Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Αυτοί είναι οι λόγοι που καθιστούν την ΑΑΔΕ εγκληματική οργάνωση, δρούσα σε βάρος των συμφερόντων της Ελλάδας

Δεν τα γνωρίζουν αυτά οι Δικαστές & Εισαγγελείς της Χώρας; Δεν τα γνωρίζουν οι Δικηγόροι; Τα γνωρίζουν πολύ καλά.

10 εκατομμύρια Έλληνες, είναι κρεμασμένοι στα μανταλάκια, εξ αιτίας τους. Άρθρο 120 Σ.

Παράνομη λειτουργία της ΑΑΔΕ....

Επειδή η αναγκαστική κατάσχεση επισπεύδεται από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων , δια της Δ.Ο.Υ ............. η οποία είναι από 1-1-2017 και δυνάμει του Ν 4389/2016, η προϊσταμένη αρχή της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. (στο εξής Α.Α.Δ.Ε) η οποία όμως ως στερούμενη νομικής προσωπικότητας, μη ούσα δημόσια αρχή και μη υποκείμενη σε οποιονδήποτε κυβερνητικό ή ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο, αλλά και μη δεσμευόμενη να τηρεί το Σύνταγμα και τους νόμους του ελληνικού κράτους, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να προβαίνει σε οποαδήποτε κατάσχεση εντός της ελληνικής επικράτειας και δεν δικαιούται να υποκαθιστά τον Υπουργό Οικονομικών και την καταργηθείσα Γενική Γραμματεία Εσόδων λόγω προφανούς αντισυνταγματικότητας του ιδρυτικού αυτής νόμου.

Με τον νόμο 4389/2016 (ΦΕΚ Α΄94/27.5.2016) καταργήθηκε η Γενική Γραμματεία Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και ιδρύθηκε ανεξάρτητη αρχή με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) η οποία την υποκατέστησε σε όλες τις αρμοδιότητές της, « με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της. Η Αρχή απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και δεν υπόκειται σε έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά όργανα, κρατικούς φορείς ή άλλες διοικητικές αρχές. Η Αρχή υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής και τη διαδικασία του άρθρου 4 του παρόντος νόμου» (δηλαδή σε απλό δικαίωμα ακροάσεως από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής)

Με το άρθρο 101Α Συντάγματος κατοχυρώθηκε η ύπαρξη και η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών και η διαδικασία εκλογής των μελών τους. Ωστόσο η πρόβλεψη αυτή αναφέρεται μόνο στις πέντε συνταγματικά κατοχυρωμένες Ανεξάρτητες Αρχές οι οποίες αναγνωρίστηκαν με την αναθεώρηση του 2001, ήτοι η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, Συνήγορος του Πολίτη, Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού ,Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών. Η συνταγματική κατοχύρωση των Ανεξαρτήτων Αρχών στην Ελλάδα εντοπίζεται στα παρακάτω άρθρα του ισχύοντος Συντάγματος: 9Α: σχετικά με το δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση προσωπικών δεδομένων, 15 §2: «Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΕΣΡ, που είναι ανεξάρτητη αρχή», 19 §§ 1,2: σχετικά με το απόρρητο των επιστολών και την ελεύθερη ανταπόκριση, 103 §7: ρητή διευκρίνηση ότι η διαφάνεια και η αξιοκρατία στις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα εξασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή , 103 §9: για τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες του ΣΥΠ, 101 Α: για την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των μελών των ΑΔΑ και τον τρόπο διορισμού τους. Δεν προβλέπεται από το ισχύον Σύνταγμα Ανεξάρτητη Αρχή για τον προσδιορισμό και είσπραξη των φόρων και λοιπών δημοσίων εσόδων.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα τα μέλη των συνταγματικά προβλεπόμενων Ανεξάρτητων Αρχών διορίζονται με συγκεκριμένη θητεία και απολαμβάνουν εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η επιλογή των διοικητών και των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών γίνεται από την Κυβέρνηση και την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, θεσμός ο οποίος προβλέπεται στον Κανονισμό της Βουλής και διαθέτει διακομματική σύνθεση. Η απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής για την εκλογή των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών λαμβάνεται, είτε ομόφωνα, είτε με την ειδική αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της. Εκτός από τον δικαστικό έλεγχο από το Συμβούλιο της Επικρατείας των πράξεων και αποφάσεων που εκδίδουν, ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπει τον τρόπο άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου για την δράση των Ανεξάρτητων Αρχών. Εκτός από τις πέντε συνταγματικά προβλεπόμενες Ανεξάρτητες Αρχές, ένας αριθμός τους προβλέπεται και νομοθετικά. (Επιτροπή Ανταγωνισμού Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) Οι λόγοι για τους οποίους γεννήθηκε και άνθισε το φαινόμενο των ανεξαρτήτων αρχών διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα, είναι, η αποτελεσματική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία πρέπει να περιβληθούν με πρόσθετες θεσμικές εγγυήσεις, ακριβώς γιατί υπάρχουν νέου τύπου απειλές που συνδέονται με τη σύγχρονη τεχνολογία, απειλές οι οποίες αφορούν για παράδειγμα την προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη, των προσωπικών δεδομένων, τις τηλεπικοινωνίες ή το απόρρητο του ιδιωτικού βίου κλπ και η δημιουργία υπηρεσιών οι οποίες να έχουν την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος αλλά και να απολαμβάνουν την ελευθερία ώστε να ασκούν τις υπηρεσίες τους ανεξάρτητα από τις αντίστοιχες κρατικές υπηρεσίες, πάντα όμως στα πλαίσια του ειδικότερου επιμέρους σκοπού τους και με την εξασφάλιση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης του πολίτη. Οι Ανεξάρτητες Αρχές θεωρούνται ως θεσμικά αντίβαρα στην τάση επέκτασης και ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας αλλά και ως θεσμικές εγγυήσεις για τα ατομικά δικαιώματα και το δημοκρατικό πολίτευμα έναντι των απειλών και των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν όχι μόνο από το κράτος αλλά και από τα υπερεθνικά όργανα και την Αγορά.

