύρωση του κοινοβουλευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Το Ιούνιο του 1985 διεξάγονται εκλογές σε κλίμα έντονης πολιτικής πόλωσης, με τις προεκλογικές συγκεντρώσεις του Ανδρέα Παπανδρέου σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη να θεωρούνται ακόμη και σήμερα οι μεγαλύτερες της Μεταπολίτευσης. Τελικά, το ΠΑΣΟΚ κερδίζει ξανά τις εκλογές, με ποσοστό 45,82% και 161 έδρες.
Τα ηνία του υπουργείου Οικονομικών αναλαμβάνει ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος λίγους μήνες αργότερα θέτει σε εφαρμογή το περιβόητο πρόγραμμα σταθερότητας, που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει νέα υποτίμηση της δραχμής κατά 15%.
Βρισκόμαστε στο 1988. Τον Ιούνιο η ΝΔ καταθέτει την πρώτη πρόταση δυσπιστίας μετά τη Μεταπολίτευση κατά της κυβέρνησης του Παπανδρέου για την εξωτερική πολιτική και την οικονομία, η οποία μετά από τριήμερη κόντρα στη Βουλή , απορρίφθηκε με ψήφους 123 «υπέρ» και 157 «κατά».
Την ίδια εποχή στη χώρα ξεσπά το «σκάνδαλο Κοσκωτά», που εμπλέκει τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου και μέλη της κυβέρνησής του. Το πολιτικό και κοινοβουλευτικό σκηνικό είναι τεταμένο, με το θέμα να κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
Εν τω μεταξύ, στα τέλη Αυγούστου ο Ανδρέας Παπανδρέου αναχωρεί άρρωστος για το Χέρφιλντ του Λονδίνου, όπου τον Σεπτέμβριο υποβάλλεται σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Η επέμβαση ήταν επιτυχής και κατά την επιστροφή του στην Αθήνα χιλιάδες Αθηναίοι κρατώντας ελληνικές σημαίες και σημαίες του ΠΑΣΟΚ, τον υποδέχονται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, βγαίνει από το αεροσκάφος , κατεβαίνει τα πρώτα σκαλιά και χαιρετά το συγκεντρωμένο πλήθος. Κάποια στιγμή γυρνά το κεφάλι του προς τα πίσω και κάνει νόημα σε μια ξανθιά γυναίκα να κατέβει μαζί του τα σκαλιά. Ήταν η Δήμητρα Λιάνη, τη σχέση με την οποία επισημοποίησε με το χαρακτηριστικό εκείνο νεύμα.
Ερχόμαστε στο «βρώμικο ’89» όπως έχει μείνει στην ιστορία. Στις 11 Μαρτίου 1989 ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, υπέβαλε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Παπανδρέου, σχετικά με το σκάνδαλο Κοσκωτά, που απορρίφθηκε με ψήφους 123 «υπέρ» και 155 «κατά». Η «μάχη» Παπανδρέου-Μητσοτάκη στη βουλή έχει μείνει στην ιστορία. Ενώ στο βήμα βρισκόταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και είχε ξεκινήσει την ομιλία του, στην αίθουσα της Ολομέλειας, εισέρχεται ο Ανδρέας Παπανδρέου, που καταχειροκροτείται από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ και ως εκ τούτου διακόπτει την ομιλία του ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Οι εκλογές που ακολουθούν στις 18 Ιουνίου του 1989 διεξάγονται σε κλίμα σκανδαλολογίας, με την υπόθεση Κοσκωτά και την προσωπική ζωή του Ανδρέα Παπανδρέου να βρίσκονται στο επίκεντρο του προεκλογικού αγώνα. Τις εκλογές κερδίζει η ΝΔ με 44,25% και 145 έδρες και ΠΑΣΟΚ έρχεται δεύτερο κόμμα με 39,15%. Όμως η ΝΔ δεν συγκεντρώνει αυτοδυναμία και σχηματίζεται κυβέρνηση κοινής αποδοχής με τον Συνασπισμό, υπό τον Τζανή Τζανετάκη.
Μετά από ένα πολύκροτο διαζύγιο με τη Μαργαρίτα Παπανδρέου, τον Ιούλιο του ’89, θα παντρευτεί τη Δήμητρα Λιάνη, με την οποία έμειναν μαζί μέχρι να φύγει από τη ζωή.
Η κυβέρνηση Τζανετάκη είχε κύριο σκοπό της -σύμφωνα τη ΝΔ και τον Συνασπισμό- την «κάθαρση» και στο πλαίσιο αυτό τον Σεπτέμβριο του 1989 ο Ανδρέας Παπανδρέου παραπέμπεται στο Ειδικό Δικαστήριο για τις υποκλοπές της ΕΥΠ και το σκάνδαλο Κοσκωτά, για τη διαπίστωση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών.
Ερχόμαστε στο «βρώμικο ’89» όπως έχει μείνει στην ιστορία. Στις 11 Μαρτίου 1989 ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, υπέβαλε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Παπανδρέου, σχετικά με το σκάνδαλο Κοσκωτά, που απορρίφθηκε με ψήφους 123 «υπέρ» και 155 «κατά». Η «μάχη» Παπανδρέου-Μητσοτάκη στη βουλή έχει μείνει στην ιστορία. Ενώ στο βήμα βρισκόταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και είχε ξεκινήσει την ομιλία του, στην αίθουσα της Ολομέλειας, εισέρχεται ο Ανδρέας Παπανδρέου, που καταχειροκροτείται από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ και ως εκ τούτου διακόπτει την ομιλία του ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Οι εκλογές που ακολουθούν στις 18 Ιουνίου του 1989 διεξάγονται σε κλίμα σκανδαλολογίας, με την υπόθεση Κοσκωτά και την προσωπική ζωή του Ανδρέα Παπανδρέου να βρίσκονται στο επίκεντρο του προεκλογικού αγώνα. Τις εκλογές κερδίζει η ΝΔ με 44,25% και 145 έδρες και ΠΑΣΟΚ έρχεται δεύτερο κόμμα με 39,15%. Όμως η ΝΔ δεν συγκεντρώνει αυτοδυναμία και σχηματίζεται κυβέρνηση κοινής αποδοχής με τον Συνασπισμό, υπό τον Τζανή Τζανετάκη.
Μετά από ένα πολύκροτο διαζύγιο με τη Μαργαρίτα Παπανδρέου, τον Ιούλιο του ’89, θα παντρευτεί τη Δήμητρα Λιάνη, με την οποία έμειναν μαζί μέχρι να φύγει από τη ζωή.
Η κυβέρνηση Τζανετάκη είχε κύριο σκοπό της -σύμφωνα τη ΝΔ και τον Συνασπισμό- την «κάθαρση» και στο πλαίσιο αυτό τον Σεπτέμβριο του 1989 ο Ανδρέας Παπανδρέου παραπέμπεται στο Ειδικό Δικαστήριο για τις υποκλοπές της ΕΥΠ και το σκάνδαλο Κοσκωτά, για τη διαπίστωση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών.
Η κυβέρνηση Τζανετάκη παραιτείται τον Οκτώβριο και εν μέσω πρωτοφανούς πολιτικής αστάθειας, η χώρα οδηγείται ξανά σε εκλογές, τον Νοέμβριο, όμως εκ νέου η διαδικασία δεν βγάζει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η ΝΔ κερδίζει τις εκλογές με 46,19% και 148 έδρες και το ΠΑΣΟΚ συγκεντρώνει 40,67% και 128 έδρες. Υπό τον κίνδυνο η πολιτική ζωή να οδηγηθεί σε αδιέξοδο, σχηματίζεται «οικουμενική κυβέρνηση», με τη συμμετοχή Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμού και πρωθυπουργό τον Ξενοφώντα Ζολώτα, η οποία οδηγεί τη χώρα στις εκλογές της 8ης Απριλίου του 1990, όπου η ΝΔ λαμβάνει οριακή αυτοδυναμία με 46,88% και σχηματίζεται η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Το 1991 είναι η χρονιά της δίκης των Ανδρέα Παπανδρέου, Μένιου Κουτσόγιωργα, Δημήτρη Τσοβόλα και Γιώργου Πέτσου στο Ειδικό Δικαστήριο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου καταγγέλλει την μεθοδευμένη ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, αρνείται να προσέλθει στο Δικαστήριο και να ορίσει συνηγόρους υπεράσπισής του. Τελικά, στις 17 Ιανουαρίου του 1992, ο Ανδρέας Παπανδρέου αθωώνεται από το Ειδικό Δικαστήριο, με ψήφους 7 έναντι 6 και δηλώνει ότι «η αλήθεια εκδική-θηκε τους σκευωρούς».