Από πουθενά δεν προκύπτει όμως ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές υποκαθιστούν την κρατική νομοθετική και εκτελεστική εξουσία και μάλιστα σε τόσο κρίσιμο τομέα όπως ο προσδιορισμός και η είσπραξη των φόρων και των δημοσίων εν γένει εσόδων, ούτε βεβαίως είναι δυνατή η ανάθεση αρμοδιοτήτων που ανήκουν στο στενό πυρήνα του Κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ.2 του Συντάγματος, που προσδιορίζει την διάκριση των εξουσιών, καθώς και ότι η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση, όπως, εν προκειμένω, η φορολογική διοίκηση. Εξαιρέσεις από την αρχή διάκρισης των λειτουργιών γενικά έπρεπε να καθιερώνονται μόνο με ρητές διατάξεις του Συντάγματος και μόνο όπου αυτό είναι συνταγματικά ανεκτό. Ουδεμία διάταξη του Συντάγματος εξουσιοδοτεί όμως τον κοινό νομοθέτη να αφαιρεί σοβαρές αρμοδιότητες της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας από την Κυβέρνηση και να τις αναθέτει σε άλλες Διοικητικές Αρχές και μάλιστα Ανεξάρτητες Αρχές που δεν υπάγονται ούτε καν στο έλεγχο νομιμότητας και δεν υπέχουν κοινοβουλευτική ευθύνη, ούτε έχουν οποιαδήποτε σχέση με τον ανωτέρω εκτεθέντα σκοπό της δημιουργίας τους και που εκφεύγουν μάλιστα του ιεραρχικού ελέγχου ή της εποπτείας της κεντρικής διοίκησης και υπόκεινται μόνο σε δικαστικό έλεγχο νομιμότητας και δεν υπέχουν υποχρέωση υπακοής έναντι των οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας.

Παρά ταύτα, πρόσφατα, ο σκληρός πυρήνας του Υπουργείου Οικονομικών, η πρώην Γενική Γραμματεία Εσόδων, αποσχίσθηκε και μετατράπηκε αυτούσια με τις ίδιες ακριβώς αρμοδιότητες, το ίδιο Οργανόγραμμα και τον ίδιο διοικητή ακόμα , όπως αυτό προκύπτει από τον ίδιο τον ιδρυτικό νόμο της ανωτέρω Α.Α.Δ.Ε ,το άρθρο 2 του νόμου 4389/2016, αλλά και άρθρα 41 παρ 2 αα, ββ ,3α,3β,3δ και παρ. 4 αυτού, όπου τονίζεται η απόλυτη ταύτιση και η καθολική διαδοχή της «φορολογικής διοίκησης» της Γενικής Γραμματείας Εσόδων, από την «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων» η οποία όμως δεν υπόκειται σε οποιονδήποτε ιεραρχικό ή ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο ή κυβερνητική εποπτεία, ούτε δεσμεύεται από το Σύνταγμα.


Με το άρθρο Άρθρο 1 του Νόμου 4389/2016 με τίτλο «Σύσταση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων – Σκοπός» ιδρύεται η ανεξάρτητη αρχή: 
« 1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η «Αρχή»), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της. 2. Η Αρχή απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και δεν υπόκειται σε έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά όργανα, κρατικούς φορείς ή άλλες διοικητικές αρχές. Η Αρχή υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής και τη διαδικασία του άρθρου 4 του παρόντος νόμου. 3. Η έδρα της Αρχής είναι στην Αθήνα. Ειδικές Αποκεντρωμένες και Περιφερειακές Υπηρεσίες της Αρχής μπορεί να συστήνονται και να λειτουργούν και εκτός της έδρας αυτής. 4. Από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής καταργείται η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και η θέση του Γενικού Γραμματέα που προΐσταται αυτής.»

Περαιτέρω, στο Άρθρο 2 με τίτλο Αρμοδιότητες της Αρχής αναφέρεται ότι 1. Η Αρχή ασκεί όλες τις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, που προβλέπονται, κατά την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της, στις διατάξεις της Υποπαραγράφου Ε2 της παραγράφου Ε΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της κείμενης νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων και των κανονιστικών πράξεων του Υπουργού Οικονομικών, του Αναπληρωτή Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών, καθώς και τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με τον παρόντα νόμο και με οποιαδήποτε άλλη γενική ή ειδική διάταξη ως εξής. 2. Η Αρχή έχει, ιδίως, τις ακόλουθες αρμοδιότητες: 
α) τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών και τελωνειακών εσόδων, καθώς και την είσπραξη λοιπών δημοσίων εσόδων, β) την παρακολούθηση και τον έλεγχο της πορείας της βεβαίωσης και της είσπραξης των δημοσίων εσόδων και της εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας για την είσπραξη δημοσίων εσόδων, γ) τη λήψη και την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών υπηρεσιών της, στους τομείς της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου, της φορολογικής απάτης και της παραοικονομίας, της εφαρμογής των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, της βεβαίωσης και είσπραξης και της βελτίωσης της εισπραξιμότητας των δημοσίων εσόδων, δ) την έκδοση κανονιστικών αποφάσεων, εγκυκλίων, οδηγιών και λοιπών διοικητικών εγγράφων που αφορούν εν γένει στην ερμηνεία και στην εφαρμογή των διατάξεων της φορολογικής, τελωνειακής και λοιπής νομοθεσίας που σχετίζεται με τους τομείς αρμοδιότητάς της, ε) την έκδοση κανονιστικών αποφάσεων, εγκυκλίων, οδηγιών, ατομικών διοικητικών πράξεων και λοιπών διοικητικών εγγράφων που αφορούν σε θέματα οργάνωσης υπηρεσιών και διαχείρισης των πάσης φύσεως πόρων της»

Στο Άρθρο 3 με τίτλο Λειτουργική ανεξαρτησία αναφέρεται ότι « Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Εμπειρογνώμονας και ο Διοικητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, δεσμεύονται μόνο από το νόμο `και τη συνείδησή τους και δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο ούτε σε διοικητική εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές ή άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό. Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Εμπειρογνώμονας και ο Διοικητής απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας»

Δεν αναφέρεται εδώ ουδεμία υποχρέωση υπακοής στο Σύνταγμα, μόνο γίνεται αναφορά στον καινοφανή νομικά όρο «συνείδηση» και αορίστως στον «νόμο». Από πουθενά όμως δεν προκύπτει ότι πρόκειται για τον νόμο του ελληνικού κράτους καθόσον η ανωτέρω Αρχή δεν είναι μέρος του ελληνικού δημοσίου ούτε δίδει λόγο σε οποιοδήποτε κυβερνητικό όργανο. Επίσης, δεν προκύπτει, τουλάχιστον από τον Ν 4389/2016, οποιαδήποτε υποχρέωση της Α.Α.Δ.Ε για την κατάθεση των εισπραττομένων δημοσίων εσόδων στα ταμεία του ελληνικού δημοσίου και τα χρονικά περιθώρια αυτής της κατάθεσης.

Στο άρθρο 4 ορίζεται ότι «Τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου, καθώς και ο Διοικητής της Αρχής, μετά από αίτημα διαρκούς ή άλλης Επιτροπής της Βουλής, ή κατόπιν δικής τους πρωτοβουλίας, καταθέτουν ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 138Α σε συνδυασμό με το άρθρο 41Α του Κανονισμού αυτής, σχετικά με θέματα που αφορούν στις αρμοδιότητες της Αρχής. Η Αρχή συνεργάζεται με τις διοικητικές αρχές που ασκούν αρμοδιότητες σε συγκεκριμένους τομείς της εθνικής οικονομίας και παρέχει τη συνδρομή της, εφόσον της ζητηθεί, στις εν λόγω αρχές, στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων της».

Στο άρθρο 5 προβλέπεται ότι «Η Αρχή δεν υπόκειται σε ιεραρχικό έλεγχο ή εποπτεία από τον Υπουργό Οικονομικών».. Ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να υποβάλει στρατηγικές προτάσεις και να παρέχει στρατηγικές οδηγίες στην Αρχή σχετικά με το στρατηγικό σχεδιασμό για την υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής σε ζητήματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της Αρχής και σε εξαιρετικές περιστάσεις. Οι στρατηγικές οδηγίες και οι προτάσεις δεν μπορούν να επεκταθούν σε οργανωτικά και λειτουργικά ζητήματα της Αρχής ή σε θέματα του προσωπικού αυτής. 3. Η Αρχή ενημερώνει περιοδικά τον Υπουργό Οικονομικών, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 20 του παρόντος νόμου. Ο Υπουργός δεν δύναται, για συγκεκριμένες υποθέσεις ή περιπτώσεις, να υποβάλει προς την Αρχή αίτημα παροχής πληροφοριών ή να παράσχει δεσμευτικές οδηγίες, του παρέχονται όμως υποχρεωτικά από αυτήν συγκεντρωτικά στοιχεία που απαιτούνται για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του.

4. Σε περίπτωση διαφωνίας του Υπουργού Οικονομικών με τον Διοικητή της Αρχής, σχετικά με την εφαρμογή της φορολογικής πολιτικής, το ζήτημα παραπέμπεται από τον Υπουργό Οικονομικών στο Συμβούλιο Διοίκησης της Αρχής.5. Η Αρχή, μέσω του Διοικητή της, εισηγείται στον Υπουργό Οικονομικών νομοθετικές διατάξεις για ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της. 6. Πριν από την υποβολή προς ψήφιση στη Βουλή νομοθετικών διατάξεων για ζητήματα φορολογικής και τελωνειακής πολιτικής, καθώς και της εφαρμογής τους, ο Υπουργός Οικονομικών τις γνωστοποιεί στην Αρχή. Η Αρχή εντός τριάντα (30) ημερών από το χρόνο που έλαβε γνώση διατυπώνει γνώμη επ’ αυτών, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν είναι δεσμευτική για τον Υπουργό Οικονομικών. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αυτής θεωρείται ότι η Αρχή έχει διατυπώσει γνώμη σύμφωνη προς το περιεχόμενο των νομοθετικών διατάξεων. Σε περιπτώσεις επείγοντος, η ως άνω προθεσμία συντέμνεται σε δέκα (10) ημέρες, ενώ σε περιπτώσεις κατεπείγοντος σε τρεις (3) ημέρες.

7. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται και για τη νομοθετική πρωτοβουλία λοιπών Υπουργείων, όταν αφορούν ζητήματα εμπίπτοντα στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Αρχής,όπως στα θέματα δημόσιας υγείας. Στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις υποβάλλονται προς την Αρχή για τη διατύπωση γνώμης μέσω του Υπουργού Οικονομικών, τηρουμένης της ως άνω διαδικασίας. 8. Πριν από την έκδοση κανονιστικών αποφάσεων και εγκυκλίων που αφορούν εν γένει στην ερμηνεία και στην εφαρμογή των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας και της νομοθεσίας που άπτεται των αρμοδιοτήτων του Γενικού Χημείου του Κράτους, η Αρχή τις γνωστοποιεί στον Υπουργό Οικονομικών για παροχή απόψεων, οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν είναι δεσμευτικές για την Αρχή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.

Παρ΄όλον ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα (101Α άρθρο) ,η επιλογή των διοικητών και των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών γίνεται από την Κυβέρνηση και την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, με συγκεκριμένη θητεία, επί του προκειμένου σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8 του Ν 4389/2016 ισχύουν τα εξής.

Άρθρο 7 Όργανα Διοίκησης της Αρχής Τα όργανα Διοίκησης της Αρχής είναι το Συμβούλιο Διοίκησης και ο Διοικητής.

Άρθρο 8 Συμβούλιο Διοίκηση 1. Το Συμβούλιο Διοίκησης είναι πενταμελές, αποτελούμενο από τον Πρόεδρο και τέσσερα (4) ακόμη τακτικά μέλη, τα οποία δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Διοίκησης συμμετέχει ο Διοικητής της Αρχής ως εκ της ιδιότητάς του, χωρίς δικαίωμα ψήφου. 2. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης ορίζεται πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί μόνο μία φορά. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, δύο (2) από τα πέντε (5) μέλη κληρώνονται αμέσως μετά από τη λήψη της απόφασης επιλογής τους και διορίζονται για θητεία τριών (3) ετών, άλλα δύο (2) για θητεία τεσσάρων (4) ετών και ένα (1) μέλος για θητεία πέντε (5) ετών, αντίστοιχα. Αν ανανεωθεί η θητεία μέλους που σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο διορίστηκε για περιορισμένη θητεία, η ανανέωση χωρεί για πλήρη θητεία πέντε (5) ετών.3. Κατά τα πρώτα πέντε (5) έτη λειτουργίας της Αρχής, στο Συμβούλιο Διοίκησης θα παρέχει εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες, σε ζητήματα βέλτιστων διεθνών τακτικών 3. Κατά τα πρώτα πέντε (5) έτη λειτουργίας της Αρχής, στο Συμβούλιο Διοίκησης θα παρέχει εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες, σε ζητήματα βέλτιστων διεθνών πρακτικών, Εμπειρογνώμονας με εμπειρία σε ζητήματα φορολογικής διοίκησης που έχει αποκτηθεί στο εξωτερικό. Ο Εμπειρογνώμονας, ο οποίος δύναται να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Διοίκησης χωρίς δικαίωμα ψήφου, έχει τα ίδια δικαιώματα πρόσβασης στα έγγραφα και στοιχεία της αρχής με τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, καθώς και τις ίδιες υποχρεώσεις. Κατόπιν πρότασης του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Υπουργός Οικονομικών δύναται, με απόφασή του που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να παρατείνει το ανωτέρω χρονικό διάστημα έως πέντε (5) ακόμη έτη.

4. Το Συμβούλιο Διοίκησης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, έχει την υποχρέωση να υπηρετεί με συνέπεια τους σκοπούς της Αρχής και να ασκεί τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται από τον παρόντα νόμο και από την εκάστοτε κείμενη νομοθεσία, με γνώμονα την επίτευξη των στόχων αυτής και την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία και δράση της Αρχής. 5. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, καθώς και ο Εμπειρογνώμονας, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας.

Κατά το άρθρο 10 Διαδικασία επιλογής και διορισμός Συμβουλίου Διοίκησης 1. Η επιλογή των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης ,γίνεται με ανοικτό διαγωνισμό. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αναρτάται στο διαδίκτυο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του ν. 3861/2010 (Α΄ 112), καθορίζεται η διαδικασία προκήρυξης του ανοικτού διαγωνισμού, η γραμματειακή υποστήριξη της Επιτροπής της επόμενης παραγράφου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

2. Η επιλογή των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης γίνεται από ανεξάρτητη Επιτροπή Επιλογής, η οποία θα απαρτίζεται από: 
α) τον Πρόεδρο του Α.Σ.Ε.Π., ως Πρόεδρο, β) τον Συντονιστή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, γ) τον Γενικό Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, δ) τον Πρόεδρο του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, ε) ένα μέλος Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) που υποδεικνύεται από τον Υπουργό Οικονομικών και στ) αποκλειστικά για τα πρώτα επτά (7) έτη λειτουργίας της Αρχής, δύο εκπροσώπους που υποδεικνύονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. 3. Η Επιτροπή Επιλογής καταρτίζει κατάλογο των επικρατέστερων υποψηφίων, με βάση προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, ο οποίος αποτελείται από διπλάσιο αριθμό υποψηφίων από τον αριθμό των σχετικών θέσεων και υποβάλλεται στον Υπουργό Οικονομικών. Σε περίπτωση που οι υποψήφιοι είναι λιγότεροι από το διπλάσιο αριθμό των θέσεων, περιλαμβάνονται όλοι οι υποψήφιοι στον εν λόγω κατάλογο.

4. Ο Υπουργός Οικονομικών επιλέγει από τον ανωτέρω κατάλογο, ισάριθμους με τις προς πλήρωση θέσεις επικρατέστερους υποψηφίους, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για κάθε έναν από αυτούς ξεχωριστά, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής. Σε περίπτωση που η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας δεν εγκρίνει έναν ή περισσότερους από τους προταθέντες υποψηφίους, ο Υπουργός Οικονομικών προτείνει εναλλακτικούς υποψηφίους από τον κατάλογο των επικρατέστερων υποψηφίων της παραγράφου 3. Τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

5. Ο Εμπειρογνώμονας ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, βάσει καταλόγου τριών (3) υποψηφίων, τον οποίο καταρτίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η ίδια διαδικασία προβλέπεται και για την εκλογή του Διοικητή σύμφωνα με το Άρθρο 15 Διαδικασία επιλογής και διορισμός Διοικητή 1.Η επιλογή του Διοικητή γίνεται με ανοικτό διαγωνισμό. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αναρτάται στο διαδίκτυο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του ν. 3861/2010 (Α΄ 112), καθορίζεται η διαδικασία προκήρυξης του ανοικτού διαγωνισμού, η γραμματειακή υποστήριξη της Επιτροπής της επόμενης παραγράφου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. 2. Η επιλογή των Υποψηφίων γίνεται από την ανεξάρτητη Επιτροπή Επιλογής του άρθρου 10 του παρόντος.

Στην ΑΑΔΕ αναγνωρίζονται έτσι σημαντικές αρμοδιότητες άσκησης κανονιστικής αλλά και εκτελεστικής εξουσίας χωρίς να υπάρχουν οι αντίστοιχες υποχρεώσεις που επιβάλλονται από το Σύνταγμα και χωρίς να υφίστανται οι συνταγματικές εγγυήσεις και ο ουσιαστικός κοινοβουλευτικός έλεγχος που επιβάλλεται από το δημοκρατικό πολίτευμα,τα α δε μέλη της διοίκησης δεν ελέγχονται ούτε εκλέγονται από την Βουλή όπως οι υπόλοιπες Ανεξάρτητες Αρχές, ούτε έχουν οποιαδήποτε πολιτική ευθύνη.

Επειδή τα παραπάνω άρθρα του Ν 4389/2016 αλλά και το σύνολο των άρθρων του, παραβιάζουν και καταλύουν το Σύνταγμα, ειδικότερα δε:

1 ) Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 44 παρ. 2 ότι: «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα Δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου.»

Με τον εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο 4023/2011 άρθρο 16 παρ. 3, το αποτέλεσμα δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα είναι δεσμευτικό όταν στην ψηφοφορία μετέχουν το 40% όσων έχουν εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους.

Σύμφωνα με το α.16 παρ.4 του ν.4023/2011 (ΦΕΚ Α' 220/24.10.2011) το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αυτού είναι δεσμευτικό εφόσον συμμετέχει στη ψηφοφορία το 50% όσων έχουν εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους. Εν προκειμένω, συμμετείχε το 62,50%.

Κατά τις συζητήσεις του Eurogroup του Ιουνίου 2015 με την κυβέρνηση η οποία προέκυψε από τις εθνικές εκλογές της 25.1.2015, τέθηκε από μέρους των επονομαζόμενων θεσμών πακέτο προτάσεων για λήψη προαπαιτουμένων μέτρων, με στόχο κοινή συμφωνία με την Ελλάδα, που φερόταν να κάλυπτε και τις μελλοντικές χρηματοδοτικές ανάγκες της Χώρας, όπως και την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Η τυπική ολοκλήρωση και παρουσίαση στο Eurogroup της τελικής εκδοχής αυτών των προτάσεων δεν κατέστη εφικτή, καθώς οι ελληνικές αρχές αποχώρησαν από την διαδικασία το βράδυ της 26.6.2015. Το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη συνεδρίασή του της 26ης.6.2015 αποφάσισε να προτείνει την προκήρυξη Δημοψηφίσματος την Κυριακή 5.7.2015 για κρίσιμο εθνικό θέμα σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος. 

Το ερώτημα που προτάθηκε ήταν το εξής: «Πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup της 25.6.2015 και αποτελείται από δύο μέρη τα οποία συγκροτούν την ενιαία πρότασή τους; Το πρώτο έγγραφο τιτλοφορείται «Reforms for the completion of the Current Program and beyond» (Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού) και το δεύτερο «Preliminary Debt Sustainability Analysis» (προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους). Όσοι από τους πολίτες της χώρας απορρίπτουν την πρόταση των τριών θεσμών ψηφίζουν: Δεν εγκρίνεται/ΟΧΙ. Όσοι από τους πολίτες της χώρας συμφωνούν με την πρόταση των τριών θεσμών ψηφίζουν: Εγκρίνεται/ΝΑΙ».

Στην συνέχεια, κατά τη συνεδρίαση ΞΕ΄ της 27ης.6.2015 η Ολομέλεια της Βουλής με απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών και, ειδικότερα, με 178 θετικές ψήφους, έκανε δεκτή την ως άνω πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου (βλ. απόφαση της Προέδρου της Βουλής από 28.6.2015, Α΄ 62/28.6.2015). Κατόπιν τούτου, σύμφωνα με τον νόμο 4023/2011 (ΦΕΚ 220/Α 24-10-2011) «Διερεύνηση της άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας με την διενέργεια δημοψηφίσματος» εκδόθηκε το Προεδρικό Διάταγμα 38/2015, ΦΕΚ 63/Α/28-6-2015 με το οποίο προκηρύχθηκε η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για την Κυριακή 5.7.2015 με το ως άνω ερώτημα.

Στο Δημοψήφισμα της 5.7.2015 η συμμετοχή των ψηφοφόρων υπερέβη το ποσοστό του 60%, καταφανώς πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό συμμετοχής σε εθνικές βουλευτικές εκλογές και κατά πολύ υπέρτερο του ελάχιστου ποσοστού 40% που απαιτεί ο εφαρμοστικός του άρθρου 44§2 του Συντάγματος Νόμος (4023/11) της διεξαγωγής Δημοψηφισμάτων, ώστε να καθιστά τα αποτελέσματα του Δημοψηφίσματος δεσμευτικά για τον κοινό νομοθέτη. Επίσης, είναι ενδεικτικό τόσο το ερώτημα της κρισιμότητας του τεθέντος ζητήματος, όσο και η εκφρασθείσα βούληση του Ελληνικού Λαού να αρνηθεί τα προτεινόμενα προαπαιτούμενα μέτρα με τον πλέον εμφαντικό τρόπο, και μάλιστα σε ποσοστό 61,3%, καταγράφοντας την διαφωνία του προς τις επαχθέστατες για τον ίδιο γενικότερες δεσμεύσεις των ελληνικών κυβερνήσεων της τελευταίας πενταετίας, αλλά και ειδικότερα την κατηγορηματική διαφωνία ενάντια στα δύο (2) πακέτα ερωτημάτων, που ετέθησαν στο ψηφοδέλτιο του Δημοψηφίσματος και τα οποία προφανώς οφείλουν να δεσμεύουν τον κοινό νομοθέτη.

Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 διενεργήθηκε, όπως ρητώς προβλέπει και το σχετικό προεδρικό διάταγμα αριθμ. 38/15 (ΦΕΚ Α 63/28-6-2015), για εθνικούς λόγους. Στο ίδιο Προεδρικό Διάταγμα αναφέρεται και το ερώτημα του δημοψηφίσματος: «Προκηρύσσουμε δημοψήφισμα για την 5η Ιουλίου 2015, ημέρα Κυριακή, προκειμένου ο Ελληνικός Λαός να αποφανθεί δια της άμεσης και ελεύθερης έκφρασης της βούλησής του επί του ακόλουθου ερωτήματος: «Πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας, το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup της 25.06.2015 και αποτελείται από δύο μέρη, τα οποία συγκροτούν την ενιαία πρότασή τους;».

Το 61,31% των ψηφισάντων, ήτοι η συντριπτική πλειοψηφία, επέλεξε το «ΟΧΙ» έναντι του 38,69%των ψηφισάντων, που επέλεξε το «ΝΑΙ» στην προτεινόμενη συμφωνία. Η συμμετοχή στο δημοψήφισμα ξεπέρασε το 40% του εκλογικού σώματος, ήτοι έφθασε στο 62,50%. Ως εκ τούτου, εξασφαλίστηκε η απόλυτη δεσμευτικότητα του αποτελέσματός του. Αυτή η δεσμευτικότητα συνεπαγόταν την υποχρέωση της κυβερνήσεως, αλλά και όλων των υπολοίπων κομμάτων, να το σεβαστούν. Ειδικότερα, η κυβέρνηση όφειλε να φέρει στη Βουλή συμφωνία, η οποία θα ήταν επιεικέστερη αυτής, που έθεσε στην κρίση του ελληνικού λαού. Οποιαδήποτε αντίστοιχη συμφωνία ή οποιαδήποτε συμφωνία με δυσμενέστερο περιεχόμενο θα έπρεπε να αποκλεισθεί.

Το δημοψήφισμα είναι νομοθετικό και οι αποφάσεις του έχουν ισχύ νόμου. Οι δημοψηφισματικοί νόμοι είναι τυπικά ανώτεροι από τους κοινοβουλευτικούς και επομένως μπορούν να καταργηθούν, τροποποιηθούν η συμπληρωθούν μόνο με νεότερο δημοψήφισμα και όχι με κοινοβουλευτικό νόμο.

Σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2015, επί 9.858.508 εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους, ψήφισαν 62,50% και έλαβαν ΟΧΙ: 61,31 %, ΝΑΙ :38,69 % και 5,80 % άκυρα –λευκά. Αυτά δε υπό την απειλή του κλεισίματος των τραπεζών λόγω των επιβληθέντων την 28η Ιουνίου 2015 κεφαλαιακών ελέγχων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αλλά και των εν γένει αρνητικών προειδοποιήσεων αρκετών αξιωματούχων περί κινδύνου εξόδου από την ευρωζώνη κλπ.

Ως εκ τούτου, με τον Ν 4389 /2016 ,άρθρα 1,2,3,4,5,6,7,8,9 έως 19 διαπιστώνεται σαφώς μία ευθεία παραβίαση του Συντάγματος και της λαϊκής βούλησης, όπως αυτή εκφράστηκε ρητά στο ανωτέρω δημοψήφισμα ,που συνεπάγεται και έμμεση κατάλυση του πολιτεύματος, αλλά και αυτής καθ’ αυτής της εθνικής κυριαρχίας και ακεραιότητας (άρθρο 1 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος: « 2. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. 3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα»).

Με το Ν 4389/2016 ,ως ανωτέρω εξετέθη, ευθέως παραχωρούνται, χωρίς την παραμικρή συνταγματική και λαϊκή νομιμοποίηση, όλες σχεδόν οι βασικές λειτουργίες του Υπουργείου Οικονομικών σε μία ανεξέλεγκτη Αρχή η οποία όχι μόνο δεν προβλέπεται συνταγματικά αλλά και εκφεύγει του γενικότερου σκοπού δημιουργίας ανεξαρτήτων αρχών, η δε σύστασή της απορρίφθηκε ειδικά με την αρνητική απάντηση του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015.

2. Παράβαση του άρθρου 26 παρ. 2 Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο : H εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση.»

Παράβαση του άρθρου 43 παρ. 2 Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο «1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει τα διατάγματα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των νόμων και δεν μπορεί ποτέ να αναστείλει την εφαρμογή τους ούτε να εξαιρέσει κανέναν από την εκτέλεσή τους: 2. Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.
 
4. Με νόμους που ψηφίζονται από την Ολομέλεια της Βουλής μπορεί να παρέχεται εξουσιοδότηση έκδοσης κανονιστικών διαταγμάτων για τη ρύθμιση των θεμάτων που καθορίζονται σ’ αυτούς σε γενικό πλαίσιο. Mε τους νόμους αυτούς χαράζονται οι γενικές αρχές και οι κατευθύνσεις της ρύθμισης που πρέπει να ακολουθηθεί και τίθενται χρονικά όρια για τη χρήση της εξουσιοδότησης.
 
5. Tα κατά το άρθρο 72 παράγραφος 1 θέματα της αρμοδιότητας της Ολομέλειας της Βουλής δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο εξουσιοδότησης κατά την προηγούμενη παράγραφο.»

Παράβαση του άρθρου 78 παρ. 1 και 4 Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο Άρθρο 78: (Νόμοι φορολογικού περιεχομένου)

Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος. 4. Tο αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία και η απονομή των συντάξεων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης.

Παράβαση του άρθρου 82 παρ. 1 Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο: «Αρθρο 82: παρ. 1 « H Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της Χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων»

Παράβαση του άρθρου 84 παρ 1-7 Συντάγματος και 85 (Εμπιστοσύνη της Βουλής - αρχή της δεδηλωμένης, Ευθύνη Υπουργικού Συμβουλίου) : Αρθρο 84 παρ. 1 : « 1. H Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής και μπορεί να τη ζητεί και οποτεδήποτε άλλοτε…” υπό τους ειδικότερους όρους των άρθρων 2 έως και7.

Παράβαση του άρθρου 103 παρ. 1 Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο:

1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Kράτους και υπηρετούν το Λαό οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα. Τα προσόντα και ο τρόπος του διορισμού τους ορίζονται από το νόμο.

Επειδή η νομοθετική εξουσιοδότηση, η οποία απαιτείται για την άσκηση από τη διοίκηση κανονιστικής εξουσίας πρέπει να είναι ορισμένη και ειδική και υπάγεται συνταγματικά σε αυστηρά κριτήρια ως προς το εύρος της. Επιτρέποντας, κατ’εξαίρεση, ο συντακτικός νομοθέτης, την παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης αλλά και πλήρη εκτελεστική εξουσία, όπως εν προκειμένω, σε όργανα της Διοίκησης υποδεέστερα του Προέδρου της Δημοκρατίας, τα περιβάλλει με νομοθετικές και εκτελεστικές αρμοδιότητες, παρά το ότι αυτά δεν ερείδονται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η κανονιστική αυτή αρμοδιότητά τους αφορά αποκλειστικά τη ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων ή θεμάτων με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό, ουδέποτε δε φορολογικό. 

Η νομολογία δέχεται ότι ειδικότερα είναι τα θέματα που αποτελούν μερικότερη περίπτωση του θέματος που αποτελεί κύριο αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης ή έχει λεπτομερειακό χαρακτήρα σε σχέση με τη βασική ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νόμο. Απαιτείται συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο, όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά επί πλέον και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ Ολ. 1101/2002μ Ολ. 2815/2014, αναλυτικά για τα παραπάνω βλ. Ε. Πρεβεδούρου, άρθρο 43 σε Φ. Σπυρόπουλος- Ξ. Κοντιάδης- Χ. Ανθόπουλος-Γ. Γεραπετρίτης (διεύθ.), Σύνταγμα. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Σάκκουλας, 2017, σελ. 898 επ.).

Οι Ανεξάρτητες Αρχές, οι οποίες συνιστούν όργανα του Κράτους και της Διοίκησης, όπως εν προκειμένω η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, έχουν την αρμοδιότητα να εκδίδουν κανονιστικές πράξεις, κατόπιν σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης, μόνον εφόσον πρόκειται για τη ρύθμιση θεμάτων με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Στο άρθρο 1 της προσβαλλόμενης πράξης, αναφέρεται όμως ρητά ότι «αποστολή της Α.Α.Δ.Ε. είναι ο προσδιορισμός, η βεβαίωση και η είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της», η δε πράξη αυτή ερείδεται στη σχετική νομοθετική ρύθμιση (άρθρο 2 του Ν. 4389/2016), σύμφωνα με την οποία «2. Η Αρχή έχει, ιδίως, τις ακόλουθες αρμοδιότητες: 
α) τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών και τελωνειακών εσόδων, καθώς και την είσπραξη λοιπών δημοσίων εσόδων β) την παρακολούθηση και τον έλεγχο της πορείας της βεβαίωσης και της είσπραξης των δημοσίων εσόδων και της εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας για την είσπραξη δημοσίων εσόδων γ) τη λήψη και την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών υπηρεσιών της, στους τομείς της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου, της φορολογικής απάτης και της παραοικονομίας, της εφαρμογής των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, της βεβαίωσης και είσπραξης και της βελτίωσης της εισπραξιμότητας των δημοσίων εσόδων». Η ΑΑΔΕ είναι αρμόδια ακόμα και για θέματα δημόσιας υγείας. Είναι σαφές ότι οι παραπάνω σημαντικές αρμοδιότητες της ΑΑΔΕ αφορούν θέματα γενικού, αφηρημένου και καθολικού χαρακτήρα, τα οποία εμπίπτουν κατεξοχήν στην ύλη του τυπικού νομοθέτη είναι αντίθετη στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος.

Εξάλλου,η εξουσιοδότηση που παρέχεται στον Διοικητή της ΑΑΔΕ δια των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 Ν. 4389/2016 για την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως δεν είναι ειδική και ορισμένη, ούτε θέτει τα κατά το Σύνταγμα προβλεπόμενα κριτήρια ως προς το εύρος της.

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Στο δε άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπεται ότι «1. Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος». Από τα ως άνω άρθρα συνάγεται η εξουσία του Κράτους προς επιβολή και είσπραξη των φόρων, η οποία αποτελεί κατεξοχήν πεδίο μονομερούς άσκησης της κρατικής κυριαρχίας (βλ. Β. Γκέρτσο, άρθρο 78 σε Φ. Σπυρόπουλος- Ξ. Κοντιάδης- Χ. Ανθόπουλος-Γ. Γεραπετρίτης (διεύθ.), Σύνταγμα. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Σάκκουλας, 2017, σελ. 1205).

Ο στενός πυρήνας του Κράτους, η δράση δηλαδή της Διοίκησης που συνδέεται άμεσα με τα παραδοσιακά θεμέλια της κρατικής κυριαρχίας όπως ασφάλεια, δικαιοσύνη, φορολογία και τη μονομερή άσκηση καταναγκασμού τίθεται, ως δέσμη αρμοδιοτήτων, εκτός της εκχώρησης σε μη κρατικούς φορείς, τούτο δε γίνεται παγίως δεκτό και στην νομολογία.

Οι παραπάνω δραστηριότητες δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης κατά το άρθρο 43 παρ. 2 Σ. Η κανονιστική δράση της διοίκησης τίθεται, με βάση τον Ν. 4389/2016, σε ένα ευρύτατο ερμηνευτικό πλαίσιο, βάσει του οποίου η ΑΑΔΕ αντικαθιστά τη λειτουργία του νομοθέτη σε μια σειρά ζητημάτων γενικής φορολογικής και οικονομικής πολιτικής και διοίκησης (όπως π.χ. ειδικότερα, ο προσδιορισμός των εσόδων, ο έλεγχος της είσπραξής τους, τα μέτρα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας , η δημόσια υγεία κ.ά.). Συνεπώς, θέτει παράνομα κανόνες δικαίου, αφού στηρίζεται σε διάταξη νόμου (Ν 4389/2016), η οποία δεν έχει οποιοδήποτε συνταγματικό έρεισμα.(ΣτΕ 1934/1998 , 2192/2014, ΣτΕ 867/2002)

Με τον εξουσιοδοτικό νόμο 4389/2016 συντελείται η πλήρης εκχώρηση αρμοδιοτήτων που εντάσσονται στη φορολογική πολιτική και διοίκηση, και δη πεδίων που ανήκουν στην άσκηση της γενικής πολιτικής της χώρα, όπως ο προσδιορισμός, η βεβαίωση και η είσπραξη δημοσίων εσόδων, όπως επίσης στη λήψη μέτρων για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου, της φορολογικής απάτης και της παραοικονομίας, καθώς και στον εντοπισμό των φαινομένων διαφθοράς και παραοικονομίας και τον καταλογισμό φορολογικών παραβάσεων από την Κεντρική Διοίκηση/Κυβέρνηση του Κράτους, δηλαδή το Υπουργείο Οικονομικών, σε μια Ανεξάρτητη Αρχή, η οποία είναι μεν δημόσια αρχή, δεν εντάσσεται όμως οργανικά και λειτουργικά στον στενό κρατικό πυρήνα. Οι ανωτέρω αρμοδιοτήτες της ΑΑΔΕ, φορολογικού, δημοσιονομικού και εν γένει αυστηρά καταναγκαστικού χαρακτήρα ή ακόμη και «αστυνομικής» φύσης, καθιστά παράνομη και αντισυνταγματική την ανάθεσή τους σε μια Αρχή που δεν υπόκειται σε ιεραρχικό διοικητικό έλεγχο ή εποπτεία ούτε υπάγεται στον πολιτικό ή ουσιαστικό έλεγχο της Κυβέρνησης.

Περαιτέρω, ο Διοικητής και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΑΔΕ, αν και ασκούν κρατική ουσιαστικά εξουσία, δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι και δεν δεσμεύονται από το Σύνταγμα και την πίστη προς την πατρίδα (103 παρ. 1 Συντάγματος) αλλά από όρους αόριστους και αμφιλεγόμενους όπως η «συνείδηση», ο «νόμος» ,η «ακεραιότητα» ,η «αμεροληψία» ,η προσήλωση στις αρχές της Αρχής και βέβαια η στοχοθεσία της Αρχής που συνοδεύεται από τα αντίστοιχα νομοθετημένα «bonus» κατά τα πρότυπα κερδοφορίας των ιδιωτικών χρηματιστικών -κεφαλαιουχικών ιδιωτικών εταιρειών και όχι με βάση την αρχή της χρηστής διοίκησης και των συνταγματικών επιταγών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Στο άρθρο 27 Ν. 4174/2013 προβλέπονται οι τεχνικές ελέγχου των εισοδημάτων των φυσικών προσώπων και εξουσιοδοτείται ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων να εξειδικεύσει το περιεχόμενό τους. Ήδη η ως άνω εξουσιοδότηση χορηγείται πλέον στον Διοικητή της ΑΑΔΕ. Δεδομένου ότι το άρθρο 27 δεν προσδιορίζει το περιεχόμενο των τεχνικών ελέγχου, ο Διοικητής της ΑΑΔΕ αποκτά την αρμοδιότητα να διαμορφώσει κατά το δοκούν, με απόφασή του, το περιεχόμενο των τεχνικών ελέγχου. Δια του προσδιορισμού του περιεχομένου κάθε μορφής τεχνικού ελέγχου τίθενται οι μέθοδοι με τις οποίες η φορολογική διοίκηση θα προσδιορίσει τη φορολογητέα ύλη ή άλλως τη φορολογική βάση, δηλαδή το οικονομικό μέγεθος επί του οποίου επιβάλλεται ο φόρος. Κατά συνέπεια ο προσδιορισμός της φορολογητέας ύλης συναρτάται απολύτως με το περιεχόμενο των επιμέρους τεχνικών ελέγχου, που πλέον προσδιορίζονται πλήρως και απολύτως από τον Διοικητή της ΑΑΔΕ. 

Κατά συνέπεια ο προσδιορισμός της φορολογητέας ύλης και της φορολογικής βάσης συναρτάται απολύτως με το περιεχόμενο των επιμέρους τεχνικών ελέγχου, που πλέον προσδιορίζονται πλήρως από τον Διοικητή της ΑΑΔΕ και την αυθαίρετη κρίση του. Ο προσδιορισμός της φορολογικής βάσης πραγματοποιείται με κανονιστική πράξη του Διοικητή της ΑΑΔΕ και όχι με τυπικό νόμο, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 78 του Συντάγματος, ή έστω δια κανονιστικής πράξεως της κεντρικής διοίκησης δυνάμει ειδικής και ορισμένης νομοθετικής εξουσιοδότησης. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...