Το 1991 είναι η χρονιά της δίκης των Ανδρέα Παπανδρέου, Μένιου Κουτσόγιωργα, Δημήτρη Τσοβόλα και Γιώργου Πέτσου στο Ειδικό Δικαστήριο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου καταγγέλλει την μεθοδευμένη ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, αρνείται να προσέλθει στο Δικαστήριο και να ορίσει συνηγόρους υπεράσπισής του. Τελικά, στις 17 Ιανουαρίου του 1992, ο Ανδρέας Παπανδρέου αθωώνεται από το Ειδικό Δικαστήριο, με ψήφους 7 έναντι 6 και δηλώνει ότι «η αλήθεια εκδική-θηκε τους σκευωρούς».
Τα βίντεο από την τριήμερη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης στη βουλή προβάλλονται ακόμη και σήμερα. Χαρακτηριστικό ήταν το πανδαιμόνιο που επικράτησε τη στιγμή που ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ζήτησε τον λόγο ενώ ο Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου ήταν στο βήμα της Βουλής για να κλείσει η συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης.
Από τη νέα κυβερνητική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ, παραπέμπεται σε δίκη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και οι υπουργοί της κυβέρνησής του Ιωάννης Παλαιοκρασσάς και Ανδρέας Ανδριανόπουλος για την ιδιωτικοποίησης της ΑΓΕΤ-Ηρακλής, όμως παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1995 ο Ανδρέας Παπανδρέου προτείνει την αναστολή των διώξεων, επικαλούμενος το «συμφέρον του τόπου» και την «προοπτική των θεσμών».
Από τη νέα κυβερνητική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ, παραπέμπεται σε δίκη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και οι υπουργοί της κυβέρνησής του Ιωάννης Παλαιοκρασσάς και Ανδρέας Ανδριανόπουλος για την ιδιωτικοποίησης της ΑΓΕΤ-Ηρακλής, όμως παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1995 ο Ανδρέας Παπανδρέου προτείνει την αναστολή των διώξεων, επικαλούμενος το «συμφέρον του τόπου» και την «προοπτική των θεσμών».
Κατά τη διάρκεια της τρίτης θητείας του Ανδρέα Παπανδρέου, ψηφίστηκε ο νόμος «Πεπονή» που ιδρύει το ΑΣΕΠ, ενώ υποχώρησε αισθητά ο πληθωρισμός. Το 1994 ο Ανδρέας Παπανδρέου επιβάλλει εμπορικό «εμπάργκο» στην ΠΓΔΜ ως αντίποινα για τη χρήση της ονομασίας «Μακεδονία» , που λύεται έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις που οδήγησαν τον Σεπτέμβριο του 1995 στην υπογραφή της ενδιάμεσης συμφωνίας με την ΠΓΔΜ.
Την ίδια εποχή, ο Ανδρέας Παπανδρέου εισάγεται εσπευσμένα στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο με πνευμονία και αρχίζει η μάχη για να κρατηθεί στη ζωή. Η υγεία του είναι κλονισμένη και μετά από πολύμηνη νοσηλεία του αποφασίζει να παραιτηθεί στις 15 Ιανουαρίου του 1996.
Το Φεβρουάριο του 1996 πήρε εξιτήριο όμως άντεξε μόλις τέσσερις μήνες. Στις 23 Ιουνίου 1996 ο Ανδρέας Παπανδρέου έφυγε από τη ζωή, μετά από οξύ ισχαιμικό επεισόδιο στο σπίτι του στην Εκάλη. Η σωρός του μεταφέρεται στη Μητρόπολη Αθηνών και εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα. Κηδεύτηκε στις 26 Ιουνίου 1996 με τιμές αρχηγού κράτους, με χιλιάδες πολίτες να σπεύδουν στο Α’Κοιμητήριο Αθηνών για να συνοδεύσουν τον μεγάλο ηγέτη και εμπνευστή της αλλαγής στην τελευταία του κατοικία.
enikos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου